Περάσαμε το ήμισυ της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, το στάδιο δηλαδή αυτό της αγωνιστικότητος, και τώρα βαδίζομε προς το τέρμα, οπόταν και θα συναντήσωμε την πραγματική προσκύνηση των Αγίων εορτών, πού τόση σημασία έχουν για μάς.
Θα ήθελα να σας υπενθυμίσω τον ώραίον εκείνον στίχο από τους οίκους της Δεσποίνης μας Θεοτόκου, πού λέει το έξης: «Χαίρε, ύψος δυσανάβατον ανθρωπίνοις λογισμοίς, χαίρε, βάθος δυσθεώρητον και Αγγέλων όφθαλμοίς».
Αν θυμάστε, το θέμα της αναγνώσεως της τράπεζας το μεσημέρι, ήτο περί ταπεινοφροσύνης. Άκριβώς αυτό πού μας απασχολεί. Διότι αν και η ταπεινοφροσύνη είναι γενικό καθήκον κάθε χριστιανού, ειδικά για τον μοναχό είναι στόχος και σκοπός. Γι’ αυτό και το σχήμα, η αμφίεση, η κατοίκιση, η διατροφή, η συμπεριφορά και γενικά όλη του η θέση είς τούτο αποσκοπεί, στο ταπεινό φρόνημα. Όπως άλλοτε ερμηνεύσαμε με λεπτομέρεια, το ταπεινό φρόνημα δεν είναι τίποτε τυχαίο, όπως παραδείγματος χάριν εξασκεί κάποιος μια αρετή για να αναχαιτήση η ανατρέψη την αντίστοιχη κακία. Το θέμα της ταπεινώσεως δεν μπορούμε να το περιγράψωμεν, έφ’ όσον δεν μπόρεσαν νά το περιγράψουν κορυφαίοι Πατέρες. Άλλά άμυδρώς αναφέρομε ελάχιστα ψήγματα, πού να μπορέσουν αυτά τα λίγα να μας βοηθήσουν στον στόχο αυτό. Ο μοναχός πού θα χάση το νόημα της ταπεινοφροσύνης, αμφιβάλλω αν θα επιτύχη τον σκοπό του.
Τώρα όμως εκείνο το ελάχιστο θα όναφέρωμε, ξεκινώντας από την προσωπικότητα του Δεσπότου μας Χριστού, ο όποιος «κλίνας ουρανούς κατέβη, έκένωσεν εαυτόν και φόρεσε την ήμετέραν φύσιν», όντας «ο λόγος του Θεού», στον όποιον «εδόθη πάσα εξουσία έν ούρανω και επί γής». Παρ’ όλα όμως αυτά, αρκέστηκε να ονομάζεται «ταπεινός τη καρδία»· οπόταν το «ταπεινός τη καρδία» στην θεοπρεπή μεγαλοσύνη δεν είναι ένα διακοσμητικό επίθετο, αλλά μία οντολογική πραγματικότης, κάτι το όποιο σαφώς δείχνει το τί σημαίνει Θεός και άνθρωπος μαζί. Άρα η ταπείνωση είναι τρόπον τινά η βάση της πραγματικότητος. Διότι μόνο στην ταπείνωση υπάρχει η αληθινή προσωπικότης, η σταθερότης, η βεβαιότης, η ακινησία, η αλήθεια. Εκεί πού δεν υπάρχει η ταπείνωση, υπάρχει η φοβία και το άβέβαιον. Αυτό πού χαρακτηρίζει κυρίως τον διάβολον, είναι το άταπείνωτο καί, έξ αιτίας αύτού, είναι συνεχώς ταραγμένος, ασταθής και αβέβαιος, συνεχώς δε αμφιβάλλει. Τίποτε δεν κατέχει και για τίποτε δεν μπορεί να όμεριμνήση, πάντοτε φοβάται.
Την ταπείνωση είναι αδύνατον να την περιγράψωμε, διότι τώρα έγινε στολή της θεότητος. Το κέντρο της αγάπης μας, ο Ιησούς μας, την έφόρεσε και μέσω αυτής μας εξεδήλωσε τον χαρακτήρα Του. Λέγοντας το «μάθετε απ’ έμού ότι πράος είμι και ταπεινός τη καρδία», είναι σαν να μας χάραξε την μορφή Του εξωτερικά, για να μπορέσωμε στα κτιστά και ταπεινά μας περιθώρια να τον αντιγράψωμε.
Τώρα λοιπόν τί άλλο έχομεν εμείς να κάνωμε; Αφού το κέντρο της αγάπης και της προσπάθειας μας, το κέντρο ολοκλήρου του ενδιαφέροντος μας είναι Αυτός τούτος ο «ταπεινός τη καρδία», άρα δεν είναι πλέον καθήκον σε μας τo θέμα της ταπεινοφροσύνης;
Στην ταπεινοφροσύνη δεν επειγόμεθα, όπως στις υπόλοιπες αρετές τις όποιες ασκούμε ανάλογα με την πίεση της αντίστοιχης κακίας, αλλά βαδίζομε προς αυτήν, θέτοντας την ως κύριο στόχο και σκοπό της ζωής μας. Γιατί μέσω αυτής θα ανακτήσωμε και ‘μείς μία προσωπικότητα πού ακριβώς να είναι Ίδια με το πρότυπο μας, το κέντρο του είναι και της αγάπης μας.
Αν λοιπόν ο Ιησούς μας έχει αυτόν τον χαρακτήρα και ‘μείς τον στερούμεθα, τότε θα κριθούμε με το φοβερό εκείνο απειλητικό ρήμα του Παύλου, «άρα νόθοι έστέ και ούχ υιοί». Όποιος λοιπόν θέλει να απόκτηση τον χαρακτήρα του Πατρός του, ελεύθερα δε να είσέλθη και να γίνη κληρονόμος με αυτόν πού επικαλείται ως Θεό και Πατέρα, πρέπει να έχη πάνω του χαραγμένη ακριβώς αύτού του είδους την μορφή- και όταν τον αντικρύσουν οι Άγγελοι στην ώρα του θανάτου και στην ώρα της κρίσεως και της παλιγγενεσίας, τότε, κρατώντας πάνω του αυτή την μορφή, θα είναι βέβαιος ότι θα είσέλθη ελεύθερα, γιατί έσφραγίσθη και απεδείχθη γνήσιος υιός του Πατρός του. Βλέπετε λοιπόν ότι η ταπεινοφροσύνη είναι καθήκον πλέον και δεν ανήκει στην ελευθέρα επιλογή; Άλλά μήπως δεν μας παρέδωσαν έτσι και οι Πατέρες μας με τόση λεπτομέρεια; Άλλωστε σε τί πράγμα ο μοναχός δεν πρέπει να είναι ταπεινός; Όλα του τα ιδιώματα αυτό μαρτυρούν. Η εξορία του στις έρημους, το απόκοσμο, το μελανό του ένδυμα, η λιτή του δίαιτα και γενικά η συμπεριφορά του, τα πάντα τον βοηθούν στο να σκέπτεται ταπεινά.
Περισσότερο όμως είναι το παράδειγμα των Πατέρων μας, το όποιο ακολουθούμε με όσες έχομε πτωχές δυνάμεις. Εδώ ακριβώς είναι και τούτο πού ο ύμνογράφος στη Δέσποινα μας αναφέρει, ότι είναι «ύφος δυσανάβατον ανθρωπίνοις λογισμοίς». Είναι αδύνατον οι ανθρώπινες σκέψεις να πλησιάσουν το ύψος της αγιοσύνης της, πού οφείλεται στο βάθος της ταπεινοφροσύνης της. Όταν της είπε ο Αρχάγγελος ότι θά είναι η κατ’ εξοχήν μητέρα τού Θεού, τότε αυτή, ανεξάρτητα από το άκουσμα του επαινετού αύτού λόγου, απεκάλεσε τον εαυτόν της «δούλη Κυρίου». Πού άλλου θα μπορούσε να κατασκήνωση ο Θεός Λόγος, αν δεν εύρισκε ένα τέτοιο σκεύος το όποιο να του έμοιαζε απόλυτα; Και να η ταπεινή αυτή Κόρη. Πριν ακόμα έχει το πλήρωμα της επιγνώσεως του Θεού Λόγου, διότι δεν είχε ένοικήσει μέσα της ακόμη, αλλά ακτίνας Χάριτος είχε και αγιασμού, λέει, «ιδού η δούλη Κυρίου» και απέδειξε την ταπείνωση της έναντι του Λόγου του Θεού, πού αυτή την ώρα έσκήνωσε μέσα της. Και με το δεύτερο ρήμα, «γένοιτο μοι κατά το ρήμα σου», επέδειξε το απόλυτο της υποταγής της. Και έτσι έθεράπευσε το πανανθρώπινο τραύμα καταργώντας την κατάρα της Εύας; και του γυναικείου φύλου, διά της απολύτου υποταγής και υπακοής.
Εμείς ειδικά οι αγιορείτες, αισθανόμαστε τόσο χειροπιαστά την ιδιαίτερη μητρική της στοργή και παρρησία πού ευρίσκεται μαζί μας. Δεν υπάρχει αγιορείτης πού να μην έχει καταλάβη την ξεχωριστή της στοργή και πρόνοια στον τόπο τούτο. Σαν πνευματική μας μητέρα, μας παρέχει ως πρότυπο τον πανάγιο της βίο. Ποίον; Το ταπεινό φρόνημα και την υπακοή, τα στοιχεία δηλαδή μετά τα οποία ολοκληρώνεται ο μοναχισμός. Αυτά λοιπόν ένστερνισθήτε μέσα σας σαν τον κύριο πνευματικό πόλο κατευθύνσεως. Παραμένοντας λοιπόν ταπεινοί στον εαυτό σας και υπάκουοι στο θείο θέλημα, ήδη πετύχατε τον προορισμό σας και τον σκοπό σας χάριτι Χριστού. Αμήν.