ΔΙΚΑΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Πες μου, πάτερ, σέ παρακαλώ, καί κάτι άλλο: Γιά ποιό λόγο οι περισσότεροι άνθρωποι μισούν τούς δικαίους; Γιατί τούς περιφρονούν; Γιατί σκανδαλίζονται μαζί τους; Αντίθετα, λίγοι είν εκείνοι πού τούς τιμούν….
-Πολύ συμφέρει τούς δικαίους, παιδί μου, η περιφρόνηση τών ανθρώπων. Τούς ταιριάζει, θά λεγα, όπως ταιριάζουν στόν ουρανό τ αστέρια. Είδα μάλιστα ενάρετο, πού κέρδισε πενήντα στεφάνια σέ μιά μέρα από τίς κακολογίες τών άλλων.
-Καί μέ ποιό τρόπο τά κέρδισε; Ρώτησε απορημένα ο αδελφός.
-Άκουσε: Ο άνθρωπος αυτός έμενε στά Βούκολα. Ήταν επιφανής καί αξιοσέβαστος. Έκανε πολλά καλά έργα στούς συνανθρώπους του καί όλους τούς αγαπούσε σάν άγγελος τού Θεού. Εκείνοι, ωστόσο, πλανέθηκαν από τόν πονηρό κι άρχισαν ν αντιπαθούν τόν ευρεγέτη τους σά νά ήταν κακούργος.
Άλλοι έλεγαν πώς είναι δολερός, άλλοι ακόλαστος, άλλοι κλέφτης καί άλλοι αιρετικός! Έχει, βλέπεις, τή συνήθεια ο διάβολος νά διασύρει τούς αγίους μέ τό στόμα τών αμαρτωλών ανθρώπων. Ο άνθρωπος όμως γιά τόν οποίο μιλάω, ακούγοντας τίς συκοφαντίες αυτές χαιρόταν ειλικρινά καί ευχαριστούσε τό Θεό. Κύριε, έλεγε, δείξε τό έλεός Σου σ όσους μέ μισούν, μέ συκοφαντούν, μέ διασύρουν. Κανένας απ τούς αδελφούς νά μήν πάθει κακό γιά μένα τόν αμαρτωλό, ούτε στήν παρούσα ζωή ούτε στήν άλλη.
Σύντριψε όμως καί αφάνισε τούς πονηρούς δαίμονες, πού τούς ξεσηκώνουν εναντίον μου. Σέ παρακαλώ, Θεέ μου, όπως δέν αποστράφηκες εμένα τόν βέβηλο, όσες φορές αμάρτησα καί πρόστρεξα στήν ευσπαλχνία Σου ζητώντας συγχώρηση, έτσι καί νά μήν αποστραφείς τώρα κι αυτούς, πού κατηγορούν τό αχρείο δούλο Σου. Αντίθετα, αγίασέ τους μέ τό έλεός Σου καί σκέπασέ τους μέ τήν αγαθότητά Σου.
Έτσι προσευχόταν, αγαπητέ, ο δίκαιος εκείνος, γι αυτούς πού τόν μισούσαν καί τόν κακολογούσαν! Καί κοίταξε τί θαυμαστό γινόταν: Όσε φορές τή μέρα βίαζε τόν εαυτό του καί προσευχόταν γιά τούς εχθρούς του, τόσες φορές κατέβαινε άγγελος Κυρίου καί τοποθετούσε στό κεφάλι του ουράνιο διαμαντοστόλιστο στεφάνι.
Αυτό, βέβαια, δέν τό καταλάβαινε ο ίδιος, γιατί ο Θεός τόν στεφάνωσε αόρατα…. Γι αυτό λοιπόν, παιδί μου, επιτρέπει πολλές φορές ο αγαθός Θεός νά κακολογούνται καί νά εξουθενώνονται οι ενάρετοι, γιά ν αυξήσουν έτσι τά στεφάνια τους καί τά βραβεία τους καί τούς ουράνιους μισθούς τους.
-Ωστόσο, όπως είπα καί πρίν, πάτερ, δέν μπορώ νά καταλάβω γιατί οι δίκαιοι σ άλλους ανθρώπους αρέσκουν καί σ άλλους όχι.
