Η κατά την 8η Σεπτεμβρίου τελoύμενη γιορτὴ του Γενεσίου της Θεοτόκου μαρτυρείται στὸ Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου (2ος -3ος αι.). Η γιορτὴ εισήχθη στὴν Κωνσταντινούπολη τὸν 7ο αἰ. με εισηγητή τον αγ. Ανδρέα Κρήτης.
Ἡ γιορτὴ του Γενεσίου χαρακτηρίζεται ως γιορτὴ τῆς Ἀνατολῆς διότι στη Δύση επικράτησε μετά το 10ο αἰ. Η εκκλησιαστική γραμματεία της Ανατολής έδειξε εξαιρετικό ενδιαφέρον για τη γιορτή: ο αγ. Ι.Δαμασκηνός αναφέρεται σε «παγκόσμιο ἑορτασμὸ» με «εὐφροσύνη», ο πατριάρχης Φώτιος επισημαίνει ότι η γιορτὴ κατέχει «τὰ πρεσβεῖα τιμῆς ἔναντι πάσης ἄλλης», ο Νικήτας Παφλαγὼν αναφέρεται στην «λαμπρότητα ἐπιτελέσεως τῆς ἑορτῆς», στην οποία αναφέρεται και ο αγ. Ν. Καβάσιλας, τονίζοντας ότι «ἡ πανήγυρις ἐπιτελεῖτο μὲ πνευματικὴ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση».
Ο εικονογραφικός τύπος του Γενεσίου της Θεοτόκου διαμορφώνεται ακολουθώντας τη σκηνή στο απόκρυφο Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου και υπογραμμίζοντας τη θαυματουργική Γέννηση της Θεοτόκου. Από το 15ο αι. η παράσταση συμπεριλαμβάνεται στις σκηνές Δωδεκαόρτου του επιστυλίου των τέμπλων και διαμορφώθηκε κατά τα τέλη του 13ου αι. ενώ απαντά στην βυζαντινή ζωγραφική παράδοση από το 11ο αι.
Η αγία Άννα κειμένη επί κλίνης με το αριστερό της χέρι να προβάλλει από το ολοκόκκινο μαφόριό της και να φέρει μπροστά στο στήθος της ενώ κλίνει με χάρη την κεφαλή της κοιτάζοντας προς την πλευρά του θεατή – προσκυνητή . Δίπλα της βρίσκεται ένα τραπέζι με σκεύη. Τρεις θεραπαινίδες έρχονται σεβίζοντας προς το μέρος της κρατώντας δώρα στα χέρια τους. Η πρώτη με σκούρο μπλε χιτώνα που τον περιτρέχει χρυσή ταινία στο τελείωμα του, κρατώντας κλειστό σκεύος και ακολουθούν η δεύτερη με κόκκινο και η τρίτη με πράσινο χιτώνα αντίστοιχα ενώ στα χέρια τους φέρουν σκεύη (ποτήρι και κανάτα αντίστοιχα) προς διακονία της αγίας Άννης και λεχώνας.
Οι ευσεβείς σκέψεις, στις οποίες έχει βυθισθεί η Αγία, λόγω του παραδόξου θαύματος, διαβάζονται στην έκφραση του προσώπου της: «Επληρώθησαν δε οι μήνες αυτής· εν δε τω ενάτω μηνί εγέννησεν Άννα. Και είπεν τη μαία· Τι εγέννησα; Η δέ είπεν· Θήλυ· Και είπεν Άννα· Εμεγαλύνθη η ψυχή μου εν τη ημέρα ταύτῃ· και ανέκλινεν αὐτήν». Την σύγκριση μεταξύ της μητρός της Παναγίας και άλλων ατέκνων γυναικών της Αγίας Γραφής κάνει ωραιότατα το γ’ Στιχηρόν του Εσπερινού της γιορτής: «Εἰ και θείῳ βουλήματι περιφανεῖς στεῖραι γυναῖκες εβλάστησαν, αλλά πάντων η Μαρία των γεννηθέντων θεοπρεπώς ὑπερέλαμψεν· ότι και αγόνου παραδόξως τεχθεῖσα μητρός, έτεκεν εν σαρκί των απάντων Θεόν, ὑπέρ φύσιν εξ ασπόρου γαστρός…».
Κάτω και δεξιά η απεικόνιση της Θεοτόκου εντός λίκνου, ως βρέφος «εσπαργανωμένον» και επιγραφή υπεράνω της κεφαλής της με τα συμπιλήματα ΜΡ – ΘΟΥ (Μήτηρ Θεού), και η θεραπαινίδα-μαία που καθισμένη σε χαμηλό σκαμνί, γνέθει και παράλληλα με το πόδι της κουνά το λίκνο, μια σκηνή που παραπέμπει στον γνωστό ύμνο-νανούρισμα της Θεοτόκου της ορθοδόξου ψαλτικής , το τεριρέμ!
