ΑΓΙΟΡΕΙΤΕΣ ΜΟΝΑΧΟΙ – Έζησε σαν πουλάκι με τέλεια ξενιτειά. «Σ’ αυτόν τον κόσμο», έλεγε, «δεν έχω κανένα, ούτε φίλο ούτε συγγενή ούτε γνωστό». Κατά μόνας ήταν έως ου παρήλθε από τον φθαρτό και μάταιο τούτο κόσμο.
Ήταν πράος, ειρηνικός, χαρούμενος και ευδιάθετος πάντοτε. Καίτοι έζησε όλη του την ζωή στην μοναξιά, ήταν ισορροπημένος. Τελείως αγράμματος. Ολιγαρκής και λιτοδίαιτος.
Απέφευγε την κατάκριση και δεν ασχολείτο με τούς άλλους. Το κυριότερο, είχε πολλή αυτομεμψία, μεγάλη ταπείνωση και πολλή απλότητα. Οι κρίσεις του ήταν εύστοχες. Σε πολλούς φανέρωνε τούς λογισμούς των.
Σε κάποιον δόκιμο του είπε: «Θα περάσει ο χειμώνας και θα φύγεις». Σε άλλον, χωρίς να του πει τίποτε, του είπε τι τον απασχολούσε και τον συμβούλευσε καταλλήλως.
Παρουσιαζόταν σαν γαστρίμαργος.
Έλεγε για τον εαυτό του: «Εγώ δεν κάνω για τίποτε-μόνο για φαγητό είμαι πρώτος. Είμαι βόδαρος, ντιπ χαζός, αγράμματος».
Έτρωγε χόρτα αλάδωτα, και όταν τον ρωτούσαν τι έφαγε, έλεγε μπριζόλα. Πήγε σε κάποιο Κελλί και είπε: «Δεν βλέπω κήπους. Βάλτε να έχετε από όλα, να τρώτε. Φαγητό-ζωή, νηστεία-θάνατος», είπε χαμογελώντας και κρύβοντας την δική του άσκηση.
Όταν κάποτε ζούσε σε μία σπηλιά κοντά στον Άγιο Παύλο, του παρουσιάσθηκε τη νύχτα ο διάβολος εξαγριωμένος και του είπε. «Αν δεν είχε σταυρωθεί ο Χριστός και αν δεν φορούσες τον σταυρό, να δεις τι θα σου έκανα».Είπε ο γερω-Τιμόθεος: «Τον λαιμό σου να τον κάνης λεπτό από τη νηστεία, ώσπου να περνά από σακοράφα, αν δεν έχεις αγάπη, όλα χαμένα είναι».
«Ο Θεός τα έσχατα μακαρίζει».
Εκοιμήθη στις 13 Νοεμβρίου 1989. Είχε τέλος καλό και ειρηνικό. Το πρωί κοινώνησε. Έλεγε συχνά, «Παναγία μου, Παναγία μου», και μετά απαντούσε ο ίδιος, «δεν ήρθε ακόμη ή ώρα». Ξάπλωσε για λίγο. Του είπε ο διακονητής του να του δώσει την ευχή του. Σηκώθηκε και του έδωσε το χέρι του, πράγμα πού δεν το συνήθιζε άλλοτε.
Μετά αποκοιμήθηκε για ένα δεκάλεπτο και στο τέλος έκανε μία βαθειά εκπνοή και ετελειώθη. Εκοιμήθη σε ηλικία 90 ετών περίπου. Στο τέλος έμεινε μόνο σάρκα και οστά.
Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση