«Εγώ είμι το Φως του κόσμου» Ιησούς Χριστός
Για να απαντήσουμε πρέπει να κάνουμε μία βαθειά αναδρομή στο χρόνο και πριν απ’ αυτόν,πριν δημιουργηθεί ο χώρος και ο χρόνος και το φως. Τότε, τι υπήρχε;
Υπήρχε το Φως! Το «άναρχον» και «αίδιον» φως, το «προεκλάμψαν αχρόνως».
Και είπεν ο Θεός, «το νοερόν φως»: «Γεννηθήτω φως»! «Και εγένετο φως!»
Φως κτιστό, δώρο του Δημιουργού προς την υλική δημιουργία. Αμυδρή εικόνα του ακτίστου φωτός της θεότητος: Λαμπρό, καθαρό, σχεδόν άυλο, να κινείται με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα στην κτίση, ώστε τα λογικά πλάσματα να ανάγονται μέσω αυτού στο απρόσιτο φως, στον πάσης επέκεινα καθαρότητος, στον άυλο, στον πανταχού παρόντα. Και ο ήλιος να προεικονίζει τον «αειλαμπή και υπέρφωτο της δικαιοσύνης ήλιο» την απαράλλακτη εικόνα του Πατρός, ο οποίος επρόκειτο να«επιφανή εν τω κόσμω…ίνα φωτίσει τους εν σκότει καθημένους».
Ναι,το φως ονομάστηκε…φως, διότι έχει κάτι απ’ τη δόξα του δημιουργού, ο οποίος«φως έστι και σκοτία εν αυτώ ουκ έστιν ουδεμία» (Α΄Ιωάν.1,5). Είναι όμως κτιστό και πεπερασμένο.
Μας αποκαλύπτει μία ατελή εικόνα της φθαρτής δημιουργίας. Ο Κύριος ,υπόσχεται σ’αυτούς που Τον αγαπούν, αυτά που «οφθαλμός ουκ είδεν και ους ουκ ήκουσεν και επί καρδίαν άνθρωπου ουκ ανέβη» (Α΄ Κορ. 2,9).
Το φως του ηλίου στηρίζει την πρόσκαιρη και φθαρτή αυτή. Η αληθινή ζωή είναι ο Κύριος. Το σώμα Του και το Αίμα Του είναι «άρτος ζωής αιωνιζούσης».
Το φως του ηλίου δεν μπορεί να εισδύσει παντού, αφήνει σκιές, δύει, και προ παντός, αδυνατεί να εισέλθει στον πνευματικό κόσμο. Μας παρουσιάζει τις μορφές των ανθρώπων, αλλά όχι τους διαλογισμούς της καρδιάς τους. Μας αποκαλύπτει τις παγίδες του δρόμου, απ’ τις οποίες κινδυνεύει το φθαρτό μας σώμα, αλλά όχι τις παγίδες της αμαρτίας, απ’ τις οποίες απειλείται η ψυχή μας. «Το άκτιστο φως φωτίζει…τον πνευματικό κόσμο κι αποκαλύπτει στον άνθρωπο τις πνευματικές οδούς…Χωρίς αυτό το φως δεν μπορεί ο άνθρωπος ούτε να εννοήσει ούτε περισσότερο να εκπληρώσει τις εντολές του Χριστού, γιατί μένει στο σκοτάδι», γράφει ο γέροντας Σωφρόνιος.
«Κύριε,φώτισον μου το σκότος», προσευχόταν ο άγ. Γρ. Παλαμάς.
«Και δώρησαι ημίν εν αγρύπνω καρδία και νηφούση διανοία, πάσαν του παρόντος βίου την νύκτα διελθείν, απεκδεχόμενος την παρουσίαν της λαμπράς και επιφανούς ημέρας του μονογενούς σου Υιού, του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού» λέγει μία ωραία προσευχή.
Κατά την «λαμπρά κα επιφανή» εκείνη ημέρα , «νυξ ουκ έσται έτι, και ου χρεία λύχνου και φωτός ηλίου, ότι Κύριος ο Θεός φωτιεί» (Αποκ. 22, 5).