ΓΕΡΩΝ ΙΩΣΗΦ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ – «Γιατί συνιστούν οι Άγιοι Πατέρες να λέμε “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με” και όχι “ελέησον ημάς”, όπου το “ημάς” συμπεριλαμβάνει και τους άλλους; Δεν είναι εγωιστικό να νοιαζόμαστε μόνο για τον εαυτό μας, αδιαφορώντας για τους συνανθρώπους μας;»
Οι άγιοι Πατέρες προτιμούν να λέμε στον ενικό την ευχή, επειδή με τον λόγο “ελέησόν με” (συχνά προσθέτουμε και “τον αμαρτωλόν”) δηλώνουμε συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας, όπως και ο Δαβίδ στους ψαλμούς πολλές φορές βοά “ελέησόν με”, ενώ προσθέτει «ότι την ανομίαν μου εγώ γινώσκω» (Ψαλμ. ν’ 5) και «την ανομίαν μου εγνώρισα και την αμαρτίαν μου ουκ εκάλυψα» (Ψαλμ. λα’ 5). Το “ελέησον με” σημαίνει εξομολόγηση, αυτοέλεγχο, αυτομεμψία, αυτοσυναίσθηση της αμαρτωλότητας του προσευχομένου.
Από τη συναίσθηση αυτή γεννιέται η μετάνοια, η συντριβή, οι στεναγμοί και τα δάκρυα, καθώς και πάλι μαρτυρεί ο προφητάναξ λέγοντας: «λούσω καθ’ έκαστην νύκτα την κλίνην μου, εν δάκρυσί μου την στρωμνήν μου βρέξω» (Ψαλμ. στ’7).
Λέγοντας, αδελφέ, τη μικρή αυτή ευχή (“Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”), εάν επιθυμείς να γνωρίσεις καρποφορία, οφείλεις να στέκεσαι και συ ως άλλος Δαβίδ και ως άλλος Τελώνης. Ο τελευταίος από την πολλή συναίσθηση και το στήθος ακόμη χτυπούσε, φωνάζοντας: «ο Θεός, ίλασθητί μοι τω Αμαρτωλώ!» Κατέβηκε δε αυτός δικαιωμένος παρά ο “δίκαιος” Φαρισαίος, κατά τη μαρτυρία του Κυρίου (Λούκ. ιη’14).
Και δεν αδιαφορούμε για τους άλλους. Ίσα-ίσα, επειδή νοιαζόμαστε για τους άλλους, φροντίζουμε τόσο πολύ για τον εαυτό μας. Άκουσε πάλι παράδειγμα:
Ας υποθέσουμε ότι είσαι άσημος και μόνος. Ξαφνικά, έρχεται κάποιος φίλος σου το ίδιο άσημος και μόνος, όπως εσύ. Πέφτει στα πόδια και σε παρακαλεί: «Φίλε μου, σε παρακαλώ, τρέξε στους ισχυρούς να παρακαλέσεις για μένα. Έχω μεγάλη ανάγκη». Τι θα κάνεις; Όσο συνδέεται ο φίλος σου με τους ισχυρούς, άλλο τόσο τους ξέρεις και συ.
Τι βοήθεια να προσφέρεις; Ασφαλώς τίποτε.
Αν όμως αγαπάς πραγματικά τον φίλο σου, αλλά και κάθε άλλο συνάνθρωπο, θα προβληματιστείς σοβαρά. Θα σκεφθείς: «Είναι ανάγκη να συνδεθώ οπωσδήποτε με τους αρμοδίους. Πρέπει να βοηθήσω. Θα τρέξω λοιπόν στην πόλη• θα σπουδάσω• θα μορφωθώ• θα αποκτήσω θέσεις, φήμη και καλό όνομα. Σιγά-σιγά θα συνδεθώ με τους ισχυρούς και τότε θα μπορώ άνετα να πετύχω αυτά που θέλω».
Τώρα, νομίζω, κατάλαβες τι εννοώ. Αν θέλεις λοιπόν και συ να βοηθήσεις πνευματικά τους συνανθρώπους σου, φρόντισε πρώτα να συμφιλιωθείς ο ίδιος με τον παντοδύναμο Σωτήρα Χριστό με μετάνοια, με εξομολόγηση και να λες μαζί με τον Δαβίδ “ελέησόν με!”
«Ωραία», θα μου πείς. «Να κάνω έτσι. Ας υποθέσουμε ότι συμφιλιώθηκα και εγώ με τον Κύριο Ιησού Χριστό. “Ε, τότε, από δω και πέρα δεν είναι εγωισμός να συνεχίσω να προσεύχομαι για τον εαυτό μου λέγοντας “ελέησόν με” και όχι “ελέησον ημάς”;
Σωστή η παρατήρησή σου, άκουσε όμως και την εξήγηση. Ο Απόστολος Παύλος γράφει: «Καθάπερ γαρ το σώμα εν εστίν και μέλη έχει πολλά… υμείς δε έστε σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους» (Α’ Κορ. Ιβ’ 12,27). “Ώστε, κατά τον “Απόστολο, «όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθημεν» αποτελούμε μέλη ενός σώματος, του οποίου κεφαλή είναι ο Χριστός. Λέει πάλι ο μέγας Παύλος: «είτε πάσχει εν μέλος, συμπάσχει πάντα τα μέλη, είτε δοξάζεται εν μέλος, συγχαίρει πάντα τα μέλη» (Α’ Κορ. Ιβ’26).
