Γεροντικό: Περί ακτημοσύνης- Προσοχή όμως και στήν πλεονεξία !
1. Κάποιος αδελφός πού απαρνήθηκε τόν κόσμο, μοίρασε τά υπάρχοντά του στούς φτωχούς, κράτησε όμως λίγα γιά τόν εαυτό του καί πήγε στόν αββά Αντώνιο. Όταν τό μαθε αυτό ο Γέροντας τού λέει:
«Εάν θέλεις νά γίνεις μοναχός, πήγαινε στό τάδε χωριό, αγόρασε κρέας, τύλιξέ το στό σώμα σου γυμνό καί έλα κατόπιν εδώ».
Έκανε ο αδελφός όπως τού υπέδειξε, αλλά τά σκυλιά καί τά πουλιά τού ξέσχισαν τό σώμα του.
Όταν γύρισε στόν Γέροντα, τόν ρώτησε νά μάθει εάν έγιναν τά πράγματα όπως τόν συμβούλεψε.
Καί καθώς εκείνος τού έδειχνε τό καταξεσχισμένο σώμα του, τού λέει ο άγιος Αντώνιος:
«Εκείνοι πού απαρνούνται τόν κόσμο καί θέλουν νά έχουν χρήματα, έτσι κατακόπτονται από τούς δαίμονες πού τούς πολεμούν».
7. Πήγε κάποιος αδελφός στόν Αγάθωνα καί τού πε: «Άφησέ με νά μένω μαζί σου».
Καθώς όμως πήγαινε βρήκε στό δρόμο ένα κομμάτι νίτρο καί τό φερε αυτό.
Καί ο Γέροντας τόν ρώτησε: «Από πού βρήκες τό νίτρο;»
«Στό δρόμο -είπε ο αδελφός- τό βρήκα καθώς περπατούσα, καί τό πήρα».
Τού λέει τότε ο Γέροντας: «Εάν ήλθες νά κατοικήσεις μαζί μου, αυτό πού δέν τό έβαλες εσύ εκεί, πώς τό πήρες;»
Καί τόν έστειλε νά τό πάει στό μέρος απ όπου τό είχε πάρει.
18. Είπε επίσης:
«Είναι αδύνατο νά ζήσει κανείς σύμφωνα μέ τό θέλημα τού Θεού, εάν είναι φιλήδονος καί φιλοχρήματος».
22. Επισκέφθηκαν κάποτε μερικοί αδελφοί τόν αββά Μακάριο στή Σκήτη.
Μέσα στό κελί του δέν υπήρχε τίποτε εκτός από νερό χαλασμένο, καί τού είπαν:
«Αββά, έλα πάνω στό χωριό καί θά σέ φροντίζουμε».
Κι ο Γέροντας τούς λέει: «Αδελφοί, γνωρίζετε τό ψωμάδικο τού τάδε στήν πόλη;»
«Ναί», τού είπαν.
«Τό ξέρω κι εγώ» τούς αποκρίθηκε.
«Ξέρετε καί τό χωράφι τού δείνα απ όπου περνάει ο ποταμός;»
Τού είπαν: «Ναί».
Καί κατέληξε ο Γέροντας: «Κι εγώ τό ξέρω. Όταν λοιπόν θέλω κάτι, δέν σάς έχω ανάγκη. Παίρνω τά πόδια μου καί πηγαίνω».
30. Είπε ο αββάς Υπερέχιος:
«Η θεληματική ακτημοσύνη είναι θησαυρός γιά τόν μοναχό. Θησαύρισε, αδελφέ μου, γιά τόν Ουρανό, γιατί ατέλειωτοι είναι οι αιώνες τής αναπαύσεως».