Πνευματικοί πατέρες: Ζώσα ελπίδα για υπέρβαση της ασθένειας
Είναι γεγονός ότι ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της εποχής μας είναι η παθητικότητα του ανθρώπου, η αδράνεια και η έλλειψη επικοινωνίας. Δεν είναι λίγοι εκείνοι οι οποίοι απεγνωσμένα αναζητούν έναν άνθρωπο προκειμένου να επικοινωνήσουν επί της ουσίας και όχι επιφανειακά.
Ακόμη και εκείνοι που δίνουν την εντύπωση ότι έχουν μεγάλο κοινωνικό περίγυρο αισθάνονται το ψυχικό κενό της μοναξιάς, καθώς οι περισσότεροι μένουν ασυγκίνητοι απέναντι στα προβλήματα που ταλαιπωρούν τους συνανθρώπους τους και δεν ενεργοποιούνται για να αναζητήσουν λύσεις. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα προβλήματα αυτά να διογκώνονται ακόμα περισσότερο και να διαιωνίζονται κάνοντας ανέφικτη την ύπαρξη ομαλής κοινωνικής ζωής.
Σύμφωνα με την προτροπή του Χριστού «αγάπα τον πλησίον σου ως σεαυτόν», κάθε χριστιανός οφείλει να συμπαραστέκεται τον πλησίον σε κάθε ανάγκη που παρουσιάζεται στη ζωή του. Τούτο ισχύει ιδιαίτερα για τους ποιμένες, οι οποίοι ως γνήσιοι μαθητές του Χριστού δεν αρκεί μόνο να μνημονεύουν τους αδελφούς τους κατά την προσευχή τους αλλά να τους επισκέπτονται και να τους συμπαρίστανται σε ώρες δοκιμασιών και θλίψεων.
Ο ποιμένας είναι ο «πνευματικός ηγέτης της ενορίας»[1]. Η σχέση του με τους ενορίτες δεν πρέπει να είναι σχέση υπεροχής και επιβολής. Η σχέση πρέπει να είναι ισότιμη, σχέση αδελφού προς αδελφό[2]. Να είναι πραγματικός φίλος και να δημιουργεί μέσα στην ενορία του γνήσιο οικογενειακό περιβάλλον. Κυρίως, όμως, η παρουσία του είναι αναγκαία στους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας και σε όσους στερούνται την υγεία τους. Γι’ αυτό πιστεύουμε ότι επιβάλλεται να είναι ευαισθητοποιημένος και ειδικευμένος, κατά κάποιο τρόπο, σε παρόμοια θέματα ποιμαντικής[3].
Μεγάλη σπουδαιότητα για τη θεραπευτική αγωγή έχει η καθοδήγηση του ασθενή από τον ποιμένα, ώστε να μπορέσει να εναρμονιστεί η βούλησή του με την υπέρτατη θεία βούληση, με σκοπό την πλήρη και μέσα από την καρδιά του ασθενούς αποδοχή της θείας Χάριτος[4]. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους που βιώνουν πιο έντονα την κυριαρχία της φθοράς, του πόνου και του θανάτου, στο βιολογικό και το ψυχικό τους «είναι», οι πνευματικοί πατέρες είναι η «ζωσα ελπίδα» (Α΄ Πέτρου, α΄, 3), που μόνη αυτή μπορεί να τους σώσει από την απόγνωση και να τους αναγεννήσει πνευματικά[5].
Ο Μ. Βασίλειος δίνει μεγάλη βαρύτητα στην υπεύθυνη και εμπνευσμένη κρίση του ποιμένα, παρά στο νεκρό γράμμα του νόμου. Παρόλα αυτά, και δεδομένου ότι το έργο της θεραπευτικής αγωγής είναι δυσχερέστατο, ο Μέγας Ιεράρχης θέτει μερικές θεμελιώδεις αρχές[6], που αποτελούν και τη βάση της και αυτές είναι α) Το θεραπευτικό μέσο πρέπει να είναι ανάλογο με τον ιδιάζοντα χαρακτήρα του ασθενή, β) η όλη συμπεριφορά του προς τον ασθενή, κατά τη διάρκεια της θεραπευτικής αγωγής, πρέπει να χαρακτηρίζεται από αγάπη, γ) συνεργασία του ποιμένα με τον ασθενή κατά το στάδιο της διάγνωσης της ασθένειας, μια συνεργασία που είναι εξίσου απαραίτητη και κατά το στάδιο της θεραπείας, δεδομένου ότι «απάντων σπουδαιότερον» δεν είναι μόνο «εαυτόν γινώσκειν», αλλά και «θεραπεύειν».
Είναι γεγονός ότι οι ασθενείς και ιδιαίτερα οι καρκινοπαθείς αρνούνται να αποδεχτούν τη σκληρή πραγματικότητα τόσο για τους ίδιους όσο και για τους οικείους τους. Συχνά διερωτώνται με θυμό «Γιατί σ’ εμένα; Γιατί τώρα; Απλώς, γιατί;». Αρχίζει η διαπραγμάτευση για το «παζάρεμα» λίγης ακόμη ζωής με τον Θεό ή και με τους επιστήμονες. Πολύ συχνά πέφτουν σε κατάθλιψη, και αναζητούν σανίδα σωτηρίας. Στο τέλος, τα έντονα συγκρουσιακά συναισθήματα αμβλύνονται, οι αντιδράσεις καταλαγιάζουν, οι ασθενείς ηρεμούν και αποδέχονται το επερχόμενο τέλος[7]. Μέχρι να φτάσει όμως ο καρκινοπαθής στο τελικό στάδιο χρειάζεται βοήθεια καθώς αισθάνεται να γίνεται βάρος στο περιβάλλον του και νεκρό μέλος της κοινωνίας.
Τα τελευταία χρόνια πολύ συχνά γίνεται λόγος για το «δικαίωμα» στο θάνατο. Έρευνες, όμως, έχουν δείξει ότι οι μελλοθάνατοι δε φοβούνται τόσο το θάνατο όσο την διαδικασία του θανάτου. Ο ασθενής με καρκίνο δεν είναι ένας συνηθισμένος ασθενής. Αντικειμενικά, αντιμετωπίζει άμεσα το φάσμα του θανάτου. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο ο ποιμένας δεν έχει πολλά περιθώρια, ώστε να καθυστερήσει την πιθανή ποιμαντική σχέση[8]. Αυτή τη φοβία του ασθενή επιβάλλεται να την αντιμετωπίσει με κάθε μέσο που διαθέτει, προσφέροντας ελπίδα και ανακούφιση[9].
Κατά τον γέροντα Πορφύριο[10] «ο καρκίνος κυρίως βγαίνει σε μπερδεμένες ψυχές, σε αγχώδεις ανθρώπους, σε βασανισμένους από διάφορα γεγονότα, σε καταπιεσμένους. Όταν πάθεις κάτι και σου πουν ότι είναι καρκίνος, πρέπει να δοθείς πολύ στην αγάπη του Θεού. Να ηρεμήσεις, να ησυχάσεις, ν’ αγαπήσεις τον κόσμο, να τα αγαπήσεις όλα. Να είσαι όλο αγάπη και δοξολογία στο Θεό. Και να αγιάσει η ψυχή σου. Κι όταν αγιάσει η ψυχή σου, όταν προσκολληθείς στο Θεό και γίνει ηρεμία, το συμπαθητικό και το παρασυμπαθητικό και όλα τα συστήματα του οργανισμού θα ηρεμήσουν και τότε ο καρκίνος, αν δεν θεραπευθεί, τουλάχιστον θα μείνει εκεί που βρίσκεται… όταν σου πούνε ότι έχεις αυτή την αρρώστια δεν πρέπει να στενοχωριέσαι, πρέπει να είσαι γεμάτος χαρά. Θα μελετήσεις τη Γραφή και θα δεις πως όποιος πιστεύει στα λόγια του Θεού δεν πεθαίνει ποτέ». Εδώ ακριβώς ο ποιμένας θα πρέπει να πείσει τον καρκινοπαθή ότι δεν έχει μόνο σώμα. Είναι ψυχοσωματική οντότητα που θα πει ότι εκείνος ενδιαφέρεται όχι μόνο για τη σωματική αποκατάστασή του, αλλά και για την ψυχική του. Η έννοια της ψυχικής υγείας είναι ευνόητο ότι κατανοείται μέσα στο πλαίσιο της χριστιανικής παραδόσεως, ως μετάνοια και συμφιλίωση με το Θεό. Κατ’ επέκταση, ο ασθενής δεν αντιμετωπίζεται ως αντικείμενο. Πρόκειται για πρόσωπο-εικόνα Θεού, που σημαίνει ότι πρέπει να αντιμετωπισθεί ως αξία ανεκτίμητη και ανεπανάληπτη[11].
