Eπίσκοπος Aυγουστίνος Καντιώτης: ΑΚΟΥΣΑΤΕ, αγαπητοί μου, τό ιερό καί άγιο ευαγγέλιο.
Τί είνε τό Ευαγγέλιο; Τό πιό ωραίο βιβλίο τού κόσμου. Χαλίκια είνε τά άλλα βιβλία, διαμάντι είνε αυτό. Όπου διαβάζεται καί εφαρμόζεται τό Ευαγγέλιο, εκεί υπάρχει ασφάλεια. Όπου υπάρχει Ευαγγέλιο, διάβολος δέν πατάει.
* * *
Τί λέει τό ευαγγέλιο; Λέει, ότι σέ κάποια πόλι ήτανε δυό δυστυχείς άνθρωποι. Δυστυχείς, διότι δέν είχαν υγεία· ήτανε τυφλοί, είχαν χάσει τό φώς τους. Ζούσανε μέσα σ ένα σκοτάδι. Δέν μπορούσαν νά διακρίνουν πότε τελειώνει η νύχτα κι αρχίζει η μέρα.
Η υγεία είνε σπουδαίο αγαθό, ανεκτιμήτου αξίας. Εάν σ ένα τυφλό πής «ποιό από τά δυό προτιμάς, ένα πουγγί λίρες ή νά δής τό φώς σου;», εκείνος ασφαλώς θά προτιμήση νά δή τό φώς. Πρέπει νά χάση κανείς τήν υγεία, γιά νά εκτιμήση τί είχε. Γι αυτό νά εμεθα ευγνώμονες στό Θεό. Εν τούτοις ο άνθρωπος είνε αχάριστος· ένα ευχαριστώ δέ λέει στό Μεγαλοδύναμο. Τό σκυλί, ένα κόκκαλο τού δίνεις καί κουνάει τήν ουρά του, σάν νά σού λέη· Αφεντικό, σ ευχαριστώ! Κι ο άνθρωπος; Όχι ευχαριστώ δέ λέει, αλλά καί βλαστημάει μέρα νύχτα Χριστό, Θεό, αγίους, όλα τά ιερά καί όσια. Οι δυό τυφλοί λοιπόν ήταν δυστυχείς. Στέκονταν σ ένα σταυροδρόμι, φώναζαν στούς διαβάτες καί περίμεναν βοήθεια. Ήταν φτωχοί, δέν μπορούσαν νά δουλέψουν. Αλλά, μετά από τόσα χρόνια υπομονής καί μέσα στούς χιλιάδες περαστικούς, νά καί Ένας! Ώ Θεέ μου αυτός ο Ένας! Είνε εκείνος πού είπε τά ωραιότερα λόγια κ έκανε τά μεγαλύτερα θαύματα. Όπου άγγιζε τό άγιό του χέρι τυφλοί έβρισκαν τό φώς τους, κουφοί άκουγαν, παράλυτοι σηκώνονταν απ τά κρεβάτια, δαιμονιζόμενοι απαλλάσσονταν από τά δαιμόνια, νεκροί ανασταίνονταν από τούς τάφους. Ποιός είνε αυτός; Ο Χριστός! Τ όνομά του είνε τό γλυκύτερο όνομα στόν κόσμο. Ακούς τό όνομα τού παιδιού σου, τής γυναίκας σου, τού συγγενούς σου, καί συγκινείσαι· ακούς τό όνομα τού Χριστού, καί αλλοίμονο! δέν συγκινείσαι. Είσαι αγνώμων καί αχάριστος. Χριστός, όνομα γλυκύ, φωτιά ανάβει στίς ευγενείς καρδιές. Αλλά σήμερα οι καρδιές είνε κρύες, μπούζι, Βόρειος Πόλος· δέν αισθάνονται πλέον τήν έλξι καί αγάπη πρός τό Χριστό. Ο Χριστός, λοιπόν, ερχόταν. Οι δύο τυφλοί ακούνε θόρυβο. Τί συμβαίνει; ρωτούν. Ο Χριστός περνάει, τούς απαντούν. Ο Χριστός; Μοναδική ευκαιρία! Νά, είπαν μέσα τους, αυτός θά μάς κάνη καλά. Καί τότε φώναξαν δυνατά· «Ελέησον ημάς, υιέ Δαυΐδ» (Ματθ. 9,27). Είπαν, δηλαδή, αυτό πού λέμε κ εμείς στήν εκκλησία. Άν προσέξετε, από τή στιγμή πού αρχίζει η θεία λειτουργία μέχρι τό τέλος, πάνω από 50 φορές λέμε τό «Κύριε, ελέησον». Αλλ εμείς τό λέμε χωρίς συναίσθησι. Πόση διαφορά υπάρχει ανάμεσα στό δικό μας «Κύριε, ελέησον» καί στό «ελέησον» πού είπαν αυτοί! Ο Χριστός τούς ερωτά· Πιστεύετε, ότι εγώ μπορώ νά σάς κάνω καλά; «Ναί, Κύριε» (έ.α. 9,28), καμμιά αμφιβολία δέν έχουμε, πιστεύουμε εκατό τοίς εκατό, ότι εσύ μπορείς νά μάς κάνης καλά. Καί τότε ο Χριστός έβαλε τό άγιο χέρι του πάνω στά κλεισμένα μάτια τους, καί ώ τών θαυμάτων σου, Ιησού Χριστέ! τά μάτια άνοιξαν. Καί οι τυφλοί εδανε ήλιο, φεγγάρι, αστέρια, δέντρα, ποτάμια, λίμνες, όλο τόν ωραίο κόσμο. Ήταν όλο χαρά καί αγαλλίασι. Πέσανε στά πόδια τού Χριστού καί τόν ευχαριστούσαν. Καί μολονότι ο Χριστός είπε νά μήν πούν σέ κανένα τίποτα, αυτοί γίνανε σάλπιγγες καί διεκήρυξαν παντού τό θαύμα του.
