του Μητροπολίτη Γόρτυνος Ιερεμία (συνέχεια από το προηγούμενο)
Το γενικό όνομα για την αμαρτία είναι «χατα᾽α», από ρήμα «χατά», που σημαίνει «αμαρτάνω». Κυρίως σημαίνει «αποτυγχάνω από τον σκοπό μου», γιατί πορεύομαι λανθασμένο δρόμο, και γενικά σημαίνει κάνω ο,τι είναι απηγορευμένο και παραλείπω ο,τι είναι νομοθετημένο.
Σε διάφορα περιστατικά η αμαρτία γίνεται «αβών», από ρήμα «αβά», που σημαίνει «κλίνω», «στρίβω», «πλανώμαι» από τον σωστό δρόμο με κακή διάθεση και άρα έχω ενοχή γι᾽ αυτό που κάνω. Η αμαρτία είναι «αβέλ» και «αβλά», από ρήμα «ούλ», που σημαίνει «διαφθείρω». Η αμαρτία λοιπόν είναι στρεβλότητα και διαφθορά. Άλλη ονομασία της αμαρτίας στην Παλαιά Διαθήκη το «πεσά῾» από το «πασά῾», που σημαίνει είμαι επαναστάτης. Η αμαρτία, δηλαδή, είναι ανταρσία κατά του Θεού. Η ονομασία αυτή της αμαρτίας ως «πεσά῾», υποδηλώνει και το σπάσιμο της διαθήκης με τον Θεό (βλ. L. Köhler, ZatW, 1928, 213-218). Tο ίδιο δηλώνει και η ονομασία «μα῾αλ», που σημαίνει προδοσία, απιστία. Ο αμαρτωλός επαναστατεί κατά του Θεού, «μαράντ». Είναι πείσμων και ισχυρογνώμων, «σαράρ», «μαρά». Άλλες κοινές λέξεις για την αμαρτία είναι οι: «ρα῾» και «ρα῾α», κακία και φαυλότητα, «ασάμ», παράβαση, σφάλμα, «αβέν», ματαιότητα, αδικία, «νεβαλά», «σιχλούθ», ανοησία (βλ. «ναβάλ», «σαχάλ», ο ανόητος), «ρεσά῾», «ρισ῾α», κακός, κακία. Η λέξη «ρασά῾», ο κακός, είναι μια συνηθισμένη έκφραση για την αμαρτία και τον αμαρτωλό.
2. Η ευθύνη του αμαρτωλού
Επειδή ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, γι᾽ αυτό και μπορεί να πράττει το θέλημα του Θεού, αλλά, ως ελεύθερος πάλι, μπορεί και να είναι ανυπάκουος σ᾽ αυτό. Ο Γιαχβέ Κύριος είπε στον Κάιν: «Αν εσύ δεν πράττεις το καλό, η αμαρτία ενεδρεύει στην πόρτα και η επιθυμία της στρέφεται σε σένα· εσύ όμως μπορεί να την εξουσιάσεις» (Γεν. 4,7· κατά μικρή διόρθωση του Εβρ. κειμένου). Στο χωρίο αυτό φαίνεται η κλίση του ανθρώπου προς την αμαρτία, η οποία παριστάνεται σαν μία δύναμη έτοιμη να παρασύρει τον μη αντιδρώντα, τον μη ποιούντα το αγαθόν, αλλά ο άνθρωπος, αν θελήσει να παλαίσει προς την αμαρτωλή αυτή κλίση, θα γίνει κύριος της αμαρτίας. Η αμαρτία προέρχεται από την καρδιά του ανθρώπου, που είναι η έδρα των σκέψεων και των επιθυμιών, βλ. Γεν. 6,5. 8,21. Ιερ. 4,4. Ιεζ. 11,19. Ψαλμ. 50,12. Πιθανόν ο άνθρωπος να παρακινηθεί από εσωτερικό ή εξωτερικό ερέθισμα προς την αμαρτία, την απόφαση όμως αν θα πράξει ή όχι την αμαρτία την λαμβάνει ο ίδιος, και αυτός, λοιπόν, είναι υπεύθυνος για την αμαρτία του. Όπως μας το είπε ο παραπάνω μνημονευθείς λόγος του Θεού προς τον Κάιν, ο άνθρωπος έχει την δύναμη να εξουσιάσει την επιθυμία της αμαρτίας. Η ίδια η ροπή του ανθρώπου προς την αμαρτία δεν συνιστά αμαρτία. Αμαρτία είναι το αν δεν αγωνιστεί ο άνθρωπος να αντιπαλαίσει προς αυτήν, γιατί και η απλή σκέψη περί αμαρτίας φέρει την επιθυμία της και η επιθυμία της φέρει την πράξη της (βλ. Γεν. κεφ. 3).