Αναμφίβολα, κάθε ασθενής είναι διαφορετικός και ως εκ τούτου θα αντιδράσει διαφορετικά. Η προσωπικότητα καθενός, οι μηχανισμοί προσαρμογής και άμυνας που έχει αναπτύξει, η ηλικία, το σημείο όπου τον χτύπησε ο καρκίνος, οι δυνατότητες για θεραπεία, η ψυχολογική υποστήριξη που έχει, παίζουν καθοριστικό ρόλο στον τρόπο με τον οποίο ο καρκινοπαθής θα οργανωθεί και θα εφορμήσει σε αυτή τη μάχη[12].
Οι θλίψεις και ο πόνος μόνο στο Χριστό βρίσκουν το σωτήριο αντίδοτο, την παρηγοριά, την υπομονή, τη βέβαιη ελπίδα. «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι καγώ αναπαύσω υμάς. Άρατε τον ζυγόν μου εφ’ υμάς και μάθετε απ’ εμού, ότι προς ειμί και ταπεινός τη καρδία και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών»[13]. Ο πιστός άνθρωπος δεν τρομοκρατείται, αλλά αντιμετωπίζει τα πάντα με αισιοδοξία και γαλήνη[14] γιατί έχει πάντα στη σκέψη του τη διαβεβαίωση του Θεού: «Ου μη σε ανώ (δεν θα σε αφήσω) ουδ’ ου μη σε εγκαταλίπω»[15]. Ο θάνατος που σχεδόν τον αγγίζει ο καρκινοπαθής, δεν έχει την τρομακτική όψη, που παίρνει στα μάτια του αποκομμένου από το Θεό και αμετανόητου ανθρώπου. Για τη χριστιανική πίστη θεωρείται όχι το τέρμα, αλλά η δίοδος που οδηγεί στην αιώνια ζωή. Μέσω, όμως, της θρησκευτικής πίστης η απογοήτευση και οι συγκρούσεις, που γεννώνται από τέτοιες οδυνηρές καταστάσεις, που βρίσκονται πέρα από τον έλεγχο του προσώπου, περιορίζονται[16]. Με την υπομονή και την ταπείνωση, τον πόθο και τον έρωτα του Θεού, ο πόνος αποκτά ένα μυστικό βάθος, μια σωτηριολογική σημασία[17].
Εξάλλου, ο Θεός επιτρέπει τον πόνο για πολλούς και διάφορους λόγους, είτε για να μας δοκιμάσει είτε για να αντιληφθούμε τη ματαιότητα του κόσμου τούτου είτε για λόγους που εμείς αγνοούμε[18].«Τις γαρ άνθρωπος γνώσεται βουλήν Θεού; Ή τις ενθυμηθήσεται τι θέλει ο Κύριος»[19]. Ένας από τους κυριότερους σκοπούς του πόνου είναι και η θεραπεία της ψυχής. Επιτρέπει ο Θεός τον πόνο, όχι για να τιμωρεί τον άνθρωπο αλλά για να τον θεραπεύει. Κυρίως για να θεραπεύει, να σώζει, να ευεργετεί[20]. Σύμφωνα με τον μακαριστό αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο σε συνέντευξή του στη ομογενειακή εφημερίδα «Εθνικός Κήρυκας» μιλώντας για την περιπέτεια της υγείας του λέει: «Ο πόνος, τελικά, σε φέρνει πιο κοντά στο Θεό, σε καθιστά δεκτικότερο της χάριτός Του. Μίλησα πολλές φορές μαζί Του, ίσως και δυνατά κάποιες απ’ αυτές, και σίγουρα ένιωσα έντονη την παρουσία Του. Εκείνος μου έδινε υπομονή, με όπλιζε με καρτερία, με ενδυνάμωνε με την ελπίδα της νίκης»[21]. Ο πόνος είναι ο ευαισθητοποιητής της ζωής[22]. Όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά, ο καθένας χρειάζεται κάποιο αντιστάθμισμα για να διατηρήσει την ψυχική του ισορροπία. Ο κάθε ασθενής καλό είναι να τοποθετείται ενώπιον του πνευματικού προβλήματος, που έγκειται στο να φέρει άξια το σταυρό, να υπομείνει άξια τις οδύνες και τη σκοτεινή οδύνη που η αιτία βρίσκεται στην πτώση του ανθρώπου, μια οδύνη που στο τέλος μεταμορφώνεται σε χαρά και οδηγεί στη σωτηρία[23]. Καλό θα ήταν να αναζητεί την πνευματική του ταυτότητα, ως αντιστάθμισμα της σάρκας που αρρωσταίνει και γερνά και φθείρεται, τις πνευματικές αξίες για να θεραπεύει την «πληγή από φριχτό μαχαίρι», όπως την ονομάζει ο Καβάφης.
Ο ποιμένας, επομένως, θα πρέπει να δημιουργεί τέτοια σχέση με τον ασθενή ώστε να αισθανθεί ότι υπάρχει ένας άνθρωπος δίπλα του ο οποίος τον καταλαβαίνει και τον συμπονάει αλλά και να τον βοηθήσει γιατί μπορεί να έχει ανάγκη της αρρώστιας του[24]. Γι’ αυτό επιβάλλεται να είναι ευπροσήγορος στις επαφές του με τους ασθενείς, να ομιλεί με γλυκύτητα και πραότητα[25]. Ο Μ. Βασίλειος τον θέλει «ευπροσήγορον εν ταις εντεύξεσι, γλυκύν εν ταις ομιλίαις»[26]. Τον θέλει ταπεινό, γιατί μόνο με την ταπεινοφροσύνη και μετριοπάθεια θα μπορέσει να γίνει ευπρόσδεκτος από αυτόν που έχει ανάγκη θεραπείας. Θα πρέπει να πείθει ότι πρέπει να δεχόμαστε όλοι τις δοκιμασίες και να τις χρησιμοποιούμε ως ευκαιρία για να μαρτυρήσουμε, να ομολογήσουμε και να επιδιώξουμε υψηλότερους και ευγενέστερους σκοπούς για τους οποίους ταχθήκαμε στη ζωή[27]. Εξάλλου, η προσωπική συμμετοχή στο πόνο του άλλου, το «συμπάσχειν και συνωδύνειν» αποτελεί νόμο της πνευματικής ζωής[28].