Σε όλα σχεδόν τα τροπάρια της γιορτής της Γεννήσεως της Θεοτόκου τονίζεται ότι «η γεννηθεῖσα παιδίσκη είναι Μητέρα του Θεού»: «Σάρκα Του ἔγινε ἡ σάρκα σου, καὶ αἷμα Του τὸ αἷμα σου, καὶ γάλα ἀπὸ σένα θήλασε ὁ Θεός, κι ἑνώθηκαν τὰ χείλη σου μὲ τοῦ Θεοῦ τὰ χείλη. Ἀκατανόητα κι ἀνείπωτα θαύματα. Ὁ Θεὸς τῶν ὅλων προγνώρισε ὅτι ἐσὺ ἄξια θὰ γίνεις τῆς ἀγάπης Του καὶ σ᾿ ἀγάπησε, κι ἀπὸ ἀγάπη σὲ προόρισε, καὶ «στοὺς στερνοὺς καιροὺς» σ᾿ ἔφερε στὸ φῶς καὶ σ᾿ ἀνάδειξε μητέρα καὶ τροφὸ τοῦ δικοῦ Του Υἱοῦ καὶ Λόγου». (ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ)
Στο άνω αριστερό τμήμα της εικόνας απεικονίζεται ο Ιωακείμ σε στάση προσευχής. Σε αυτή την ιερή στιγμή τον συναντά άγγελος Κυρίου που του μετέφερε την χαρμόσυνη είδηση.
Καλότυχο ζευγάρι, Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα, κι ἀληθινὰ ἁγνότατο….Ἔτσι ἔπρεπε νὰ γίνει, ἡ παρθένος ποὺ βλάστησε ἀπ᾿ τὴ δική σας ἁγνότητα νὰ γεννήσει σωματικὰ τὸ μονάκριβο, μονογέννητο φῶς, μὲ τὴν εὐδοκία ἐκείνου ποὺ τὸ γέννησε ἀσώματα…
Σὲ πόσα θαύματα καὶ σὲ πόσες συμφωνίες ἔγινε ἐργαστήριο αὐτὴ ἡ Κόρη! Ἀφοῦ γεννήθηκε ἀπὸ στείρα, γέννησε μὲ τρόπο παρθενικὸ Ἐκεῖνον, ποὺ ἕνωσε θεότητα καὶ ἀνθρωπότητα…
Κι᾿ ὅλα αὐτὰ γιὰ τὴ δική μου σωτηρία, Δέσποτα…
Τόσο πολὺ μ᾿ ἀγάπησες…. Γι᾿ αὐτὸ χορεύω καὶ λέω μεγάλα λόγια καὶ νιώθω μεγάλη χαρά, καὶ ξαναγυρίζω πάλι πίσω στὴ πηγὴ τῶν θαυμάτων καὶ πλημμυρισμένος μὲ τὸ νάμα τῆς εὐθυμίας, ἁρπάζω τὴν κιθάρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ θεϊκὸ ὕμνο τραγουδῶ στὴ γέννησή της…. (ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ)
Στην όλη εικόνα κυριαρχεί ο τόνος της χαράς, στα πρόσωπα που είναι φωτεινά, στα έντονα χρώματα των ενδυμάτων, των απαλών χρωμάτων του χρωστήρα των αρχιτεκτονημάτων. Κυριαρχεί μια ρυθμικότητα και συμμετρικότητα στην απόδοση των μορφών και μια απλοϊκότητα, βασισμένη στα πρότυπα της Κρητικής σχολής, ενώ η κόκκινη διακοσμητική ταινία που περιτρέχει το αυτόξυλο & έξεργο πλαίσιο, αποτελεί γνώρισμα της παράδοσης των αγιορείτικων εικόνων.
Σε δεύτερο πλάνο και προοπτικά αποδοσμένα, οικοδομήματα (με κιβώριο στην κορυφή του το απεικονιζόμενο στα δεξιά, παραπέμποντας σε ναό), εκατέρωθεν ενός τμήματος πυργοειδούς τείχους ενώ πιο πίσω διακρίνεται αφαιρετικά αποδοσμένο το βραχώδες φυσικό τοπίο με καλαίσθητα σχεδιασμένες οικίες.
Σκιρτῆστε βουνά, λογικὲς φύσεις, ποὺ μὲ λαχτάρα ὑψώνεστε στὶς κορυφὲς τῆς πνευματικῆς θεωρίας. Γεννιέται τὸ ἀστραποβόλο ὅρος τοῦ Κυρίου, ποὺ ξεπερνᾶ κάθε ἀγγελικὸ ὄρος καὶ κάθε ἀνθρώπινη μεγαλοσύνη, ἀπ᾿ ὅπου εὐδόκησε ν᾿ ἀποκοπεῖ σωματικὰ τὸ ἀχειροποίητο ἀγκωνάρι, ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος, ὁ Χριστός, ἡ μία ὑπόσταση, ποὺ ἕνωσε τὰ πρὶν χωρισμένα, τὴν θεότητα καὶ τὴν ἀνθρωπότητα, τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀνθρώπους.