«Ήρθε απόγευμα εδώ στο κελλί μου. Η αδελφή Γερασίμη είχε διακόνημα κάτω στον ναό. Ήταν μια δύσκολη περίοδος. Διωγμός , συκοφαντίες, ύβρεις. Έκλαιγα και παρακαλούσα συνεχώς τον άγιό μου να μας στηρίξει και να τους δώσει μετάνοια. Το ίδιο κάνω και σήμερα γι’ αυτούς που ακολουθούν την ίδια τακτική.
Ήρθε ως καλόγερος. Πρώτα μπήκε μέσα στον ναό. Η Γερασίμη μόλις είχε καθίσει στην καρέκλα της και αποκοιμήθηκε κρατώντας το κομποσχοινάκι της.
Την ξύπνησε λέγοντάς την: «Κοιμάσαι, αδελφή Γερασίμη;». Αυτή τρόμαξε στη θέα του άγνωστου μοναχού και άρχισε να δικαιολογείται: «Να, γέροντα, το κομποσχοινάκι μου κάνω». Προχώρησε, πήγε κατευθείαν στο τέμπλο και άρχισε με πολλή ευλάβεια να προσκυνά μία-μία τις εικόνες. Την δική του όμως την προσπέρασε, δεν την προσκύνησε. Πετάγεται η Γερασίμη και του λέει:
«Γέροντα, είναι και ο άγιος Νεκτάριος, προσκυνήστε τον, είναι πολύ θαυματουργός». Της απάντησε με πολύ ήρεμη φωνή: «Το ξέρω, το ξέρω αδελφή Γερασίμη. Ήρθα να δω τη Γερόντισσα σου, και θέλω και σένα να σου πω κάποια λόγια. Γιατί δεν της κάνεις υπακοή και την στεναχωρείς; Να μην την λυπείς! Σε παρακαλώ πάρα πολύ, αδελφή. Καθημερινά συνεχώς της λες ότι θα πεθάνεις και ότι θα μείνει μόνη της. Γερασίμη, ακόμα δεν θα πεθάνεις. Να ’σαι σίγουρη, ο άγιος σε θέλει εδώ. Να προσέχεις ν’ ανεβαίνεις νωρίς πάνω στο κελλί σου. Την εκκλησία να την κλειδώνεις όσο ακόμη έχει ήλιο. Ο αντίχριστος με τα όργανά του προχωρεί, μην τυχόν έρθει και σε βρει νύχτα εδώ μέσα μόνη σου».
Μετά απ’ αυτά η Γερασίμη τον ανέβασε ως εδώ στην εξώπορτα των κελλιών. Χτύπησε ο ίδιος την πόρτα και αργά-αργά πήγα και τράβηξα τον σύρτη για να μπει. Όταν τον αντίκρισα, θαύμασα. Έλαμπε όχι μόνο το πρόσωπό του, αλλά και τα ράσα του. Είπα με τον νου μου ότι δεν πρέπει να ’ναι από δω, αλλά θα ’ναι κάποιος αγιορείτης. Έβαλα μετάνοια και του ασπάστηκα τη δεξιά του. Τι χέρι ήταν αυτό! Βελούδο, βελούδο, πολύ απαλό, βαμβάκι που ευωδίαζε! Δεν μπορώ να σας το περιγράψω. Ε, μετά προχωρήσαμε προς το κελλάκι μου. Στάθηκα για να περάσει πρώτος. «Όχι» μου ‘πε, «εσύ θα περάσεις πρώτη». Μόλις πάτησε το πόδι του στον παραστάτη της πόρτας η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας άρχισε να ευωδιάζει πάρα πολύ. Κύματα, κύματα! Μπούκωσε η αναπνοή μου. Στάθηκε κάτω απ’ την πόρτα και άρχισε να λέει με φωνή ήρεμη, απαλή και μελωδική:
«Μπράβο, μπράβο γερόντισσα, το κελλί σου ευωδιάζει!». Σαν να τον ακούω τώρα μες στ’ αυτιά μου. Του απαντώ: «Γέροντα, σε υποδέχθηκε η Παναγία μας η Μυρτιδιώτισσα.
Το κάνει όπου θέλει και όποτε θέλει. Δεν το κάνει σε όλους. Όμως, Γέροντα, σήμερα μοσχοβολά και όλο το βουνό πρώτη φορά έτσι». Λοιπόν, έκατσε σ’ αυτή την πλαστική καρέκλα κι άρχισε να μου λέει τα εξής: «Εγώ γερόντισσα έρχομαι από πολύ μακριά».
