Η απάντηση τού Ζώντος Θεού στον γέροντα Σοφρώνιο, όταν εκείνος ρώτησε: “γιατί ο Θεός επιτρέπει την αδικία στον κόσμο;”, ήταν μια αποκάλυψη τών ιδίων τών υπευθύνων αυτής τής κατάστασης:
«Ο Θεός, Συ έγνως την αφροσύνην μου, και αι πλημμέλειαί μου από Σου ουκ απεκρύβησαν» (Ψαλμ. 68,6) … Νυν εγώ ζω εν εξουδενωμένη μορφή, Συ δε, Χριστέ, καλείς εμέ εις πίστιν και αποδοχήν της Αποκαλύψεως ότι ο Πατήρ αγαπά ημάς, καθώς αγαπά Σε, τον Μονογενή Αυτού Υιόν: «Ο Πατήρ φιλεί υμάς, ότι υμείς Εμέ πεφιλήκατε … Ου περί τούτων δε ερωτώ μόνον, αλλά και περί των πιστευόντων δια του λόγου αυτών εις Εμέ, ίνα πάντες έν ώσι, καθώς Συ, Πάτερ, εν Εμοί καγώ εν Σοι, ίνα και αυτοί εν Ημίν έν ώσιν, ίνα ο κόσμος πιστεύση ότι Συ με απέστειλας … και ηγάπησας αυτούς καθώς Εμέ ηγάπησας» (Ιωάν. 16,27· 17,20-23).
Η εις Χριστόν πίστις καθιστά ημάς αμέτρως τολμηρούς. Ουχί ματαίως λέγει ο μακάριος Παύλος ότι «το μωρόν του Θεού σοφώτερον των ανθρώπων εστίν». Ό,τι φαίνεται εις τον «νουν της σαρκός» (Κολ. 2,18) ως τελεία μωρία, τούτο δια τους πιστούς είναι σοφία και δύναμις, ζωή και φως (βλ. Α’ Κορ. 1,18-30· Κολ. 2,14· 3,18-19).
Αλλ’ εάν δι’ έκαστον άνθρωπον η τόλμη να είναι χριστιανός είναι πράξις υπερβαίνουσα το μέτρον του ανθρώπου, τί να είπω περί εμαυτού; Από των παιδικών μου χρόνων είχον συνείδησιν της μηδαμινότητος μου· εγώ, και ενώπιον των ανθρώπων, είμαι άτολμος. Και όμως: Επεσκέφθη εμέ μικρόν Φως, και εγώ επίστευσα εις τον Χριστόν-Θεόν. Ύστερον ηκολούθησεν αφθονωτέρα έκχυσις Φωτός συνδεομένη προς την εις Αυτόν πίστιν μου, και αύτη εβαθύνθη δια της νέας γνώσεως.
Όσον και εάν είμαι όντως “μηδέν”, εν τούτοις το Άκτιστον Φως εφανερούτο εις εμέ ακριβώς δια την εις Χριστόν πίστιν. Ο νους μου υπερέβη το τείχος του λογικού – του όντος εν απορία –, την αδυναμίαν να εννοήση ότι η Υπόστασις κατέχει γνώσιν περιβάλλουσαν τα πάντα τοσούτον, ώστε ουδέν να αποκρύπτηται απ’ Αυτού εν όλω τω κοσμικώ είναι: «Έν εξ αυτών (των στρουθίων) ου πεσείται επί την γην άνευ (του θελήματος) του Πατρός ημών. Ημείς δε και αι τρίχες της κεφαλής πάσαι ηριθμημέναι εισί … ουδέν γαρ εστι κεκαλυμμένον ό ουκ αποκαλυφθήσεται, και κρυπτόν ό ου γνωσθήσεται» (πρβλ. Ματθ. 10,29-30 και 26). «Και ουκ έστι κτίσις αφανής ενώπιον Αυτού, πάντα δε γυμνά και τετραχηλισμένα τοις οφθαλμοίς Αυτού» (Εβρ. 4,13).
Αι μετά του Θεού σχέσεις μου φέρουν αποκλειστικώς προσωπικόν χαρακτήρα. Έξω των προσωπικών σχέσεων δεν νοείται αμαρτία· εκτός αυτών δεν υφίσταται αγάπη μεταξύ ανθρώπου και Θεού. Άνευ αυτών δεν υπάρχει και δεν δύναται να υπάρξη οντολογική γνώσις του Θεού. Χωρίς αυτών το παν καταβροχθίζεται υπό του θανάτου, βυθίζεται εις το όντως μη-όν.
Αυτό, περί του οποίου προτίθεμαι νυν να γράψω, συνέβη προ ημίσεος και πλέον αιώνος. Ήτο περίοδος εντάσεως. Πολλά, ακριβέστερον ειπείν τα πάντα, ήσαν δι’ εμέ ασαφή. Και η ζωή είναι τοσούτον βραχεία! Και ο Θεός τοσούτον απείρως μέγας και απομεμακρυσμένος! Τίς θα διδάξη εμέ να πορευθώ προς Αυτόν δια της ευθείας οδού και να μη απολέσω χρόνον περιπλανώμενος εις αλλοτρίας οδούς; Εζήτουν βεβαίως τοιούτον άνθρωπον ή τοιούτους ανθρώπους, οίτινες θα ηδύναντο να βοηθήσουν εμέ, να γίνουν οι καθοδηγηταί μου.
