Ο Ευσεβισμός δυστυχώς μέσα στην Εκκλησία δεν λέει να αποχωρήσει(στις ημέρες μας κυρίως ευδοκιμεί στην Ρωσική Εκκλησία). Πάντοτε βεβαίως υπήρχε αλλά κυρίως οργανώθηκε και κατέκλισε την Ορθόδοξη Εκκλησία (Ελλάδα) τον 20ο αιώνα. Αρχικά το «κίνημα» αυτό φάνηκε ότι αποβλέπει στην ανανέωση του εκκλησιαστικού βίου με τη συστηματική οργάνωση του κηρύγματος, της κατήχησης, των θρησκευτικών εκδόσεων, της εξομολογήσεως. Αλλά πολύ σύντομα ξεχώρισε την παρουσία και τη δράση του από τη ζωή της Εκκλησίας, τη ζωή των ενοριών και από την δικαιοδοσία ακόμα και των τοπικών επισκόπων. Οργανώθηκε σε προσπάθεια αυτόνομη, με ανεξάρτητο από την εκκλησιαστική ιεραρχία διοικητικό και οργανωτικό σύστημα και δική του πνευματική και θεολογική κατεύθυνση.
Δυστυχώς η απολυτοποίηση των ηθικιστικών κριτηρίων μετέβαλε τα κινήματα αυτά στην Ελλάδα σε αποκομμένα από την εκκλησιαστική και κοινωνική ζωή θρησκευτικά σύνολα. Εξελίχθηκαν σε κλειστές αυτόνομες ομάδες, στις οποίες εξασφαλίζει την είσοδο μόνο η αντικειμενικά αναγνωρισμένη «προσαρμογή» και ηθική συνέπεια.
Ο ευσεβισμός υπονομεύει, αν δεν αρνείται ολοκληρωτικά την οντολογική αλήθεια της εκκλησιαστικής ενότητας και προσωπικής κοινωνίας: Θεωρεί και αντιμετωπίζει την εν Χριστώ σωτηρία του ανθρώπου σαν ατομικό γεγονός, ατομική δυνατότητα ζωής. Είναι η απολυτοποίηση και αυτονόμηση στης ατομικής ευσέβειας, της υποκειμενικής «οικειώσεως της σωτηρίας» μετάθεση των δυνατοτήτων σωτηρίας του ανθρώπου στην ατομική ηθική προσπάθεια.
Η Εκκλησία για τους ανθρώπους που υπακούουν στην ιδεολογία του ευσεβισμού είναι ένα επιφαινόμενο της ατομικής δικαίωσης: είναι η συνάθροιση των ηθικά «αναγεννημένων» ατόμων, μια σύναξη των «καθαρών», ένα συμπλήρωμα και βοήθημα της ατομικής θρησκευτικότητας. Έτσι η ευσέβεια χάνει το οντολογικό της περιεχόμενο, παύει να είναι υπαρκτικό γεγονός, πραγμάτωση και φανέρωση της υπαρκτικής αλήθειας του ανθρώπου, « εικόνας» του Θεού στον άνθρωπο. Μεταβάλλεται σε ατομικό επίτευγμα, που «βελτιώνει» οπωσδήποτε τον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά, ίσως και τα κοινωνικά ήθη, αλλά είναι αδύνατο να μεταμορφώσει τον τρόπο της υπάρξεως, να μεταποιήσει τη φθορά σε αφθαρσία, τον θάνατο σε Ζωή και Ανάσταση.
Ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων σήμερα, ίσως η πλειοψηφία στην περίπτωση των δυτικών κοινωνιών, αξιολογεί το έργο της Εκκλησίας με μέτρο την κοινωνική του χρησιμότητα σε σύγκριση με το κοινωνικό έργο της σχολικής εκπαίδευσης, των σωφρονιστικών συστημάτων ή και της αστυνομίας. Φυσικό αποτέλεσμα είναι να συντηρείται η Εκκλησία σαν αναγκαίος για τα ήθη θεσμός και να οργανώνεται σαν κοσμικό ίδρυμα όλο και πιο γραφειοκρατικά. Η πιο έκδηλη μορφή « εκκοσμίκευσης» της Εκκλησίας είναι η πιετιστική (ευσεβιστική) παραποίηση του φρονήματος και του βιώματός της, η νόθευση των κριτηρίων της με ηθικιστικές σκοπιμότητες.
Ο τύπος της χριστιανικής ευσέβειας εξομοιώνεται όλο και περισσότερο στις διαφοροποιημένες εκκλησίες και ομολογίες με τον τύπο μιας «τελειότερης» από κάθε άλλη χρησιμοθηρικής Ηθικής, με ένα ήθος ατομικό που προηγείται του γεγονότος της Εκκλησίας. Διαφοροποιείται η ευσέβεια μόνο από τις παραλλαγές των θρησκευτικών συνηθειών, των θρησκευτικών «υποχρεώσεων». Ακόμα και η λειτουργική πράξη είναι επιφαινόμενο – συμπλήρωμα, βοήθημα ή καρπός της ατομικής ευσέβειας, κατανοείται σαν ευκαιρία «οικοδομής» ή σαν θρησκευτική υποχρέωση.
Η Ευχαριστία, η θεμελιώδης ενσάρκωση του γεγονότος της σωτηρίας, αλλοιώνεται από το πιετικό πνεύμα: εκλαμβάνεται σαν στενά «θρησκευτικό» καθήκον, υποχρέωση συμπροσευχής, ίσως και ακρόασης ενός κηρύγματος που συνήθως εξαντλείται στον καθορισμό της ατομικής συμπεριφοράς.
Τελικά, και αυτή η μετοχή στα μυστήρια παίρνει συμβατικό ηθικό χαρακτήρα: Η εξομολόγηση μεταβάλλεται σε ψυχολογική «τακτοποίηση» των ατομικών αισθημάτων ενοχής, η Θεία Κοινωνία στην ηθική επιβράβευση της καλής συμπεριφοράς – όταν δεν είναι μια ελάχιστα συνειδητή ατομική ή οικογενειακή συνήθεια που εγγίζει τα όρια της μαγείας. Το βάπτισμα γίνεται αυτονόητη κοινωνική υποχρέωση και ο γάμος μία νομιμοποίηση της σεξουαλικής σχέσης, ανεξάρτητα από κάθε ασκητική μεταμόρφωση της συζυγίας σε εκκλησιαστικό γεγονός προσωπικής κοινωνίας.
Αν θα είχε νόημα στην εποχή μας η μαρτυρία μιας οικουμενικής συνόδου της Εκκλησίας, θα ήταν κυρίως για να καταγγείλει αυτόν τον βασανιστικό των ανθρώπων εγκλωβισμό σε μία παραποιημένη και πλαστογραφημένη αντίληψη της χριστιανικής ευσέβειας, τη διάβρωση και αναίρεση της αλήθειας της σωτηρίας και του γεγονότος της Εκκλησίας από τον γενικευμένο πιετισμό.
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Χρήστου Γιανναρά “Η ελευθερία του ¨Ηθους”