Θεολογικός λόγος: Γιατί υποφέρουν οι αθώοι; Γιατί εκείνοι που είναι ένοχοι δεν υποφέρουν ανάλογα με την ενοχή τους, και γιατί συχνά αυτοί που είναι λιγότερο ένοχοι υποφέρουν πολύ περισσότερο;
Γιατί υποφέρουν οι αθώοι;
Οι δοκιμασίες ενός αγαθού και αθώου ανθρώπου αποτελούν ένα από τα δύσκολα προβλήματα που θέτει ο παρών κόσμος στον σκεπτόμενο άνθρωπο.
Βλέποντας έναν καλό άνθρωπο να υποφέρει, ένας καλός άνθρωπος συμπάσχει, πάσχει μαζί του, καθώς αισθάνεται συμπάθεια. Και έτσι από το ένα πρόβλημα αναδύεται ένα άλλο:
Για ποιο λόγο υποφέρει και αυτός
Αντιλαμβανόμενος κάτι τέτοιο, εκείνος που η πίστη του είναι αδύναμη πέφτει σε πειρασμό. Και βλέποντάς το αυτό, ένας άνθρωπος που έχει ροπή προς την αμαρτία λύνει το ζήτημα κατά τρόπο επικίνδυνο γι’ αυτόν:
«Ποιό το όφελος», λέει, «να είναι κανείς ενάρετος;».
Έτσι εκείνος που ρέπει στην απιστία λύνει το ακατανόητο πρόβλημα με ένα άλλο ασύγκριτα πιο ακατανόητο, λέγοντας ότι η τύχη κυβερνά τον κόσμο και τα έργα των ανθρώπων.
Μετά το γενικό ερώτημα των δοκιμασιών της ανθρωπότητας, όπως το γιατί οι δοκιμασίες υπάρχουν στο κράτος της Πρόνοιας, ο ερευνητικός νους θέτει δυο ιδιαίτερα ερωτήματα:
Δεύτερον, γιατί εκείνοι που είναι ένοχοι δεν υποφέρουν ανάλογα με την ενοχή τους, και γιατί συχνά αυτοί που είναι λιγότερο ένοχοι υποφέρουν πολύ περισσότερο;
Προς τούτο ας εξετάσουμε την ανθρωπότητα, όχι με τη δική μας επιφανειακή ματιά, αλλά με τη βαθιά, διεισδυτική ματιά των ανθρώπων που έχουν λάβει φώτιση από ψηλά. Με ποια όψη εμφανίζεται η ανθρωπότητα σ’ αυτούς; «Πάντες γαρ ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού» (Ρωμ. 2, 23) λέγει ο άγιος Παύλος.
«Τις γαρ καθαρός έσται από ρύπου;» ρωτά ο Ιώβ και απαντά: «Αλλ’ ουδείς, εάν και μια ημέρα ο βίος αυτού επί της γης» (Ιώβ 14, 4-5). «Ιδού γαρ εν ανομίαις συνελήφθην, και εν αμαρτίαις εκίσσησέν με η μήτηρ μου» (Ψαλμ. 50, 7) εξομολογείται ο Προφήτης Δαυίδ, χωρίς να φοβάται από αυτή τη διακήρυξη να καταπατήσει το νόμο της τιμής προς τους γονείς.
Ο Θεός ορίζει την ζωή του ανθρώπου, που μολύνθηκε από την αμαρτία. Όχι μόνον ως Κριτής, του οποίου θα έρθει η ώρα με τη συντέλεια. Αλλά ακόμη, και κυρίως, ως Μέγας Ιατρός, ο οποίος είναι Παρών σήμερα.
Για το λόγο αυτό ορίζει στον άνθρωπο μέτρο δοκιμασίας και θλίψεως. Μερικές φορές όχι μόνο ως ανταμοιβή των έργων του, αλλά σαν δόση φαρμάκου, ικανού να υπερνικήσει τη δύναμη της αμαρτωλής ασθένειας…
Επιπλέον, ο Μέγας Ιατρός προσφέρει τον Εαυτό του για τη θεραπεία της ασθένειας της ψυχής. Όχι μόνο όταν είναι εμφανής, αλλά το βλέμμα Του διεισδύει στα βάθη της ψυχής που είναι αθέατα, στην ψυχή την ίδια, και ανιχνεύει εκεί το μικρό σπέρμα της αμαρτίας, πάθους, ισχυρογνωμοσύνης, αυτοϊκανοποιήσεως, ακόμη και το παραμικρότερο κράμα κακίας και ακαθαρσίας με καλές προθέσεις και διαθέσεις, και τραβά έξω, μέσω της δοκιμασίας, εκείνα τα άρρωστα στοιχεία που μπορούν να θεραπευθούν, ώστε η ψυχή να οδηγηθεί σε μεγαλύτερη αγνότητα.
