Πριν την ολοσχερή επικράτηση του χριστιανισμού οι ασπαζόμενοι τη νέα θρησκεία βαπτίζονταν ενήλικες συνήθως σε μέρη με τρεχούμενο νερό, όπως λίμνες, ποτάμια ή στη θάλασσα. Εξαιτίας όμως του υψηλού ποσοστού παιδικής θνησιμότητας στο Βυζάντιο επικράτησε τελικά η βάπτιση να πραγματοποιείται σε βρεφική ή νηπιακή ηλικία. Όσο για τους χώρους όπου πραγματοποιούνταν το μυστήριο, από τον 3ο αιώνα τελούνταν σε έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο της εκκλησίας, το βαπτιστήριο, που αργότερα αντικαθίσταται από τις γνωστές και σήμερα κολυμβήθρες. Οι βαπτίσεις επικράτησε να τελούνται στους μεγάλους ναούς κάθε πόλης, τους «καθολικούς» ναούς, από ιερείς ή, σε περίπτωση αεροβαπτισμού, από διακόνους, μοναχούς ή ακόμα και απλούς πολίτες.
Ο ανάδοχος, που έπρεπε να είναι ορθόδοξος και ευσεβής και ουσιαστικά αποτελούσε πνευματικό γονέα για το νεοφώτιστό, συνηθιζόταν να προσφέρει δώρα στο μωρό ανάλογα με την κοινωνική του θέση και την οικονομική του κατάσταση.
Κατά τη διάρκεια της βάπτισης δινόταν και το όνομα του παιδιού. Οι γονείς προτιμούσαν να δίνουν στα παιδιά τους το όνομα των παππούδων ή συγγενών που είχαν πεθάνει, αν και εδώ ο ανάδοχος φαίνεται ότι είχε τον πρώτο λόγο στην επιλογή του.
Αντίστοιχα έθιμα ακολουθούνταν και στη βάπτιση των βασιλοπαίδων που πραγματοποιούνταν είτε λίγες μόνο μέρες μετά την γέννηση του μωρού ή την τεσσαρακοστή μέρα από τη γέννησή του. Η βάπτιση γινόταν κατά κανόνα από τον Πατριάρχη στο ναό της Αγίας Σοφίας. Μετά την τελετή ακολουθούσε πομπή για να οδηγηθεί το βρέφος από το ναό στα βασιλικά διαμερίσματα των ανακτόρων, κατά τη διάρκεια της οποίας μοιράζονταν χρήματα στο λαό που είχε συγκεντρωθεί στους δρόμους και επευφημούσε το γεγονός.