-Πρόσεξε, παιδί μου, καί θά σού τό εξηγήσω μέ μερικά παραδείγματα: Δέν βλέπεις πού ο Θεός στέλνει βροχή, καί δέν αρέσει σέ όλους; Όπως συνήθως, άλλοι λένε τό ένα καί άλλοι τό άλλο. Ο ένας λέει: Δόξα σοι ο Θεός! Θά ποτιστεί η γή!. Ο άλλος αντίθετα: Κακό πού μάς βρήκε! Πάει η σοδειά!.
Άν πάλι ο Θεός στείλει βαρύ χειμώνα, οι φτωχοί, τρέμοντας από τή παγωνιά, λένε μέ παράπονο: Άχ, γιατί νά κάνει ο Θεός τόσο κρύο;. Οι πλούσιοι, απεναντίας, τότε ακριβώς απολαμβάνουν περισσότερο τή θαλπωρή, γιατί έχουν όλα όσα χρειάζονται καί θέρμανση καί χοντρά ρούχα καί κρασί καί ζεστό ψωμί καί κρέατα καί καθετί πού αναπαύει τό σώμα. Τέλος πάντων, φεύγει ο χειμώνας, έρχεται η άνοιξη καί ακολουθεί τό καλοκαίρι μέ τήν πολλή ζέστη.
Τότε λένει μερικοί: Ο χειμώνας είναι πολύ καλύτερος. Ούτε μύγες έχει, ούτε ψύλλους ούτε κοριούς. Καί, κοντολογής, άλλοι προτιμούν τό χειμώνα σάν υγιεινόετρο, άλλοι τήν άνοιξη σάν γλυκύτερη, άλλοι τό καλοκαίρι σάν θερμότερο…. Αλλά γιατί στά λέω όλ αυτά; Φτάνει μόνο νά σκεφτείς, ότι ο Χριστός, ο Κύριος καί Θεός μας, έγινε άνθρωπος, συναναστράφηκε μέ τούς αχάριστους Εβραίους καί τούς ευεργέτησε μέ μύρια καλά δαιμόνια έδιωξε, λεπρούς καθάρισε, τυφλούς φώτισε, κουτσούς στήριξε, παράλυτους σήκωσε, νεκρούς ανέστησε, τελώνες διόρθωσε,πόρνες συνέτισε, μέ λίγα ψωμιά πλήθη χόρτασε καί τόσα άλλα έκανε, γιά τά οποία φθαρτός άνθρωπος δέν μπορεί νά μιλήσει. Καί γιά όλα τούτα ποιά ήταν η ανταμοιβή τού Κυρίου μας;
Ο φθόνος, η συκοφαντία, οι εξευτελισμοί, τά ραπίσματα, η μαστίγωση, τά φτυσίματα καί στό τέλος η σταύρωση! Άν λοιπόν ο Πλάστης μας δέν άρεσε σ όλους τούς ανθρώπους, πώς θά τούς αρέσει ο δίκαιος συνάνθρωπός τους; Ξέρεις, παιδί μου, ότι ο ενάρετος Άβελ έζησε τότε πού ελάχιστοι άνθρωποι υπήρχαν πάνω στή γή.
Καί παρόλο πού δέν έκανε τό παραμικρό κακό στόν αδελφό του Κάιν, αυτός σκοτισμένος από τόν πονηρό, τόν φθόνησε καί τόν σκότωσε. Σκέψου λοιπόν, άν τότε, πού υπήρχαν μονάχα δυό αδέλφια στή γή, ο δίκαιος Άβελ δέν μπόρεσε νά ξεφύγει απ τόν ανθρώπινο φθόνο, θά μπορέσει κανείς σήμερα ζώντας ανάμεσα σέ τόσο κόσμο; Αδύνατον! Είναι γραμμένο άλλωστε: «Τέκνον, ει προσέρχη δουλεύειν Κυρίω Θεώ, ετοίμασον τήν ψυχήν σου εις πειρασμόν».
Ένας Ασκητής Επίσκοπος, Όσιος Νήφων Επίσκοπος Κωνσταντιανής
Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπος Αττικής 2004