Μήπως δεν συμβαίνει να βλέπουμε ανθρώπους με τακτοποιημένη ζωή, που έχουν θεληματικά καταφύγει στον Θεό, να αποστερούνται από κάτι που πολύ αγαπούν -όπως, για παράδειγμα, παιδί ή σύζυγο, επίγεια τιμή, δόξα ή περιουσία-, να παραδίδονται τόσο πολύ στη θλίψη, ώστε να επικεντρώνουν όλη τη ζωή τους σ’ αυτήν, και να μην είναι πλέον σε θέση να δυναμώσουν τον εαυτό τους μ’ εκείνες τις λογικές σκέψεις που δεν είχαν ανάγκη πρίν;…
Τι σημαίνει αυτό;
Ότι αγαπούσαν υπέρμετρα τους αγαπημένους τους. Ότι τους αγαπούσαν περισσότερο από τον Θεό, μολονότι δεν είχαν συνείδηση αυτού του πράγματος ούτε οι ίδιοι. Τα παιδιά τους, ο σύζυγος ή η σύζυγος, η τιμή, η δόξα ή η περιουσία ήταν τα είδωλα της καρδιάς τους.
Τι απομένει λοιπόν σε Αυτόν, ο οποίος γνωρίζει την καρδιά και αγαπά την ψυχή, από το να πάρει από μας το είδωλό μας, να αποσπάσει, ακόμη κι αν αυτό είναι τόσο οδυνηρό, την υπερβολική αγάπη για το πλάσμα από την ψυχή, την οποία επιθυμεί να τη γεμίσει θεϊκή αγάπη;
Εκείνος αγαπά, ευσπλαγχνείται, αποκαθαίρει, θεραπεύει και προετοιμάζει για την ευτυχία. Ενώ εμείς κοιτάζουμε και λέμε: «Πόσο σκληρή είναι η επίσκεψή Του!»
Τέλος, πρέπει να ομολογήσουμε ότι υπάρχουν παθήματα που καθιστούν εντελώς αδύνατη την ερώτηση «Για ποιο λόγο, για ποιο σκοπό;»
Παθήματα για τα οποία δεν χρειάζεται να κατηγορήσουμε έναν άνθρωπο, μα πρέπει να μάθουμε να δικαιώνουμε τη Θεία Πρόνοια. Τέτοιες είναι οι δοκιμασίες του Ιώβ, των προφητών, των Αποστόλων, της Αγίας Παρθένου…
Πόσο παρηγορητικό και αξιόπιστο πειστήριο παρέχει η συνείδηση, όταν η φωτιά της δοκιμασίας δεν μπορεί να βλάψει το χρυσάφι της. Όταν στην κάμινο του πόνου η αγάπη προς τον Θεό καίει πιο λαμπρή. Όταν, μέσω της εξωτερικής νέκρωσης της φύσεως, λάμπει εκεί η εσωτερική της χάριτος, και ο ουρανός που κατοικεί στον άνθρωπο στερεώνει μέσα του την ελπίδα του παραδείσου.
Πιστέψτε, ω εσείς άπειροι, ότι εκείνοι οι άνθρωποι δεν ψεύδονται, όταν μιλούν για τη χαρά μέσα στον πόνο. Και όταν στη φωτιά της δυστυχίας ψάλλουν και προσεύχονται στον Θεό με την ίδια βεβαιότητα, ελευθερία και αγαλλίαση, όπως έκαναν οι τρεις παίδες εν καμίνω στη Βαβυλώνα.
Άγιος Φιλάρετος Μόσχας
«Η Θεολογία της καρδιάς», εκδόσεις Ίνδικτος
Φίλοι Φυλακισμένων, Τεύχος 12, 2011