Ένας ευλαβής ιερέας κάθεται στο γραφείο του και συζητεί ήρεμα με ένα επισκέπτη του. Πολλά και διάφορα.
Μα έχει και την καλή αρχή, να προσπαθεί πάντοτε να οδηγήσει τους συνομιλητές του σε μια καλύτερη μορφή πνευματικής ζωής, κάνοντας τους κάποια ερώτηση, που δίνει αφορμή για βαθύτερη συζήτηση.
– Να σας κάμω μια ερώτηση, τέκνον;
– Χαρά μου, πάτερ.
– Πόσες είναι οι εντολές του Θεού;
– Ένδεκα, πάτερ!
– Βλέπεις, παιδί μου, είπε με ευγενικό χαμόγελο ο αγαθός λευίτης, ότι συ ξέρεις μια εντολή περισσότερο από εμένα! Θα ήθελες να μου ειπείς, ποια είναι η ενδέκατη εντολή;
-Η αγάπη, πάτερ. Δεν είπε ο Κύριος στο άγιο Ευαγγέλιο, “εντολήν καινήν δίδωμι υμίν, ίνα αγαπάτε αλλήλους”; Δεν είναι η εντολή αυτή, η “καινή εντολή” του Χρστού, η ενδέκατη εντολή της νομοθεσίας του Θεού;
Ενθουσιάστηκε από την περιεσκεμμένη αυτή απάντηση ο παπάς. Σηκώθηκε, του έσφιξε θερμά το χέρι και τον φίλησε στοργικά στο μέτωπο, λέγοντας:
-Μπράβο, παιδί μου. Ωραία παρατήρηση. Προσπαθώ να την βιώνω, χωρίς να την έχω έτσι προσέξει. Σε συγχαίρω και σε ευχαριστώ.
Η εντολή της αγάπης είναι η πιο μεγάλη από όλες. Όταν ο άνθρωπος έχει αγάπη τηρεί όλες τις εντολές σε τέλειο βαθμό. Γι΄ αυτό ο απόστολος Παύλος λέγει:
• “Πλήρωμα νόμου η αγάπη”.
• “Η αγάπη είναι σύνδεσμος τελειότητος”. Κουράστηκε ο κόσμος από λόγια. Έργα ζητάει.
Αυτά πείθουν. Αυτά συγκινούν. Αυτά χορταίνουν την καρδιά.
• Να πάμε εθελοντικά να ξενυχτίσομε κοντά στον άρρωστο.
• Να τρέξωμε να βοηθήσωμε τον κατατρεγμένο, το ορφανό, τη χήρα.
• Να ψάξωμε να βρούμε τον πονεμένο.
• Να αναζητήσωμε τον πλανεμένο και να τον πάρωμε από το χέρι με στοργή και αγάπη να τον οδηγήσωμε στο Πανδοχείο της θείας χάρης, στην Εκκλησία, στην εξομολόγηση, στη θεία Κοινωνία.
Ένα παλικάρι είκοσι δύο χρονών, είχε τελειώσει τις σπουδές του και ήταν έτοιμο να αρχίσει την σταδιοδρομία του. Μα έχοντας καλοσύνη στην καρδιά του, αγάπη και ζήλο, πήρε την απόφαση να πάει να υπηρετήσει για λίγο σε μία ιεραποστολή στην Αφρική. Και επήγε. Και πρόσφερε πολλά. Με την σωματική του εργασία. Και με την καλοσύνη του. Εκεί έμαθε, πως σε κάποιο απόμερο χωριό, η Εκκλησία είχε φτιάξει ένα ευαγές ίδρυμα, για να ανακουφίζει την δυστυχία. Ήταν ένα λεπροκομείο! Γεμάτος ζήλο ο νεαρός ζήτησε να πάει και εκεί. Να τους προσφέρει κάτι από τον εαυτό του. Του φάνηκε κακό, να αποφύγει να ιδεί τον πόνο και να αφήσει τούς αδελφούς του να τον υποφέρουν μόνοι τους, χωρίς σε κάτι να τους βοηθήσει!