Για παράδειγμα, αν ο Κώστας νίκησε στα 100 η στα 400 μέτρα και βραβεύτηκε, δεν θα δώσουμε συγχαρητήρια στα πόδια του Κώστα, αλλά στον ίδιο τον άνθρωπο. Αν πάλι τυχόν χτύπησε στον αγώνα το πόδι του, τότε δεν πονάει μόνο το πόδι, αλλά πονάει ολόκληρος.
Το ίδιο και στα πνευματικά. Αν ένα μέλος της Εκκλησίας αγιάζεται με τους πνευματικούς του αγώνες, η ωφέλεια είναι άμεση για όλα τα μέλη της Εκκλησίας μας, εφόσον αποτελούμε ένα σώμα. Ο αγιασμός αντανακλά σε όλο το σώμα της Εκκλησίας.
Όποιος γεμίσει μέσα του με την ευχή του Ιησού μοιάζει με τα ουράνια σώματα. Ο ήλιος, για παράδειγμα, είναι αυτόφωτος, αλλά η σελήνη είναι ετερόφωτη. Καθώς λοιπόν η σελήνη παίρνει το φως του ήλιου, το διοχετεύει και φωτίζει τη ζοφερή νύχτα, έτσι γεμίζει και ο προσευχόμενος με το άδυτο φως του Ήλιου της Δικαιοσύνης Χριστού και το μεταδίδει και στους «εν σκότει και σκιά θανάτου καθεύδοντας αδελφούς του».
Άλλα, όπως η σελήνη απλώνεται σε όλη τη γη, όμως τα πυκνά νέφη αναχαιτίζουν το φως της, έτσι και ο άνθρωπος που ζει η επιμένει στην αμαρτία καλύπτεται από ένα σύννεφο, το όποιο σκοτίζει τον νού του και δεν μπορεί να δεχθεί μέσα του το φως της νοητής σελήνης.
Αν και συ, αδελφέ, δεν βλέπεις μέσα σου το φως του νοητού ήλιου και της σελήνης, δεν φταίει ο ήλιος ούτε η σελήνη. Φρόντισε με τη μετάνοια να διαλύσεις τα ζοφερά νέφη και τότε θα δεχθείς άπλετο το φως των προσευχών των Αγίων μέσα σου. Και αυτές είναι εμπειρίες, που μόνος σου θα διαπιστώσεις. Πρόκειται για τα θαύματα που βλέπει μέσα του ο κάθε αγωνιζόμενος πιστός.
Ο Άγιος Σιλουανός του Άθω γράφει ότι, όσο στη γη υπάρχουν Άγιοι, ο κόσμος θα στέκει. Εάν η γη σταματήσει να παράγει Αγίους, τότε έφθασε στο τέλος της.
Όταν ένας Άγιος λέει με ταπείνωση και με αίσθημα άμαρτωλότητας το “ελέησόν με”, αυξάνει μεν σε αγιασμό, αυξάνει όμως και η παρρησία του ενώπιον του Θεού. Άλλα έχοντας συνείδηση ότι αποτελεί μέλος ενός σώματος και βλέποντας ότι τα περισσότερα μέλη του σώματος, δηλαδή οι περισσότεροι αδελφοί του Χριστιανοί, λόγω της αμαρτίας ασθενούν βαριά, τότε αναλαμβάνει στον εαυτό του τα βάρη των αδελφών και στενάζει σαν να είναι δικά του τα αμαρτήματα των άλλων. Αν μάλιστα πάσχουν και άλλα μέλη από σωματική η ψυχική ασθένεια, τότε συμπάσχει.
Η ευχή “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με” είναι το ρεύμα που φορτίζει την μπαταρία.
Πηγή είναι ο Χριστός, μπαταρία είναι η καρδιά του ανθρώπου. Με τη μικρή αύτη ευχή η καρδιά φορτίζεται με Χριστό, φορτίζεται συνεπώς με χριστιανικές αρετές, φορτίζεται με ζήλο, με πόθο, με έρωτα Χριστού. Πολύ φορτίζεται; Πολύ γεμίζει, πολύ χριστοποιείται. Μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, που να αποκτά, κατά τον όρο των αγίων Πατέρων, τον “μανικόν ένθεον έρωτα”.
Όμως ο θείος αυτός έρωτας, κατά τους Πατέρες, έχει διπλή ιδιότητα: όσο περισσότερο αγαπάμε τον Θεό, τόσο περισσότερο αγαπάμε και την εικόνα Του, δηλαδή τον ανθρωπο• και όσο περισσότερο συμφιλιωθούμε με τον Δημιουργό μας, τόσο περισσότερο βοηθούμε και το δημιούργημά Του, τον συνάνθρωπο.
