Δυο αδέρφια ξεκίνησαν από την Αμερική επιστρέφοντες και αντί να πάνε στην ιδιαίτερή τους πατρίδα την Σπάρτη, στους εκεί συγγενείς τους, από θείο δράμα και συνταρακτικό γεγονός, που το αναφέρουμε στον Α’ τόμο του Γεροντικού σελ. 171, πήγαν στο Άγιον Όρος και έγιναν ο ένας Μοναχός, στη Σκήτη της Αγίας Τριάδος (Καυσοκαλύβια) και πήρε το όνομα Ιερόθεος και ο άλλος έγινε Μοναχός και ιερέας με το όνομα Θεόδωρος, στην Ιερά Μονή Γρηγορίου.
Τα αδέρφια αυτά, μετά από είκοσι χρόνια διαμονής στην Μοναχική Πολιτεία του Αγίου Όρους, επειδή ο κατά σάρκα πατέρας τους Γέρο – Κακούνης, πλησίαζε στο τέλος της ζωής του και σαν τελευταία επιθυμία του ζήτησε να δει τα δυο παιδιά του, με την ευλογία και άδεια των Γεροντάδων τους, ο Μοναχός Ιερόθεος και ο Ιερομόναχος Θεόδωρος, πήγαν στο χωριό τους το Καστρί – Καστορίου όπου τους περίμεναν με χαρά να τους δουν οι εκεί συγγενείς τους.
Ο παπάς του χωριού εκείνου, με περισσότερη ανυπομονησία, περίμενε κι αυτός τους αγιορείτες Μοναχούς για να του πληροφορήσουν τις πολλές απορίες που είχε γύρω από τα πολλά και πολλαπλά θέματα της Χριστιανικής μας πίστεως. Και σχεδόν όλο το διάστημα, όπως μας διηγήθηκαν οι ίδιοι οι αδελφοί, δεν τους άφηνε, αλλά συνέχεια ρωτούσε να μάθει εκείνα τα οποία δεν είχε γνωρίσει και καθημερινά τον απασχολούσαν σαν εφημέριο του χωρίου και ποιμένα των χριστιανών.
Από τις απαντήσεις, των όντως ενάρετων αυτών Μοναχών, ενθουσιάστηκε τόσον ο Παπάς, ο Πρόεδρος και οι πρόκριτοι του χωριού που θερμά τους παρακαλούσαν να μείνουν εκεί και με το καλό τους παράδειγμα και την κατάλληλη διδαχή, να βοηθήσουν τους αδελφούς χριστιανούς που έχουν τόση ανάγκη του καλού παραδείγματος και του θείου κηρύγματος.
Οι Μοναχοί, στην επιμονή αυτή των συγχωριανών των, με πολλή ταπείνωση και σύνεση απάντησαν: «Ακούστε αγαπητοί μας αδελφοί χριστιανοί, εμείς, με την άδεια των Γεροντάδων μας, ήρθαμε εδώ για ένα συγκεκριμένο σκοπό, με την εντολή να επιστρέψουμε όσο το δυνατόν συντομότερα στην μετάνοιά μας. Αν παρακούσουμε και παραβιάσουμε την εντολή αυτή, για να κάνουμε την επιθυμία σας και να βοηθήσουμε όπως λέτε τους αδελφούς χριστιανούς, τότε κι εμείς να είστε βέβαιοι πώς θα χάσουμε αυτή την καλωσύνη, που εσείς βλέπετε και θα γίνουμε, κι εμείς ίσως χειρότεροι από εκείνους που θεωρείτε εσείς κακούς και άτακτούς, για αυτό, όπως λέγει και η Αγία Γραφή: «Έκαστος όπου ετάχθη εκεί και μενέτω».
Την παραμονή της αναχωρήσεώς τους, αφού ήσαν ανένδοτοι να μείνουν, ο Παπάς του χωριού, εκεί που κάθησαν στο κοινό τραπέζι για φαγητό, επέμενε ότι έχουν ιερώτατο καθήκον να παραμείνουν εκεί για να βοηθήσουν τους χριστιανούς και εκεί που έλεγε αυτά και πίεζε τρόπον τινά τους Μοναχούς για να μείνουν, απότομα κάποια μπουκιά πήγε στραβά και κινδύνευσε να πνιγεί.
Με τα χέρια ζητούσε απεγνωσμένα βοήθεια, τρέξανε όλοι οι παρευρισκόμενοι να βοηθήσουν. Οι δε Μοναχοί σηκώθηκαν λίγο παράμερα και έκαναν με το κομβοσχοίνι προσευχή λέγοντες: «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού, βοήθησον τον δούλον σου» και μετ’ ολίγον ελευθερώθηκε και ως εκ θαύματος διέφυγε τον πνιγμό.
Όταν συνήλθε, σηκώθηκε ο Παπάς και βάνων μετάνοια έλεγε στους Μοναχούς: «Συγχωρέστε με Πατέρες που επέμενα να μείνετε εδώ. Κάμετε όπως σας φωτίσει ο Θεός και όπως είναι το θέλημα Του το Άγιο».
Και έτσι με ειρήνη και αγάπη οι μοναχοί την επόμενη ανεχώρησαν από το χωριό τους και γύρισαν στην μετάνοιά τους στο Άγιον Όρος, όπως αναγράψαμε στον Α’ τόμον του ημετέρου «ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΥ».
Δεν μένεις να ωφελήσης τον κόσμο;
Παρόμοιο, με το προηγούμενο γεγονός, είναι και το συμβάν αυτό : Πρίν από σαράντα πέντε (45) χρόνια και πάλι ο ένας από τα δυο αναφερθέντα αδέρφια, ο Γερο – Ιερόθεος, από την Σπηλιά του αγίου Ακακίου στα Καυσοκαλύβια, είχε μεταβεί στην Θεσσαλονίκη με άγια Λείψανα, προς διενέργεια εράνου, για τη συντήρηση και ενίσχυση των κοινών εσόδων της Σκήτης.
Στη Θεσσαλονίκη διανυκτέρευε στο σπίτι ενός φίλου και πνευματικού ιερέως, με τον οποίον συζητούσε διάφορα θέματα, για την Εκκλησία και τους πιστούς χριστιανούς, στα οποία έδινε πετυχημένες και πολύ ωφέλιμες απαντήσεις και συμβουλές, που πληροφορούσαν τόσο τον ιερέα όσον και τους χριστιανούς, οι οποίοι τις δέχονταν σαν λόγια Χρίστου του Θεού ημών. Επί δεκαπέντε ήμερες που παρέμεινε εκεί ο Γέρο – Ιερόθεος, ο ιερέας και οι χριστιανοί προσπαθούν με κάθε τρόπο, να τον πείσουν να παραμείνει κοντά τους, για να συμβουλεύει και να καθοδηγεί, στην κατά Θεόν ζωή, με την ωραία χριστιανική και πεφωτισμένη διδασκαλία του και ο Θεός δεν θα τον αφήσει να βλαφθεί η πνευματική του ζωή και για το καλό που θα κάνει στους χριστιανούς θα τον ανταμείψει αιώνια στην βασιλεία των ουρανών.
Ο Γερο – Ιερόθεος, απαντώντας σε αυτά, στον ιερέα, που πιο πολύ επέμενε να μείνει, και πως ότι, από την παραμονή του στον κόσμο, δεν θα ζημειωθεί, έκαμε την ακόλουθη ερώτηση: «Δεν μου λες παπά μου, όταν προετοιμάζεσαι να λειτουργήσης, κάνεις καμμιά ιδιαίτερη προετοιμασία;»
Πώς πρέπει να ετοιμάζεται ο ιερέας
Ο Παπάς στην ερώτηση αυτή απάντησε: «Βέβαια πάτερ Ιερόθεε, εγκρατεύομαι όσο μπορώ από τα αρτήσιμα και λαδομένα φαγητά, επί μια βδομάδα κοιμάμαι σε χωριστό δωμάτιο από την παπαδιά μου και προσπαθώ εν όψει της θείας Λειτουργίας και του Μυστηρίου, που θα επιτελέσω, να μην έχω μίσος με κανέναν συνάνθρωπό μου, με την γυναίκα μου, με τα παιδιά μου και κυρίως να μη συκοφαντήσω ή κατηγορήσω κανένα και προσπαθώ μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής μου, να έχω» την καρδιά και την συνείδησή μου καθαρή από βάρους με τη συχνή εξομολόγηση».
Ο Γέρο – Ιερόθεος είπε: «Όλα αυτά που μου είπες Παπά μου είναι καλά και ωραία και πρέπει κάθε χριστιανός και πολύ περισσότερο κάθε ιερέας, με ακρίβεια να τα φυλάττει. Αλλά θα σε ρωτήσω κάτι και θέλω με ειλικρίνεια και φόβο Θεού να μου απάντησης: «Όταν βγαίνεις από το δωμάτιό σου μέχρι να φθάσεις στην εκκλησία για να κάνεις το Μυστήριο ή τα πνευματικά μου καθήκοντα, στην σκέψη, στον λογισμό σου και γενικά σε όλες τις αισθήσεις σου, είσαι ο ίδιος όπως ξεκίνησες ή φθάνεις διαφορετικός στην εκκλησία;».
Ο ιερέας είπε: «Έχεις δίκιο, Πάτερ Ιερόθεε, μέχρι να φθάσω στην εκκλησία γεμίζει το μυαλό μου από διάφορες σκέψεις καί βλαπτικούς λογισμούς τόσο που ποτέ σχεδόν δεν κατορθώνω να ειπώ μια καθαρή προσευχή, με καθαρό μυαλό στο Θεό».
«Ε, λοιπόν αυτά και χειρότερα θα πάθω κι εγώ, είπε ο Γέρο Ιερόθεος, αν ακούσω τις συμβουλές σας και παραμείνω στον κόσμο και το αποτέλεσμα θα είναι αντί να ωφελήσω, να βλαφθώ ο ίδιος και να γίνω πρόξενος ίσως μεγάλης βλάβης και σε σας. Για αυτό γνωρίζοντας τον χαρακτήρα και την αδυναμία μου, ζητώ να με συγχωρέσετε να επιστρέψω εκεί που είναι το θέλημα του Θεού, να τελειώσω την ζωή μου. Επειδή άλλοι είναι εκείνοι, που ο θεός τους προορίζει και τους δίνει δύναμη και τα χαρίσματα Του, για να μπορούν με την ενάρετη ζωή και το πνευματικό παράδειγμά τους να ωφελήσουν τους αδελφούς χριστιανούς».
Έτσι με ειρήνη και αγάπη όντως αδελφική ευχήθηκε τον ιερέα και τους χριστιανούς και γύρισε στην Μετάνοιά του, στα Καυσοκαλύβια, όπου με οσιακό τέλος παρέδωκε το πνεΰμα και πέταξε στους ουρανούς, με την ελπίδα της αιωνίου ζωής και μακαρίας αναπαύσεως στη βασιλεία των ουρανών.