Ορθόδοξος βηματοδότης – Για το ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Μύθοι και πραγματικότητα
Με αφορμή τον προβληματισμό που εκφράζουν σε σχόλιά τους κάποιοι αναγνώστες μας, πρέπει να διευκρινίσουμε, σε συνεργασία με γνωστούς μας θεολόγους, ορισμένα πράγματα σχετικά με την εξομολόγηση.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι δήθεν στην αρχαία Εκκλησία, δηλαδή στους πρώτους χριστιανούς, δεν ήταν αναγκαία η εξομολόγηση πριν την θεία Κοινωνία και όποιος ήθελε έμπαινε και κοινωνούσε. Σύμφωνα με τις ίδιες απόψεις, η εξομολόγηση μπήκε αργότερα και δήθεν ο χριστιανός μπορεί να εξομολογείται απευθείας στον Κύριο και δεν χρειάζεται ο παπάς!
Οι απόψεις αυτές είναι καθαρά προτεσταντικές, δεν έχουν σχέση με την Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά ούτε και με την πραγματικότητα της Αγίας Γραφής και των πρώτων χριστιανικών χρόνων.
Η πνευματική πατρότητα είναι ένα μυστήριο που συντελείται ήδη από την Παλαιά Διαθήκη, για αυτό βλέπουμε τον Προφήτη Ηλία να έχει μαθητή τον Προφήτη Ελισαίο και σε αυτόν να μεταδίδει την χάρη του.
Ο Προφήτης και Βασιλέας Δαβίδ, παρότι είχε τόσο μεγάλη μετάνοια, έλαβε την άφεση για το διπλό αμάρτημά του (μοιχεία και φόνος) όχι απευθείας από τον Θεό, όπως ισχυρίζονται αυτές οι απόψεις, αλλά από τον απεσταλμένο Του, τον Προφήτη Νάθαν: «και είπε ο Δαβίδ στον Νάθαν: έχω αμαρτήσει ενώπιον του Κυρίου. Και ο Νάθαν είπε προς τον Δαβίδ· και ο Κύριος συγχώρεσε το αμάρτημά σου, δεν θα πεθάνεις» (Βασιλειών Β΄, 12, 13).
[irp posts=”321971″ name=”Δημόσια εξομολόγηση ενός ταλαιπωρημένου Χριστιανού…”]
Στην Καινή Διαθήκη το μυστήριο της μετανοίας επισφραγίζεται από την εξομολόγηση των αμαρτιών επίσης σε κάποιον άνθρωπο. Τα Ευαγγέλια μάς λένε ότι «εμφανίστηκε ο Ιωάννης που βάπτιζε στην έρημο και κήρυττε βάπτισμα μετανοίας για την άφεση των αμαρτιών. Και προσέρχονταν σε αυτόν ολόκληρη η Ιουδαία και οι Ιεροσολυμίτες και βαπτίζονταν όλοι στον ποταμό Ιορδάνη από αυτόν, εξομολογούμενοι τις αμαρτίες τους» (κατά Μάρκον 1, 4-5).
Δηλαδή η άφεση των αμαρτιών δεν δινόταν αυτόματα με το βάπτισμα, αλλά αφού πρώτα ομολογούσαν τις αμαρτίες τους σε κάποιον άνθρωπο, στον Προφήτη και Βαπτιστή Ιωάννη.
Ο ίδιος ο Κύριος παρέδωσε στους αποστόλους την χάρη να συγχωρούν αμαρτίες: «Λάβετε Πνεύμα Άγιον, αν τινων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, αν τινων κρατήτε, κεκράτηνται» (κατά Ιωάννην 20, 22). Με απλά λόγια: «Σε όποιους ανθρώπους συγχωρείτε εσείς τις αμαρτίες τους, θα είναι συγχωρημένες και από τον Θεό Πατέρα. Σε όποιους όμως τις κρατάτε άλυτες και ασυγχώρητες, θα μείνουν ασυγχώρητες».
Δεν έχουμε ανάγκη άλλων αποδείξεων ότι ο Χριστός παρέδωσε την χάρη της συγχωρήσεως των αμαρτιών σε κάποιους ανθρώπους, στους αποστόλους, και αυτοί την μετέδωσαν στους διαδόχους τους, τους επισκόπους και τους ιερείς.
Ωστόσο υπάρχουν και άλλες μαρτυρίες για την εξομολόγηση στην Καινή Διαθήκη:
Ο απόστολος Ιάκωβος προτρέπει: «εξομολογείσθε αλλήλοις τα παραπτώματα» (5, 16), δεν λέει «εξομολογείσθε τα παραπτώματά σας μόνο στον Θεό».
Στο 19ο κεφάλαιο των Πράξεων των Αποστόλων (στίχος 18) αναφέρεται ότι μετά τα θαύματα που έκανε ο απόστολος Παύλος στην Έφεσο, «πολλοί τε των πεπιστευκότων ήρχοντο εξομολογούμενοι και αναγγέλλοντες τας πράξεις αυτών». Δηλαδή «πολλοί από αυτούς που είχαν πιστεύσει, έρχονταν στους αποστόλους, εξομολογούνταν και φανέρωναν τις πράξεις τους».
Στην αρχαία Εκκλησία η εξομολόγηση γινόταν δημόσια στην σύναξη των πιστών, όπου βέβαια ήταν παρόντες και οι ιερείς και ο επίσκοπος, ο οποίος έδινε την άφεση. «Όλους όσοι μετανοούν τούς συγχωρεί ο Κύριος, εάν μετανοήσουν εις ενότητα Θεού και εις συνέδριον επισκόπου», λέγει χαρακτηριστικά ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος (1ος αιώνας μ.Χ.) στην επιστολή του προς τους Φιλαδελφείς (8,1), ενώ η «Διδαχή» (4, 14) προτρέπει: «Εν Εκκλησία εξομολογήση τα παραπτώματά σου, και ου προσελεύση επί προσευχή σου εν συνειδήσει πονηρά, αύτη εστίν η οδός της ζωής».
Ο άγιος Κυπριανός (210-258 μ.Χ.) τονίζει πώς ο αμαρτωλός γίνεται πάλι δεκτός στην εκκλησιαστική κοινωνία, δηλαδή στο μυστήριο της θείας Κονωνίας, «δια της επιθέσεως των χειρών του επισκόπου και του ιερατείου», αφού προηγουμένως εξομολογηθεί (Κυπρ. επιστ. 16,2). Δεν επιτρέπει την θεία Κοινωνία σε κανένα, «εάν προηγουμένως ο επίσκοπος και οι ιερείς δεν επιθέσουν την χείρα επάνω του» (επιστ. 18,2). Η «άφεση» πού έγινε «δια των ιερέων» είναι «αρεστή στον Κύριο» γράφει (Περί των πεπτωκότων, 29).
Θα σταματήσουμε εδώ όσον αφορά τις ιστορικές μαρτυρίες.
Κάποιοι προσκυνητές πριν από δεκαετίες ρώτησαν έναν Αγιορείτη, «εάν λέμε τις αμαρτίες μας μπροστά στην εικόνα (δηλαδή «στον Κύριο», όπως μας λένε οι παραπάνω προτεσταντικές ή προτεσταντίζουσες απόψεις), δεν συγχωρούνται;».
Απάντηση: «εσείς κάνετε αυτό που έκανε μία γιαγιά στο χωριό μου. Την έβλεπα να πηγαίνει και να σηκώνει μία πέτρα, σαν να έβαζε κάτι από κάτω. Τη ρωτούσα: -γιαγιά, τί κάνεις με την πέτρα; -Βάζω τις αμαρτίες μου από κάτω για να φύγουν, μου απαντούσε η γιαγιά».
Φυσικά υπάρχουν και περιπτώσεις πολύ έκτακτες (π.χ. επικείμενος θάνατος, απουσία ιερέως κ.λπ.), όπου η εξομολόγηση μπορεί να γίνει ακόμη και σε κάποιον λαϊκό, ή ο Θεός να κρίνει την προαίρεση και κατάσταση του ανθρώπου και να τον συγχωρήσει απευθείας. Αλλά η τάξη και η ασφάλεια που γνωρίζουμε είναι ο ιερέας.
Για όσους διστάζουν ή ακόμη χειρότερα δεν θεωρούν αναγκαία την εξομολόγηση σε έναν ιερέα, τους προτρέπουμε να παραδειγματιστούν από τα περιστατικά που αναφέρει σε συνέντευξη του που παραχώρησε στην ιστοσελίδα μας ο ιερέας π. Χρήστος Μήτσος, όπου νέα παιδιά, που η κοινωνία μας συχνά θεωρεί «αλήτες», έρχονται στο γήπεδο και εξομολογούνται δημόσια, ακριβώς όπως έκαναν οι πρώτοι χριστιανοί. Όχι μόνο αυτό, αλλά και να σκεφτούν: μήπως τελικά αυτοί οι αλήτες βρεθούν μέσα στη βασιλεία των ουρανών και εμείς οι «καθώς πρέπει» χριστιανοί, που θεωρούμε ότι επικοινωνούμε «απευθείας» με τον Κύριο, βρεθούμε απέξω, με κομμένα τα «καλώδια επικοινωνίας»;