Με συγκίνηση τον άκουσε ο υπεύθυνος για την ιεραποστολή στην χώρα εκείνη αρχιμανδρίτης. Έβλεπε ένα λεβέντη να λάμπει από χαρά στην σκέψη, πως θα ελάφρυνε τον πόνο σε κάποιο αδελφό μας.! Και τον ευλόγησε με όλη του την ψυχή!
Και να, μετά από λίγες ήμερες ο νεαρός μας βρέθηκε στο λεπροκομείο. Και εκεί ρίχτηκε στη δουλειά. Άρχισε να γλυκαίνει με την καλοσύνη του τον πόνο. Έχυνε με την στοργή του και την τρυφερότητα του βάλσαμο στις πονεμένες από την απελπισία της ανίατης ασθένειας ψυχές τους. Και οι λεπροί, που μέχρι τότε έβλεπαν να τους υπηρετούν με αηδία, κατάλαβαν! Είδαν τον νεαρό σαν ανοιξιάτικο κρίνο, σαν άγγελο από τον ουρανό. Και ήταν πραγματικά άγγελος και στην μορφή και στην ψυχή. Και τον αγάπησαν με όλη τους την ψυχή.
Είχε πάει εκεί για έξι μήνες. Και σιγά-σιγά οι ήμερες επέρασαν. Και ήρθε η ώρα να φυγή. Μα στάθηκε αδύνατο. Γιατί μόλις οι λεπροί το έμαθαν, σκοτείνιασαν οι καρδιές τους και βούρκωσαν τα μάτια τους!
– Μη μας αφήνεις!… Αυτά τα λόγια έβγαιναν από καρδιά και χείλη. Και έκλαιγαν με λυγμούς. Και ο νεαρός λύγισε. Επιτρέπεται, σκέφτηκε, να αφήσεις αυτούς τους δυστυχισμένους;
Και επήρε την απόφαση να μείνει εκεί για πάντα. Και έγραψε στον υπεύθυνο για την Ιεραποστολή: Σεβαστέ πάτερ,
Επέρασαν οι έξι μήνες, που μου είχατε αναθέσει να μείνω κοντά στους λεπρούς. Τώρα θα έπρεπε να έχω γυρίσει κοντά σας. Μα δεν έχω τη δύναμη να περάσω την πόρτα του λεπροκομείου προς τα έξω. Αισθάνομαι, πως δεν έχω την δύναμη να τους αποχωρισθώ. Ζητώ την ευχή σας να μείνω εδώ για πάντα!
Και έμεινε. Για πάντα. Έγινε και κληρικός. Και υπηρετούσε, όλη του την ζωή, τους λεπρούς. Σωματικά και ψυχικά. Και τους έκαμε με την πίστη και την καλοσύνη του, να γεμίσουν από παρηγοριά και από πίστη και αφοσίωση και ελπίδα στον Χριστό.
Μα πέρασαν τα χρόνια. Εγέρασε. Έπαψε πια να μπορεί να προσφέρει κάτι. Μα δεν ηθέλησε ποτέ να φύγει. Λίγο πριν πεθάνει, κάλεσε τον διάδοχο του, και του είπε με δάκρυα στα μάτια:
– Σου παραδίνω ψυχές λεπτές. Είναι ραγισμένες από τον πόνο.
Δυο δάκρυα κύλισαν στα μάτια του και παρέδωκε την ψυχή του στα χέρια του Θεού.
Μπορεί κανείς να φαντασθή, τι πένθος απλώθηκε στον χώρο του λεπροκομείου! Έκλαιαν απαρηγόρητα. Θρήνος σπαρακτικός αντηχούσε παντού. Και όλοι προσπαθούσαν να δείξουν με κάποιο τρόπο την ευγνωμοσύνη τους στην κηδεία του μεγάλου ήρωα της θυσίας και της αγάπης. Μια κοπέλα έκοψε τα μαλλιά της και τά ‘βαλε αντί για λουλούδια στο φέρετρο του. Και μια μητέρα, επήρε από το δωμάτιο της τη φωτογραφία του παιδιού της, την γλυκύτερη της συντροφιά, και του την πρόσφερε αντί για λουλούδια.