Λέγοντας ένας Άγιος την ευχή, στο “ελέησόν με” περιλαμβάνει πολλά. “ελέησόν με”, εννοεί: «Στήριξε με στην οδό του αγιασμού, όπου Εσύ με οδήγησες, μην τυχόν και πέσω», κατά τον Απόστολο. “ελέησον με”, εννοεί: «Φώτισέ με, οδήγησέ με». “ελέησόν με”, εννοεί: «Βλέπεις την αγάπη μου, τη συμπόνια μου υπέρ των αδελφών μου. Ω Κύριε, παρακαλώ, μνήσθητι πεινώντων και διψώντων, μνήσθητι όσων πάσχουν ψυχικά και σωματικά, από καρκίνο, από εγκεφαλικά, από καρδιοπάθειες, από ψυχασθένειες, από διάφορες δαιμονικές επιδράσεις. Μνήσθητι όσων κινδυνεύουν από όλα αυτά και από κάθε ενέδρα του εχθρού.
Φύλαξε τους οικείους, τους συγγενείς, τους ομοπίστους, τους ομογενείς και όλο τον κόσμο Σου από κάθε επιβουλή του αντικειμένου». “ελέησόν με”, εννοεί: «Μνήσθητι πάσης επισκοπής Χριστιανών Ορθοδόξων και παντός του ιερού κλήρου και φώτισε να ορθοτομούν τον λόγον της αληθείας». Ακόμη, «μνήσθητι πάντων των εντειλαμένων εύχεσθε υπέρ αυτών και ιδιαιτέρως όσων έχουν ειδική ανάγκην».
Αν θέλεις, θα σου πω και κάτι άλλο, καθώς το έμαθα από τον αείμνηστο Γέροντά μου. «Πολλές φορές», έλεγε, «η μπαταρία γεμίζει και ξεχειλάει». Τότε παύει αυτή η ευχούλα και ως άλλος οδηγός φωτίζει τον νού. Η ψυχή αισθάνεται έντονα τη Θεία Παρουσία, τα μέλη παραλύουν και, πέφτοντας στα πόδια του γλυκύτατου Ιησού, αναλύεται σε έναν ποταμό δακρύων. Άλλοτε πάλι, σιωπά από δέος και θαυμασμό η ψελλίζει ερωτικά ο,τι τη στιγμή εκείνη τη διδάσκει ο ένθεος έρωτας, δηλαδή το Πανάγιο Πνεύμα.
Και αφού κορεσθεί η ψυχή από θεία αγάπη, τότε αυτή η ίδια αγάπη, με τη διπλή της ιδιότητα, στρέφει το βλέμμα προς τους αδελφούς της. Τι ευκαιρία! Είναι μοναδική η ευκαιρία τώρα που κρατά στα χέρια τον Ποθούμενο και Παντοδύναμο.
Και λέει: «Ω γλυκύτατε Ιησού, φως της ψυχής μου, ο μόνος πραγματικός έρως! Εγώ μεν αισθάνομαι αυτή τη στιγμή ελεημένος και πανευτυχής, όμως ένα κέντρο με κεντά. Μαζί με την αγάπη, έχω μέσα μου έναν άλλο τόσο πόνο. Βλέπω τους αδελφούς μου, βλέπω την Εκκλησία μας, βλέπω τους ανθρώπους που πάσχουν, και δεν αντέχω. Συμπονώ και συμπάσχω. Γι’ αυτό σε ικετεύω, ως Πανάγαθος και Παντοδύναμος, βοήθησέ τους. Φταίνε; Το παραδέχομαι. Και ζητώ συγγνώμη. Ομολογώ το “ήμαρτον”. Μέλη του σώματός μου είναι. Συνυπεύθυνος είμαι. ‘Αλλά κρούω το έλεος και την άπειρη φιλανθρωπία σου. Βοήθησε! Βοήθησε!»
Να, αγαπητέ μου, πως η αγάπη μας ενώνει εν Χριστώ με όλα τα μέλη της Εκκλησίας μας και πως, με τις προσευχές των Αγίων και όσων αγωνίζονται τον καλό αγώνα, βοήθα ο Κύριος και τα υπόλοιπα ασθενή μέλη, για τα οποία ανέχεται, μακροθυμεί και αναμένει όλων τη μετάνοια για τη σωτηρία.
Είδες, αυτές μόνο οι πέντε λέξεις της ευχούλας, που μπορούν να ανεβάσουν τον άνθρωπο; Ευχήσου και για μένα τον ράθυμο, αλλά και για όλους τους εν Χριστώ αδελφούς μας, να χτυπάμε ασταμάτητα την πόρτα του ελέους του Κυρίου μας, σίγουροι ότι θα τηρήσει την υπόσχεσή Του, όταν είπε: «κρούετε, και ανοιγήσεται υμίν» (Λούκ. ια’ 9) και «ο πιστεύων επ’ αυτώ ου μη καταισχυνθή» (Α’ Πετρ. β’ 6). Αμήν.