Αυτά τα λόγια τα τόνισε πάρα πολύ έντονα. Απόρησα. Λέω, μάλλον εννοεί από το Άγιον Όρος. Και συνέχισε: «Όποιος με καλέσει, πηγαίνω. Ήρθα να μου πεις τα προβλήματά σου». Τότε φοβήθηκα. Νόμισα προς στιγμήν ότι ήταν κάποιος βαλτός απ’ αυτούς που ήθελαν να με διώξουν και δεν ανοιγόμουν να μιλήσω. Του λέω:
«Γέροντα, είμαστε δυο μοναχές και ο κόσμος μάς αγαπά, μάς φέρνει ευλογίες, δόξα τω Θεώ είμαστε καλά».
«Μα εγώ, Γερόντισσα, έρχομαι από πολύ μακριά και όποιος με καλέσει πηγαίνω. Ήρθα να μου πεις τα προβλήματά σου. Περιμένω». Δίσταζα. Απ’ την άλλη μεριά η ευωδία συνεχώς αυξανόταν. Άρχισαν να «χτυπούν» οι εικόνες. Το πρόσωπό του έλαμπε πιο πολύ. Τρεις φορές με ρώτησε κκαι τρεις φορές τον αρνήθηκα λέγοντάς του ότι είμαστε καλά. Τότε μου λέει αποφασισμένος:
«Να πείτε στους Αρχιπολινούς να μετανοήσουν γιατί ο Θεός είναι πολύ θυμωμένος μαζί τους και θα στείλει νεφέλη η οποία θα τους κατακάψει. Μέσα στους δρόμους θα καίγονται όπως η λαμπάδα». Φοβήθηκα και του λέω: «Γέροντα, ας τους δώσει ο Θεός τον φόβο Του για να μετανοήσουν και να μην τους κάψει».
«Εσείς οι δυο να τους το πείτε».
«Θα το πούμε, να ‘ναι ευλογημένο!»
Συνέχισε να μου αποκαλύπτει πάρα πολλά που τα γνώριζα μόνον εγώ για πρόσωπα και καταστάσεις, και πράγματα που θα συνέβαιναν στο μέλλον. Γι’ αυτούς που με κυνηγούσαν μου ‘πε φοβερά πράγματα. Για τον Δεσπότη μού ‘πε τα εξής: «Γερόντισσα, ο Σπυρίδων ο δεσπότης σας θα πεθάνει σε έξι μήνες από σήμερα». Πράγματι. Ακριβώς μόλις συμπληρώθηκε ο έκτος μήνας συγχωρέθηκε ο δέσποτας. Ήταν πολύ καλός άνθρωπος ο Σπυρίδων. Αυτός μ’ έκανε μοναχή. Μας αγαπούσε πάρα πολύ. Όταν ερχόταν μας έλεγε:
[irp posts=”311480″ name=”Ο Αγιος Νεκτάριος και η ποδοσφαρική ομάδα της Σεβίλλης – Η κατάρα” και η “ευλογία””]
«Προσπαθήστε, αδελφούλες, να γίνετε 4-5 για να το ανακηρύξω μοναστήρι και να τους διώξω όλους αυτούς από δω μέσα. Θα σας φέρω και ιερέα».
Ύστερα τον έβαλαν στα λόγια και έγινε ένα μ’ αυτούς. Σε τίποτε δεν με πείραξε, αλλά άλλαξε η συμπεριφορά του απότομα απέναντί μου και οι άλλοι πήραν περισσότερο θάρρος και γινόταν ο χαμός! Τέλος πάντων. Μπορεί να με πλήγωσαν αλλά τους θεωρώ “ευεργέτες μου”.
Ας επιστρέψουμε στον Άγιο. Μου ‘πε και για τον … ότι θα κρατήσει αρχιερατική ράβδο.
Όπως και έγινε. Αυτά που ‘πε στην Γερασίμη ότι να κλειδώνουμε νωρίς τις πόρτες τα ‘πε και σε μένα. Με τόνισε ότι δεν πρέπει να φοβάμαι απ’ αυτά που θα συμβούν στο μέλλον. Πράγματι τα λόγια του αυτά τα κατάλαβα αργότερα.
Αφού μιλήσαμε πάνω από 2 ώρες σηκώθηκε επάνω. Βέβαια να σας πω ότι οι ευωδίες όλο αυτό το διάστημα έβγαιναν κύματα από τηνΠαναγία μας.
Λοιπόν, σηκώνομαι και εγώ επάνω και έσκυψα να τον βάλω μετάνοια. Καθώς έσκυψα με σταύρωσε στο κεφάλι. Ένοιωσα το χέρι του και αισθάνθηκα ένα παράξενο πνευματικό γέμισμα σ’ όλο μου το σώμα. Νόμιζα ότι πετούσα.
Χωρίς να καταλάβω, τον βλέπω ν’ απομακρύνεται από κοντά μου κατά θαυμαστό τρόπο. Προσπάθησα να πάω πιο γρήγορα. Έκλεισε την εξώπορτα, και ο σύρτης ενώ είναι από μέσα ήταν ασφαλισμένος! Τότε συνήλθα και κατάλαβα! Άρχισα να κλαίω από χαρά και να μονολογώ: «Τι είχα και τι έχασα, ο Άγιός μου μ’ επισκέφθηκε …, γι’ αυτό οι ευωδίες απ’ την Παναγία …»
Το ίδιο βράδυ μετά τα μεσάνυχτα εδώ που καθόμουν στο σκαλί και έλεγα την ευχή με το κομποσχοινάκι μου ήρθε μπροστά μου ντυμένος μ’ όλη την αρχιερατική του στολή και την ράβδο στο χέρι. Φως, πολύ φως! Όχι τέτοιο ηλεκτρικό. Άλλο πράγμα! Μ’ έσφιξε μέσα στην αγκαλιά του και μου λέει:
«Παιδί μου, παιδί μου Νεκταρία εγώ ήμουν που ήρθα το πρωί».
«Μα δεν σε γνώρισα!»
«Δεν έπρεπε να με γνωρίσεις!»
Αμέσως τον έχασα από μπροστά μου. Έμεινα μόνη μέσα στο σκοτάδι, με το καντηλάκι δίπλα μου να τρεμοσβήνει. Η ευωδία που σκόρπισε κράτησε έως την άλλη ημέρα αργά. Αφού το πρωί ήρθε ο … και με ρώτησε τι θυμίαμα είναι αυτό; Ποιος ήρθε τόσο νωρίς και σε θυμίασε;
(Σημείωση: Το θυμίαμα βρισκόταν έξω από το κελλί της γερόντισσας πάνω σ’ ένα τραπεζάκι. Θύμιαζε όποιος πήγαινε. Η ίδια δεν μπορούσε).
Ξέχασα να σου πω πως από τη χαρά μου όλη τη νύχτα δόξαζα τον Θεό για το δώρο που μου ‘κανε. Γύρω στις 04:00 είχα σηκωθεί στα πόδια μου να προσκυνήσω τον Χριστό μου.
Λέω από μέσα μου να φωνάξω την Γερασίμη να ‘ρθει για την ακολουθία. Να ‘τος πάλι μπροστά μου με τα ίδια τα άμφια. Όλα κλειστά.
Πόρτες, παράθυρα. Μ’ αγκαλιάζει, λέει τα ίδια και εξαφανίζεται. Τι ολόχρυσα άμφια ήταν αυτά! Όλο το κελλί λαμποκοπούσε!
Συνεννοηθήκαμε με την Γερασίμη να κάνουμε εντατική προσευχή στην Παναγία μας να μην κατακάψει τους Αρχιπολινούς αλλά να τους δώσει μετάνοια. Αρχίσαμε να το λέμε και μας κορόιδευαν ότι βλέπουμε φαντάσματα. Ρασοφόροι έλεγαν ότι η Νεκταρία είναι πλανεμένη. Μήπως και τώρα δεν τα λένε; (γέλια)
Ξαφνικά άρχισαν οι σεισμοί μόνο στην Αρχίπολη. Έναν χρόνο έτρεμε το χωριό. Όλοι είχαν φοβηθεί. Τριγυρνούσαν στους δρόμους και λέγανε ότι καλά μάς τα ‘παν οι μοναχές του αγίου Νεκταρίου. Ερχόντουσαν εδώ και παρακαλούσαν. Ουρά ο κόσμος!
Εμείς τους λέγαμε να διαβάσουν τους Χαιρετισμούς της Θεοτόκου και την Παράκλησή Της, για να μεσιτεύσει στον Υιό της να πάρει τον θυμό Του. Έτσι και έγινε! Απορούσαν όλοι. Παράξενο φαινόμενο! Μόνο η Αρχίπολη να τρέμει από σεισμούς. Οι περισσότεροι άνθρωποι αρρώστησαν με το να κοιμούνται έξω. Ήταν προς την Άνοιξη. Είχε βροχές και πολλή υγρασία.
Μια μέρα εδώ που καθόμουν έκλαιγα συνεχώς γιατί με είχαν πολύ στενοχωρήσει. Ο Θεός να τους συγχωρέσει. Απογοητευμένη τού ‘κανα παράπονα και έλεγα: «Τι κάθομαι εδώ, αφού σου λέω …… ως πότε θα με στενοχωρούν θ’ αναγκαστώ να φύγω από δω». Έλεγα τα παράπονά μου όπως το μικρό παιδί στον πατέρα του. Ήρθε μπροστά μου ως μοναχός με σκουφί πλεκτό μάλλινο και το σταυρουδάκι του κρεμασμένο στον λαιμό. Μου ‘πε με πολλή αγάπη: «Πού θα πας; Πού θα φύγεις; Πού θα πας; Εσύ ‘σαι δω, εσύ ‘σαι δω!», και εξαφανίστηκε».