Αλλά και ποιος θα διαβάσει την ιστορία αυτή και δεν θα κλάψει;
Ας χύσωμε και μεις δύο δάκρυα, σαν σιωπηλή διαμαρτυρία για τη σημερινή κατάντια της ανθρωπότητας, που ξέχασε την καλοσύνη και την αγάπη, και κινείται σε όλα με αυταρέσκεια και εγωκεντρισμό.
Η ΣΥΓΧΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΕΧΘΡΩΝ
Ο Άγιος Διονύσιος, ο μεγάλος ιεράρχης, που το λείψανο του σώζεται άφθαρτο στην Ζάκυνθο, τα τελευταία χρόνια της ζωής του ζούσε στο μοναστήρι της Παναγίας της Αναφωνητρίας στην Ζάκυνθο.
Η ψυχή του ευφραινόταν στην γαλήνη της ζωής στο μοναστήρι• χόρταινε και γέμιζε χαρά. Μα δεν άργησε να τον βρη μια μεγάλη θλίψη. Κάποιος εσκότωσε τον αδελφό του Κωνσταντίνο Σιγούρο! Είναι εύκολο να φαντασθή κανείς πόσο πόνεσε η ψυχή του αγίου! Οι άγιοι λυπούνται για το κάθε κακό, που γίνεται στον κόσμο. Πόσο περισσότερο, για τόσο μεγάλα εγκλήματα!
Αλλά να, μια ήμερα έρχεται στο μοναστήρι ένας ξένος έντρομος. Πέφτει στα πόδια του Αγίου και τον καθικετεύει:
– Λυπήσου με, άνθρωπε του Θεού! Κρύψε με. Ψάχνουν να με βρουν! Και αν με βρουν, θα με σφάξουν σαν αρνί! Σώσε με!…
– Γιατί, παιδί μου, Τι κακό έκαμες;
– Σκότωσα άνθρωπο! Λυπήσου με! Κρύψε με! Από στιγμή σε στιγμή φθάνουν! Με έχουν πάρει από πίσω!….
– Ποιοι, παιδί μου; Ποιοι;
– Οι Σιγούροι! Σκότωσα τον αδελφό τους!…
Τρέμει ο άγιος από τον πόνο. Δάκρυα τρέχουν στα μάπα του. Και με φωνή σβησμένη ψελλίζει:
Και τι σου έφταιξε ο καλός αυτός άνθρωπος;
Μα δεν προχωρεί. Θυμάται τον λόγο του Χριστού: Αγαπάτε τους εχθρούς σας. Συγχωρείτε και ευεργετείτε τους εχθρούς σας, αν θέλετε να είσθε τέκνα του επουρανίου Πατέρα. Και ακόμα ο άγιος Διονύσιος θυμάται πως ήταν πνευματικός πατέρας. Και αγκάλιασε το φονιά του αδελφού του. Και τον έκρυψε.
Και μετά από λίγο έφθασαν οι αδελφοί του. Με μαχαίρια και τουφέκια. Για να πάρουν εκδίκηση για το χυμένο αίμα.
Σπίθες πετάνε τα μάτια τους. Οργή και μίσος βγαίνει από το στόμα τους. Βράζει η καρδιά τους.
Και ο άγιος προσποιείται, πως συμφωνεί μαζί τους. Και κάνει πως δεν ξέρει τίποτε! Δεν είδε, τάχα, τίποτε! Και δεν άκουσε τίποτε! Θρηνούν και κλαίνε όλοι μαζί. Και μετά; Ο άγιος διώχνει με ευγένεια τα αδέλφια του από το μοναστήρι. Τους δείχνει τόπους μακρινούς, που τάχα θα μπορούσε να είναι κρυμμένος ο φονιάς. Και εκείνοι τρέχουν! Να τον βρουν!…
Όταν πια εκείνοι ήταν μακριά, ο άγιος πηγαίνει κοντά στον εχθρό του, τον φονιά του αδελφού του. Και με λόγια γεμάτα αγάπη και καλοσύνη και συγγνώμη, προσπαθεί να μαλακώσει τη σκληρή καρδιά του φονιά! Ο φονιάς πέφτει στα πόδια του. Και ζητεί συγγνώμη. Και υπόσχεται ότι θα μετανοήσει ειλικρινά. Και ο άγιος τον συγχώρεσε, και όχι μόνο αυτό. Του είπε:
– Φύγε μακριά! Σε ξένα μέρη. Να μη μπορούν πια να σε βρουν οι Σιγούροι. Και ζήσε εκεί εν μετάνοια. Για να σε ελεήσει ο Θεός.
Μα δεν περιορίστηκε σ’ αυτό ο άγιος. Εφρόντισε και με δική του βάρκα να τον στείλει μακριά. Και τον συνόδευσε, μέχρι που αναχώρησε. Σαν να ήταν φίλος του. Και του έδωσε τροφές για το ταξίδι. Και χρήματα για τις πρώτες του ανάγκες στην ξενιτιά!
Ποιος δεν θαυμάζει τον άγιο Διονύσιο για την πράξη του αυτή; Ποιος δεν το καταλαβαίνει, ότι αυτή είναι η αληθινή αγάπη για τους εχθρούς μας;
Τι απολογία θα δώσομε εμείς, που όχι μόνο δεν ευεργετούμε τους εχθρούς μας, αλλά ούτε καν τους συγχωράμε; ή και, ακόμη χειρότερα, τους βρίζουμε και τους καταριόμαστε;
Ας ακούσωμε μια παλαιά ιστορία. Ένας πατέρας, όταν εγέρασε, διένειμε την περιουσία του στα παιδιά. Κράτησε ένα πολύτιμο δαχτυλίδι με ένα τεράστιο διαμάντι.
– Αυτό, τους είπε, θα το δώσω σ’ εκείνον που έχει κάμει την πιο καλή πράξη.
Έμενα, του είπε ο ένας, μου είχε εμπιστευθή ένας φίλος μου ένα τεράστιο χρηματικό ποσό. Χωρίς κανένα χαρτί. Χωρίς καμμιά απόδειξη. Μπορούσα να τον γελάσω. Και να τα κρατήσω όλα! Μα του τα επέστρεψα όλα! Δεν είναι σπουδαία πράξη αυτό;
– Καλή είναι η πράξη σου, παιδί μου. Αλλά αλλοίμονο αν δεν το έκανες αυτό. Δεν θα ήσουν έντιμος άνθρωπος. Θα ήσουν απατεώνας και καταχραστής. Αν ενεργούσες αλλιώς, θα έπρεπε να εντρέπεσαι σε όλη σου την ζωή.
Εγώ, είπε ο δεύτερος, είδα μια φορά ένα παιδάκι, πού είχε πέσει στην θάλασσα και από στιγμή σε στιγμή θα πνιγόταν. Εβούτηξα στη θάλασσα με τα ρούχα. Και το έσωσα! Δεν είναι σπουδαία η πράξη αυτή;
Έκαμες, παιδί μου, απλώς το χρέος σου. Τίποτε περισσότερο! Αλλοίμονο να άφηνες το μικρό παιδί να πνίγη! Αυτό δεν το κάνουν ούτε οι άνθρωποι του υποκόσμου!
Εγώ, είπε ο τρίτος, ευρήκα τον εχθρό μου να κοιμάται σε ένα απόκρημνο βράχο. Είχε στον ύπνο του γυρίσει λίγο. Και ήταν έτοιμος να πέσει κάτω και να σκοτωθή. Τον ξύπνησα και τον τράβηξα μακριά από τον βράχο. Και σώθηκε.
Γεμάτος χαρά και με όψη που έλαμπε, είπε ο γέρος πατέρας:
– Μπράβο, παιδί μου! Αυτή είναι αληθινά σπουδαία πράξη. Να κάνεις καλό στον εχθρό σου. Και να τον σώζεις, από κακό που θα πάθαινε, χωρίς να του φταις εσύ.
Συ, αδελφέ μου, τι καλές πράξεις έχεις κάμει; Αξίζουν τίποτε στα μάτια του Θεού;
Από έκδοση της Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως και Πρεβέζης