Το γεγονός όμως εκείνο, ότι κατήλθεν επ’ εμέ δύναμις τις άγνωστος έως τότε – προσευχή, ήτις ενηργείτο εν εμοί ημέρας και νυκτός – κατέστησε την προσευχήν ταύτην κατά τρόπον φυσικόν στήριγμα μου εν παντί καιρώ. Υπήρξαν στιγμαί, κατά τας οποίας, καθώς πιστεύω, ελάμβανον συνέτισιν παρά Θεού. Θα αναφέρω παραδείγματα τινα, τα οποία έθεσαν την σφραγίδα αυτών επ’ εμέ και απέβησαν οι θεμέλιοι λίθοι της ζωής μου.
Μη διαβλέπων την δικαιοσύνην του Θεού εις τα πεπρωμένα της ανθρωπότητος και ενός εκάστου των ανθρώπων εν γένει, κατεπονούμην εν τω σκότει, όπερ εκυρίευσεν εμού. Εγενόμην όμοιος προς μικρόν νήπιον, εν παντί αβοήθητον.
Αισθανόμενος την ανάγκην να εννοήσω τι, εγενόμην ανυπόμονος εκ του ψυχικού πόνου και ανέμενον βοήθειαν παρά του Θεού. Και ο Κύριος συγκατέβη προς την αμάθειάν μου. Δεν εξουθένωσε την παρρησίαν μου, αλλ’ ως μήτηρ συνέπασχε μετ’ εμού και έσπευδεν εις απάντησιν μου. Και τούτο ουχί άπαξ, αλλά πάλιν και πολλάκις. Δι’ ομοίου τρόπου απηυθύνετο ούτος προς τον πολυπαθή Ιώβ, όστις θυελλωδώς εξέφραζε τας διαμαρτυρίας αυτού.
Ιδού μία εκ των περιπτώσεων μου: Τούτο συνέβη εν Γαλλία, περί το έτος 1925, προ της εις Άθω αναχωρήσεως μου. Επί μακρόν προσηυχόμην μετά κλαυθμού εις τον Θεόν: «Ευρέ μέσον να σώσης τον κόσμον· πάντας ημάς, τους διεφθαρμένους και αξέστους». Ιδιαιτέρως ζέουσα ήτο η προσευχή δια τους «μικρούς τούτους», δια τους πτωχούς και εξουθενημένους.
Προς το τέλος της νυκτός, ότε ήδη εξηντλούντο αι δυνάμεις μου, επί τινα χρόνον εταράσσετο η προσευχή μου εκ της επερχομένης εις εμέ σκέψεως: «Εάν εγώ ούτω, δι’ όλης της δυνάμεως της καρδίας μου, συμπάσχω μετά της ανθρωπότητος, πώς να θεωρήσω δυνατόν ότι ο Θεός βλέπει αδιαφόρως την κάκωσιν πολλών εκατομμυρίων υπ’ Αυτού κτισθέντων ανθρώπων; Δια τι Ούτος επιτρέπει τας αμέτρους βιαιότητας εν τω κόσμω;». Ούτως εστρεφόμην προς Αυτόν μετά της παράφρονος ερωτήσεως: «Πού είσαι Συ;» … Εις απάντησιν ήκουσα εν τη καρδία μου τους λόγους: «Μήπως συ εσταυρώθης δι’ αυτούς;» …
[irp posts=”368004″ name=”Οι δαίμονες είναι δημιουργοί των παθών!”]
Οι πράοι ούτοι λόγοι ηχηθέντες δια του Πνεύματος εν τη καρδία μου συνεκλόνισαν εμέ: Ο Σταυρωθείς απήντησεν εις εμέ ως Θεός.
Βραχεία η απάντησις, αλλ’ ο λόγος του Θεού φέρει εις την ψυχήν νέαν ιδαιτέραν αίσθησιν του είναι. Η καρδία λαμβάνει πείραν πληρώματος φωτοφόρου ζωής. Ο νους αίφνης συλλαμβάνει κεκρυμμένα έως τότε νοήματα. Η εγγύτης του Θεού εμπνέει ημάς. Η επαφή της δημιουργικής Αυτού δυνάμεως ζωοποιεί ημάς. Η αποκτηθείσα δια της οδού ταύτης γνώσις είναι ποιοτικώς διάφορος της αποκτωμένης δια της φιλοσοφικής διανοήσεως: Μετά της κατανοήσεως των πραγματικοτήτων του πνευματικού κόσμου μεταδίδεται εις όλην την ύπαρξιν του ανθρώπου άλλη μορφή ζωής, ομοία ίσως προς εκείνην του πρωτοπλάστου. Η οντολογική αύτη γνώσις του Θεού ενούται μετά του ρεύματος της ευχομένης προς Αυτόν αγάπης.
