Ο μικρός Γρηγόρης τακτοποιούσε τις εικόνες στο άλμπουμ του. Έκανε συλλογή από φωτογραφίες ποδοσφαιριστών. Αγαπημένο αγορίστικο θέμα. Κολλούσε, ξεκολλούσε, τακτοποιούσε κι ύστερα καμάρωνε τις σελίδες που γέμιζαν. Στα χέρια του έπεσε μια φωτογραφία αγαπημένου ποδοσφαιριστή που όμως ήταν λίγο τσακισμένη.
Προσπάθησε να την ισιώσει με τα δαχτυλάκια του, αλλά την έσκισε. Νευρίασε, θύμωσε κι άρχισε να την τσαλακώνει. Στο τέλος την πέταξε κάτω κι άρχισε να την ποδοπατάει για να ξεθυμάνει. Κι ύστερα έβαλε τα κλάματα. Κατάφερε μετά από καιρό να γεμίσει όλο το άλμπουμ, εκτός από τη θέση εκείνης της φωτογραφίας. Δεν την ξανάτυχε ποτέ του. Αγωνίστηκε να τη βρει. Ρώτησε όλους τους φίλους και συμμαθητές του. Δεν μπόρεσε.
Ο Γρηγόρης έγινε νεαρό παλικάρι. Σπουδάζει. Είναι όμορφο παιδί, αλλά και συνετό, μετρημένο. Ζυγίζει τις καταστάσεις και φιλοσοφεί. Σήμερα σκαλίζει το γραφείο του. Σ’ ένα συρτάρι έχει τις παιδικές του αναμνήσεις. Ενθύμια από το σχολείο, από κατασκηνώσεις, από εκδρομές, από φίλους, φωτογραφίες. Έχει κρατήσει και τα άλμπουμ των παιδικών συλλογών. Τα ξεφυλλίζει και θυμάται λεπτομέρειες. Φτάνει στην κενή θέση εκείνης της σχισμένης φωτογραφίας κι αναθυμάται όλο το σκηνικό. Ήταν λίγο τσακισμένη κι ο ίδιος την κουρέλιασε κι έμεινε η θέση της κενή. Εκείνη η λίγο τσακισμένη φωτογραφία ήταν τελικά αναντικατάστατη. Έκλεισε το άλμπουμ κι απόμεινε να σκέφτεται.
Το ίδιο βράδυ βγήκε με τη φίλη του, την Έφη. Ήταν μια πολύ συμπαθητική κοπέλα με πολλά χαρίσματα. Είχε κάτι ωστόσο που τον ενοχλούσε. Ήταν πολύ αυθόρμητη. Δεν ζύγιζε τα πράγματα όπως αυτός. Προσπαθούσε να τη διορθώσει εδώ και καιρό. Την αγαπούσε. Δεν ήθελε να την χάσει. Αλλά πάντα σκάλωνε σ’ αυτό το “ελάττωμά” της. Κι εκείνη αδιόρθωτη, πάντα αυθόρμητη, μια ζωντάνια ατιθάσευτη, κάτι σαν χείμαρρος . Τελευταία αυτή η πλευρά της φίλης του του είχε γίνει εμμονική ιδέα. Κάθε φορά που συναντιόντουσαν ο Γρηγόρης ήταν σφιγμένος και πάντα εντόπιζε και υπογράμμιζε μέσα του αυτόν τον αυθρμητισμό της. Είχε αφήσει όλα της τα καλά κι ασχολιόταν μ’ αυτό που τον ενοχλούσε.
[irp posts=”406935″ name=”«Οι πειρασμοί των φίλων του Θεού, που είναι οι ταπεινόφρονες»”]
Απόψε ωστόσο έχει στο νου του την εμπειρία του άλμπουμ που τον έχει συνεπάρει. Κι όπως πίνουν τον καφέ τους κάνει έναν συσχετισμό, έναν παραλληλισμό που τον διαλύει. “Συμπεριφέρεται με τη φίλη του, όπως τότε με εκείνη τη φωτογραφία”. Είναι λίγο “τσακισμένη”, ή μάλλον αυτού του φαίνεται λίγο τσακισμένη κι αυτός προσπαθεί να την ισώσει, να τη διορθώσει. Αναλογίζεται την κατάντια της φωτογραφίας και το αναντικατάστατο κενό. Κινδυνεύει να στραπατσάρει μια υπέροχη κοπέλα ή να την παρατήσει ως άχρηστη, ως ανάξια της αγάπης του. Κι ύστερα να θρηνεί για ένα κενό, το οποίο ο ίδιος θα έχει δημιουργήσει. Την αγκαλιάζει τρυφερά και της ζητά συγνώμη. Κι εκείνη γελά και παίζει μαζί του, ξένοιαστη, αγνοώντας τις σκέψεις και τους συνειρμούς του…
Η παραπάνω ιστορία, λίγο αληθινή, λίγο φτιαχτή, εξηγεί πολλές δυσκολίες στις ανθρώπινες σχέσεις. Στην προσπάθειά μας να διορθώσουμε στους άλλους – παιδιά, συζύγους, φίλους – κάτι που μας ενοχλεί, αλλοιώνουμε την μοναδική ομορφιά που έχει ο κάθε άνθρωπος με τα καλά του και με τα στραβά του. Αυτός ο άλλος πιεζόμενος θα ενεργεί πιθανόν ακόμα πιο αλλοπρόσαλλα και εκνευριστικά και θα μας κάνει να θυμώνουμε και να τα βάζουμε μαζί του ακόμα πιο έντονα , με ακόμη μεγαλύτερο θυμό. Και θα του φορτώνουμε ευθύνη για το δικό μας θυμό, για τη δική μας απογοήτευση. Για όλα φταίει ο άλλος, ο στραβός ο άλλος.
Κι όμως δεν θα ήταν πιο απλό και ενώπιον Θεού ευχαριστιακό και ταπεινό, να πούμε “Έτσι είναι ο αδελφός μου, έτσι θα τον αγαπήσω, έτσι θα τον δεχτώ. Έτσι αυτός με συμπληρώνει, με ολοκληρώνει. Ακριβώς επειδή είναι διαφορετικός, ακριβώς επειδή είναι λίγο “τσακισμένος”;