«Υπάρχουν δύο είδη θεολογίας:
το έν -ευρέως γνωστόν κατά τους παρελθόντας αιώνας- είναι η επαγγελματική καθέδρα του πολυμαθούς,
το άλλο η συσταύρωσις μετά του Χριστού, η γνώσις Αυτού εν τοις ενδομύχοις της καρδίας.
Το πρώτον είδος είναι προσιτόν εις το πλήθος των διανοητικώς πεπροικισμένων ανθρώπων, των προτιμώντων την φιλοσοφικήν προσέγγισιν της θεολογίας.
Η πραγματική δε πίστις εις την Θεότητα του Χριστού, ήτις εκφράζεται δια ζωής συμφώνου προς το πνεύμα των εντολών Αυτού, δεν είναι απαραίτητος δι’ αυτούς.
Το δεύτερον είδος είναι θεολογία ομολογίας, ήτις γεννάται δια του βαθέος φόβου του Θεού εν τω πυρί της φλογεράς μετανοίας, ήτις εισάγει εις την οντολογικήν πραγματικότητα δια της εμφανίσεως του Ακτίστου Φωτός.
Η ακαδημαϊκή θεολογία εν συνδυασμώ μετά της ζώσης πίστεως δίδει αγαθά αποτελέσματα.
Ευκόλως όμως «εκφυλίζεται», αποβαίνει αφηρημένη θεωρία, παύει να είναι εκείνο, όπερ παρατηρείται εν τη ζωή των Αποστόλων, των Προφητών και των Πατέρων ημών, τουτέστιν άμεσος ενέργεια του Θεού εν ημίν …
Η Αγία Τριάς είναι Θεός Αγάπης.
Η αγάπη, περί της οποίας γίνεται λόγος εν τω Ευαγγελίω, είναι άκτιστος ζώσα ενέργεια της ανάρχου Θεότητος.
Ίδιον αυτής είναι να ενοί ημάς εν αυτώ τούτω τω είναι. ….. φυσική αύξησις εν τω Πνεύματι μέσω της διαμονής εν τω Θείω χώρω δια της τηρήσεως των εντολών του Χριστού.
Ο νους αίφνης αποκτά γνώσιν και εκφράζει αυτήν δι’ ανθρωπίνων όρων. Τούτο έρχεται ως λάμψις αστραπής, όταν η καρδία πυρούται δια της αγάπης. Τούτο είναι το “θαυμαστόν φως” της αιωνιότητος, εις το οποίον πάντες ημείς εκλήθημεν.
Η συσσώρευσις τοιούτων στιγμών ελλάμψεως της συνειδήσεως ημών εν τη πείρα της Εκκλησίας ωδήγησεν οργανικώς εις την σύνθεσιν αυτών εις έν όλον. Ούτως εμφανίζεται η πρώτη απόπειρα συστηματοποιήσεως της ζώσης θεολογίας, ήτις εγένετο υπό του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, ανδρός ωσαύτως πλουσίου και κατά την προσωπικήν αυτού πείραν.
Η ματαίωσις της θαυμαστής αυτής αναβάσεως προς τον Θεόν … προέκυψεν εις εποχάς παρακμής της ζώσης πείρας δια της τάσεως υποβολής των δεδομένων της Αποκαλύψεως εις την κριτικήν του λογικού ημών, δια της στροφής προς την “φιλοσοφίαν της θρησκείας”.
Έπακόλουθον τούτου είναι τα σχολαστικά συστήματα θεολογίας, εν τοις οποίοις επικρατεί η φιλοσοφία και ουχί το πνεύμα της ζωής.