Μόλις έμαθε τα πρώτα γράμματα στο σχολείο, άρχισε κιόλας να διαβάζει με ζήλο τα εκκλησιαστικά βιβλία. Τον ενθάρρυνε η μητέρα, μα τον πρόσεξε και ο παπα-Θοδόσης, ο πατήρ Δημήτριος Θεοδοσίου, που πήγαινε στη Φαράκλα να λειτουργεί κάθε δεύτερη Κυριακή.
Φυσικά, δεν καταλάβαινε τόσο μικρός τα νοήματα. Σε λίγους μήνες –θα πήγαινε στη δευτέρα δημοτικού, οκτώ-εννέα ετών δηλαδή– τα διάβαζε με άνεση. Και όχι μόνο αυτό. Στην ανάγνωση των Ύμνων ή των Ευχών η φωνή του έπαιρνε τόνο αλλιώτικο. Επίσημο θα έλεγες, σοβαρό. Κι ακόμα περισσότερο, τόνο ιερόπρεπο. Νόμιζες ότι έρχεται από κάπου αλλού, από μακρινή ιερή πηγή.
Αυτό, δηλαδή την καλή φωνή του Ιακώβου, την είχανε προσέξει γονείς και στενοί συγγενείς. Γιατί τα βράδια, στις γιορτές κυρίως, ο πατέρας του ο Σταύρος έβγαζε το μπαγλαμαδάκι και τους έπαιζε τραγουδάκια.
Τα μάθαινε και το Ιακωβάκι και τα τραγούδαγε πολύ ωραία. Τα τραγούδαγε και με τη μητέρα του, που χόρευαν κιόλας.
Τώρα όμως με τα εκκλησιαστικά γράμματα ήτανε κάτι αλλόκοτο. Την ίδια εποχή, ενώ βοηθούσε τον παπά στο Ιερό, άρχισε να πηγαίνει από νωρίς και στο αναλόγιο. Στο ναό έφτανε πολύ πριν από τον παπά, αξημέρωτα. Και πρώτα τακτοποιούσε τα του Ιερού.
Με φόβο Θεού κι επιμέλεια, για τα οποία πήρε σύντομα το μισθό. Διότι εκεί, στην Αγία Τράπεζα, πολλές φορές αντιλήφθηκε και είδε αγγέλους και άκουσε ουράνιες ψαλμωδίες. Τα έχανε κι έτρεμε το παιδί. Ένιωθε όμως και μεγάλη εσωτερική χαρά και ας μην μπορούσε να εξηγήσει αυτά που άκουγε κι έβλεπε. Μετά στο αναλόγιο διάβαζε πολλά κι έψελνε όσα μπορούσε.
Και αφότου οι κάτοικοι είδανε κι ακούσανε το Ιακωβάκι στο αναλόγιο, γεννήθηκε στη συνείδησή τους ένα ιερό πρόσωπο, ένα ον που είχε πολλή σχέση με το Θεό και λίγη με τα ανθρώπινα. Όλοι ποια ξέρανε ότι το Ιακωβάκι τα ‘χει καλά με τους Αγίους και ανήκει απόλυτα στην Εκκλησία. Επειδή μάλιστα το χωριό δεν είχε δικό του παπά, τα κλειδιά του ενοριακού ναού, του αγίου Γεωργίου, τα είχε από μικρός ο Ιάκωβος. Τον έβλεπαν στο ναό να κινείται με σεβασμό, αλλά και σαν στο σπίτι του. Ήτανε το φυσικό του περιβάλλον και κανείς δεν παραξενευόταν που τον έβλεπε τόσο συχνά στο ναό.
Με όλα αυτά, από εννέα περίπου ετών, το Ιακωβάκι έγινε σιγά- σιγά η καταφυγή των απλοϊκών και φτωχών κατοίκων –πρόσφυγες οι περισσότεροι. Οι γιατροί ήσανε μακριά και θέλανε λεφτά, που δεν υπήρχαν. Ο παπα-Θοδόσης, πάλι, ήτανε σε άλλο χωριό. Και ήσανε όλοι σίγουροι ότι, εξόν από τη Λειτουργία, τα λοιπά –Ευχές, Εξορκισμούς– μπορούσε να τα κάνει το Ιακωβάκι. Αρχίσανε, λοιπόν, και τον καλούσανε για κάθε κακή περίσταση. Αρρώσταιναν τα ζώα; φωνάζανε το Ιακωβάκι να τα διαβάσει; και γινόσανε καλά. Στα παιδάκια πάλι το ίδιο. Ακόμα και για τις γυναίκες, που δυσκολευόσανε να γεννήσουν, καλούσανε το Ιακωβάκι. Πήγαινε με λαδάκι της Αγίας Παρασκευής, σταύρωνε την πόρτα του σπιτιού, προσευχότανε κι έφευγε. Η γυναίκα ελευθερωνόταν.
Από την Εκκλησία του χωριού είχε το Ευχολόγιο και από το σπίτι τους τη Σύνοψη. Αλλά στις περιπτώσεις ασθενειών, που τον φωνάζανε να διαβάσει Ευχές, διάβαζε, όσο ήτανε κάτω από δέκα-έντεκα ετών, ότι τύχαινε, ότι πρωτοάνοιγε στα δύο τούτα βιβλία, γιατί δεν μπορούσε να κρίνει κάθε φορά ποια Ευχή ακριβώς χρειάζεται στην περίπτωση.
Συχνά έλεγε και αυτοσχέδιες ευχές. Το συνήθιζε. Ήταν εννέα ετών και τον στείλανε με τον αδελφό του να θερίσουνε στο χωράφι τους τον Ιούλιο. Εκεί δάγκωσε τον αδελφό του Γιώργο ένα φίδι στο χέρι και άρχισαν πόνοι δυνατοί. Ο Γιώργος φώναζε για βοήθεια κι έκλαιγε. Ο Ιάκωβος παρηγορούσε τον αδελφό του, του έπλυνε με νερό το δαγκωμένο σημείο, γονάτισε, έβγαλε τον μικρό ξύλινο Σταυρό, που κρεμότανε πάντοτε στο στήθος του, σταύρωσε τον αδελφό του και σήκωσε τα χεράκια του στον ουρανό:
–Χριστέ μου, σε παρακαλώ, κάνε το δηλητήριο να γίνει νερό, να μην πάθει κακό ο αδελφούλης μου… Και τιμώρησε το καταραμένο φίδι, ο αντίχριστος το έβαλε για το κακό του.
Σε λίγο υποχώρησε ο πόνος, το κακό δεν είχε συνέχεια. Και όχι μόνο αυτό. Το φίδι πήγε πιο κει, έμεινε ακίνητο και ψόφησε!