* * *
Αυτό, αγαπητοί μου, μέ λίγα λόγια είνε τό σημερινό ευαγγέλιο. Τί μάς διδάσκει; Πολλά. Αλλ εγώ απ όλα επιθυμώ νά κρατήσουμε τό εξής. Επανε οι δύο τυφλοί τό «Κύριε, ελέησον». Άχ νά λέγαμε κ εμείς τό «Κύριε, ελέησον» όπως εκείνοι! Όπως τό λέμε τώρα, δέν γίνεται τίποτα. Τό ψάλλει ο ψάλτης, τό λέει ο παπάς, μά τό κορμί μας μόνο είνε εκεί· η ψυχή μας είνε έξω. Εμαστε παρόντες μόνο σωματικώς· ψυχικώς βρισκόμαστε μακριά. Πώς καταντήσαμε, αγαπητά μου αδέρφια! Φύγαμε από τήν ωραία μας θρησκεία, αφήσαμε τά μεγάλα καί υψηλά καί αιώνια πράγματα. Άλλοτε οι ορθόδοξοι, καί υπό αντιχριστιανικά καθεστώτα, λέγανε τό «Κύριε, ελέησον» καί κλαίγανε όλοι, μικροί καί μεγάλοι. Τό λεγαν μέ πίστι, όπως οι τυφλοί τού σημερινού ευαγγελίου. Τό «Κύριε, ελέησον» έχει μεγάλη δύναμι. Τελειώνω, αγαπητοί μου, μέ κάτι πού είπε ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός. Ήταν, λέει, σ ένα βουνό, ένας τσοπάνος. Μιά μέρα λέει στόν πατέρα του· Βαρέθηκα νά φυλάω πρόβατα, θά φύγω· θέλω νά γίνω βασιλιάς, ν απολαύσω κ εγώ τ αγαθά τού κόσμου Καί παρά τίς συμβουλές τού πατέρα του άφησε τό μαντρί κ έφυγε. Στό δρόμο συνάντησε μιά σπηλιά, όπου κατοικούσε ένας μάγος. Μπήκε μέσα, πλησίασε τό μάγο, καί τού λέει· Εγώ άφησα τό μαντρί καί θέλω νά γίνω βασιλιάς. Τί πρέπει νά κάνω; Θά σού πώ, αλλά θά μ ακούσης; θά κάνης ό,τι σού πώ; Βεβαίως, λέει, πρόθυμος είμαι. Λοιπόν θά πάρης αυτό τό χαρτί, θά πάς στό νεκροταφείο τά μεσάνυχτα, κι όταν τό ρολόι χτυπήση δώδεκα θά τό ρίξης πάνω στά μνήματα. Αλλά ό,τι γίνη μή φοβηθής. Δέ φοβάμαι τίποτα. Πήρε τό μαγικό χαρτί καί τά μεσάνυχτα, πού ταν ησυχία, νάτος ο τσοπάνος στά μνήματα. Όταν σήμανε δώδεκα, ρίχνει τό χαρτί πάνω στά μνήματα. Ώ Θεέ μου τί έγινε! Ήρθαν οι δαίμονες καί ούρλιαζαν σάν χίλιοι λύκοι καί τσακάλια, λιοντάρια καί τίγρεις· εσείετο η γή. Τρόμος καί φόβος τόν κατέλαβε. Τότε θυμήθηκε τή γιαγιά του μεγάλο πράγμα η γιαγιά, πού όταν τόν είχε στά γόνατα τού λεγε· Παιδάκι μου, όταν δής κίνδυνο, γονάτισε κάνε τό σταυρό σου καί πές τό «Κύριε, ελέησον». Γονάτισε λοιπόν, έκανε τό σταυρό του καί είπε μέ δάκρυα «Κύριε, ελέησον». Αμέσως οι δαίμονες σκορπίσανε. Τό πρωί πήγε στή σπηλιά τού μάγου. Τί έγινε; λέει. Έρριξα τό χαρτί, μά οι δαίμονες χάλασαν τόν κόσμο· τέτοιο πράγμα δέν ξανάκουσα. Καί τί έκανες; Φοβήθηκα, έκανα τό σταυρό μου, είπα «Κύριε, ελέησον», καί φύγανε τά δαιμόνια. Βρέ βλάκα, δέν ξέρεις πώς ο σταυρός διώχνει τά δαιμόνια; Τώρα τί νά σέ κάνω; Θέλω νά γίνω βασιλιάς. Αφού επιμένεις, θά σού πώ κάτι άλλο. Θά πάς κάτω στό χωριό, θά βρής ένα μωρό στήν κούνια, καί θά τό σφάξης. Θά τό σφάξω; Θά τό σφάξης καί θά μού φέρης τό αίμα του· τό χρειάζομαι γιά τά μάγια. (Καί σήμερα οι σατανισταί σφάζουν μικρά παιδιά). Ο τσοπάνος νίκησε τούς δισταγμούς, βρίσκει ένα παιδί μόνο του στήν κούνια, τό αρπάζει, τό σφάζει σάν αρνάκι, παίρνει τό αίμα του καί τό φέρνει στή σπηλιά. Τού λέει ο μάγος· Πάρε τώρα τό χαρτί καί πήγαινε πάλι στά μνήματα. Πήγε, καί στίς δώδεκα η ώρα πετάει τό χαρτί πάνω στά μνήματα. Άρχισαν πάλι οι δαίμονες νά ουρλιάζουν. Φοβήθηκε, γονάτισε, έκανε τό σταυρό του καί είπε τό «Κύριε, ελέησον». Μά τίποτα· τά δαιμόνια δέ φεύγανε. Τό είπε δύο, τρείς, δέκα, εκατό, χίλιες φορές· τά δαιμόνια δέ φεύγανε. Γιατί; Είστε έξυπνοι καί καταλαβαίνετε. Τήν πρώτη φορά τόν άκουσε ο Θεός, γιατί τά χέρια του ήταν καθαρά· τήν άλλη φορά τά χέρια του στάζανε αίμα. Έτσι είνε, αγαπητά μου αδέρφια. Τό «Κύριε, ελέησον» έχει μεγάλη δύναμι πότε όμως; Όταν πιστεύης κ είσαι καθαρός από αμαρτίες (πορνείες, μοιχείες κ.λπ.), ή όταν μετανοής καί ζητάς τό έλεος τού Θεού καί εξομολογήσαι τίς αμαρτίες σου. Τότε, μιά φορά θά λές τό «Κύριε, ελέησον», καί θά κατεβαίνουν τά άστρα από τόν ουρανό. Ναί, αδελφοί μου· τεραστία δύναμι έχει η προσευχή. Άς λέμε λοιπόν όλοι «Κύριε, ελέησον» αδιαλείπτως. «Κύριε, ελέησον» γιά τά παιδιά μας, «Κύριε, ελέησον» γιά τίς γυναίκες, «Κύριε, ελέησον» γιά τό χωριό, «Κύριε, ελέησον» γιά τούς γεωργούς μας, «Κύριε, ελέησον» γιά τήν πατρίδα μας τήν αγαπημένη, «Κύριε, ελέησον» γιά τήν ανθρωπότητα. Ελέησον τόν κόσμον σου, Κύριε Ιησού Χριστέ, διά πρεσβειών τής υπεραγίας Θεοτόκου καί πάντων τών αγίων. «Κύριε, ελέησον», λέω κ εγώ ο επίσκοπος γιά σάς· πέστε κ εσείς γιά τόν αμαρτωλό επίσκοπο ένα «Κύριε, ελέησον», γιά νά μάς σώση ο Θεός εν Χριστώ. Αμήν.
Eπίσκοπος Aυγουστίνος
Aπομαγνητοφωνημένη ομιλία, η οποία εγινε στον ι. ναο Aγίας Παρασκευής Πισοδερίου Φλωρίνης την 21-7-1985.