[irp posts=”358471″ name=”Γόρτυνος Ιερεμίας: Η ουσία της αμαρτίας””]
Κι αν ο Σατανάς καταναγκάζει τον άνθρωπο να πράξει την αμαρτία, όμως ο Θεός έδωσε την δύναμη στον άνθρωπο να αντιστέκεται και να αποκρούει τον Διάβολο· και αν αυτό δεν το κάνει πίπτει στην αμαρτία, για την οποία είναι αυτός, ο άνθρωπος, υπεύθυνος (βλ. πάλι Γεν. κ. 3). Όπου διαβάζουμε ότι ο Θεός πειράζει τον άνθρωπο, αυτό δεν σημαίνει ότι ο Θεός ευθύνεται για την αμαρτία του, αν πράξει αυτήν. Ο Θεός δοκιμάζει τον άνθρωπο, για να τον λαμπρύνει περισσότερο, παραχωρώντας να έλθουν σ᾽ αυτόν θλίψεις και ασθένειες (βλ. βιβλίον Ιώβ). Δεν επιτρέπεται όμως κανείς άνθρωπος να επιρρίπτει έπειτα στον Θεό την ευθύνη για την αμαρτία του, αν δεν αντέξει τον πειρασμό των θλίψεων και των ασθενειών. Είναι ωραία η περικοπή αυτή της Παλαιάς Διαθήκης:
«Μη είπης ότι διά Κύριον απέστην
α γαρ εμίσησεν, ου ποιήσεις.
Μη είπης ότι αυτός με επλάνησεν·
ου γαρ χρείαν έχει ανδρός αμαρτωλού.
Παν βδέλυγμα εμίσησε Κύριος,
και ουκ έστιν αγαπητόν τοις φοβουμένοις αυτόν.
Αυτός εξ αρχής εποίησεν άνθρωπον
και αφήκεν αυτόν εν χειρί διαβουλίου αυτού.
Εάν θέλης, συντηρήσεις εντολάς
και πίστιν ποίησαι ευδοκίας.
Παρέθηκέ σοι πυρ και ύδωρ·
ου εάν θέλης, εκτενείς την χείρά σου.
Έναντι ανθρώπων η ζωή και ο θάνατος,
και ο εάν ευδοκήση, δοθήσεται αυτώ.
(Σ. Σειράχ 15,11-17)
Δεν ευθύνεται λοιπόν ο Θεός για την αμαρτία του ανθρώπου, αλλά η κακή θέληση του ιδίου του ανθρώπου. Ο Θεός λέγει στους ανθρώπους οιονεί παραπονούμενος:
«Εκάλουν και ουχ υπακούσατε
και εξέτεινα λόγους και ου προσείχετε,
αλλά ακύρους εποιείτε εμάς βουλάς,
τοις δε εμοίς ελέγχοις ου προσείχετε».
(Παροιμ. 1,24-25)
Και στην πωρωμένη Ιερουσαλήμ ο Θεός λέγει: «Εζήτησα να σε καθαρίσω, αλλά συ δεν καθαρίστηκες από την ρυπαρότητά σου» (Ιεζ. 24,13).
(Συνεχίζεται)