Η απάντησις του Θεού είναι βραχύλογος, αλλ’ εν αυτή περιέχεται ανερμηνεύτως βαθεία και ευρεία αποκάλυψις. Ιδού, αναζητώ εικόνα τινά, προσιτήν εις την λογικήν αντίληψιν ημών, ώστε δι’ αυτής να φανερώσω κατά τινα τρόπον την τάξιν των πραγμάτων, να περιγράψω αυτό τούτο το γεγονός … Εν τη καταστάσει της πτώσεως ημών είμεθα αποκεκομμένοι από του Θεού υπό αοράτου δια γυμνού οφθαλμού παραπετάσματος, αδιοράτου και εν ταυτώ αδιαπεράστου δι’ ημάς. Κατά τρόπον δε απρόβλεπτον, νεύματι Θεού, διαγράφεται επί του παραπετάσματος τούτου μικρά τις σχισμή.
Προσηλούντες τον οφθαλμόν επ’ αυτής βλέπομεν ουχί μόνον εκείνο, όπερ απετέλει το αίτημα της προσευχής ημών αλλά και τους εν τη αυτή προοπτική κειμένους ευρείς ορίζοντας. Εάν ο οφθαλμός ημών είναι «απλούς» (βλ. Ματθ. 6,22), και ημείς δεν αποσπάσωμεν αυτόν από της δοθείσης εις ημάς θεωρίας, ούτος θα αντιληφθή, τρόπον τινά θα αισθανθή, την απειρότητα της φωτοφόρου βασιλείας. Και τότε θα λάβη την οφειλομένην λύσιν, ουχί μόνον το πρόβλημα ημών, αλλά και ολόκληρος σειρά άλλων προβλημάτων, συνδεδεμένων μετ’ αυτού. Εν τη θεία αιωνιότητι όλαι αι «παράλληλοι» συμπλέκονται εις κόμβον, ως και πάσαι αι αποκλίνουσαι ακτίνες.
Τότε εδόθη εις εμέ κατάστασις (συγχωρήσατε με, τον άφρονα, και άνευ οργής δέξασθε με ως είμαι), εκ της οποίας επήγαζον τοιαύται σκέψεις: Εάν ο Θεός είναι τοιούτος, ως εφανέρωσεν Αυτόν ο εσταυρωμένος Χριστός, τότε πάντες ημείς και μόνον ημείς είμεθα υπεύθυνοι δια πάντα τα κακά, τα πληρούντα άπασαν την ιστορίαν της ανθρωπότητος.
Ο Θεός εφανερώθη ταπεινώς εν τη σαρκί ημών. Η ταπείνωσις είναι ίδιον της αγάπης Αυτού. Η Θεία ταπείνωσις δύναται να χαρακτηρισθή ως ετοιμότης, ως άνοιγμα δια την αποδοχήν πάντων, και πασών των πληγών των προερχομένων εκ χειρών ανθρώπων, υπ’ Αυτού κτισθέντων. Και, βεβαίως, η ταπείνωσις αύτη είναι «απερίγραπτος».
Ημείς δε ουχί απλώς απερρίψαμεν, αλλά και εφονεύσαμεν Αυτόν δι’ επονειδίστου εις τους οφθαλμούς ημών θανάτου. Και είδον εν πνεύματι ότι η αιτία των αλύτων βασάνων των ανθρώπων δεν ήτο η απουσία ευσπλαχνίας προς ημάς εκ μέρους του Θεού, αλλά αποκλειστικώς και μόνον η κατάχρησις υπό του ανθρώπου του δώρου της ελευθερίας, όπερ δεν ήρθη αφ’ ημών εισέτι και εν τη πτώσει ημών.
Εν τη διαμάχη μου μετ’ Αυτού, Ούτος ενίκησε. Κατ’ αρχάς εκάλυψεν εμέ πικρόν αίσθημα αισχύνης δια την άφρονα και υπερήφανον σκέψιν ότι δήθεν ήμην πλείον ελεήμων ή Εκείνος. Εκ της εντροπής ήλθεν η αυτομεμψία της μετανοίας. Έπειτα τα πάντα υπερεκάλυψεν η χαρά: Ο Κύριος ουχί μόνον δεν κατέκρινεν εμέ δια το θράσος μου, αλλά και εξέχεεν εισέτι επί την πλήρη ανοησίας κεφαλήν μου άφθονον ευλογίαν. Βραδύτερον κατενόησα ότι και αυτή αύτη η προσευχή ευσπλαχνίας ήτο η ενέργεια Αυτού εν εμοί.
Γέροντα Σωφρονίου του έσσεξ
“Περί Προσευχής” Αρχιμανδρίτου ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ (Σαχάρωφ)
Μετάφρασις εκ του Ρωσικού Ιερομονάχου Ζαχαρίου
Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου. Έσσεξ Αγγλίας 1993