Όμως ένας άνθρωπος που υποφέρει από καρκίνο είναι δύσκολο να δει την αρρώστια του σαν κάτι που το έχει ανάγκη. Δεν πρέπει να δει την αρρώστια μόνο ως κάτι κακό. Καλό είναι να βοηθηθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να προσπαθήσει να αναπτύξει μια στάση αποδοχής της χρησιμότητας της αρρώστιας, παρά να αισθάνεται πικρόχολος και ηττημένος. Να μην αρνηθεί την ύπαρξη της αρρώστιας αλλά να τη δει ως μια αξιοποιήσιμη και χρήσιμη πραγματικότητα[29]. Γι’ αυτό, ίσως, δεν πρέπει ο ασθενής να τρέφεται με ψευδαισθήσεις και αυταπάτες. Αντίθετα, η ακριβής πληροφόρηση της κατάστασής του μπορεί να τον υποκινήσει σε μετάνοια, γεγονός που προϋποθέτει την παρουσία του ποιμένα καθ’ όλη τη διάρκεια της πορείας της νόσου. Επομένως, ο ποιμένας με τον παρηγορητικό του λόγο μπορεί να ενθαρρύνει τον ασθενή να αντιμετωπίσει με θετικό τρόπο την ασθένειά του και, αν μπορεί, να δώσει στον άρρωστο κάτι καλύτερο να βάλει στη θέση της, είτε σαν μια άμυνα εναντίον της ή πιο δραστικά για να περιορίσει τον ψυχικό πόνο[30]. Η ενθάρρυνση δημιουργεί ελπίδα αφού «η θετική αντιμετώπιση του πόνου είναι πράξη ελευθερίας»[31]. Με την αληθινή συμμετοχή στον πόνο του συνανθρώπου θα κατανοήσει την αγωνία και το φόβο του, θα μετέχει σ’ αυτόν και θα αναπτύξει πληρέστερη κοινωνία μαζί του. Θα σπείρει γενναιότητα ψυχής σ’ αυτόν που την έχει χάσει «αλοίφειν λόγοις παρακλητικοις… προς τους προκειμένους αγώνας»[32].
Επίσης, ο ποιμένας πρέπει να δώσει στο ασθενή τα κατάλληλα εφόδια ώστε «να προσεγγίζει τα έργα του Θεού θεοπρεπώς και όχι ανθρωποπρεπώς»,[33] να μην αντιμετωπίζει με μοιρολατρικό τρόπο τη δοκιμασία του αλλά να τη δεχθεί και να τη χρησιμοποιήσει ως ευκαιρία, για να μαρτυρήσει και να επιδιώξει με αυτή, σκοπούς υψηλότερους, ευγενέστερους, σκοπούς δηλαδή, για την επίτευξη των οποίων ταχθήκαμε στη ζωή[34]. Με αυτό τον τρόπο ο ποιμένας μιμείται τον πόνο και την οδύνη του Χριστού, γίνεται μάρτυρας του δεσποτικού Σταυρού, γιατί με το θάνατό του Χριστού νικήθηκε ο θάνατος του ανθρώπου[35].
Ένα άλλο στοιχείο του καλού ποιμένα είναι η υπομονή. Ιδιαίτερα, όταν η ασθένεια είναι ανίατη, αυτό δεν είναι εύκολο να επιτευχθεί. Εάν ο λόγος γίνει χωρίς περίσκεψη και προσευχή, θα είναι μηχανικός, δε θα αγγίζει την ψυχή του ασθενή και δε θα πετύχει το στόχο του που είναι η ανακούφισή του. Η μηχανική συμπόνια γίνεται αντιληπτή, τόσο από τον ασθενή όσο και από εκείνον που την εκφράζει. Ακόμη, θα πρέπει να βοηθήσει τον ασθενή να προσευχηθεί ο ίδιος. Ένας καλός τρόπος είναι να τελέσει κάποια ακολουθία όπως Ευχέλαιο ή Παράκληση. Ανεκτίμητης αξίας, επίσης, θεραπευτικό μέσο γίνεται και το ιερό μυστήριο της εξομολόγησης. O ποιμένας μπορεί να προσφέρει τακτικά τα Άχραντα Μυστήρια που θεραπεύουν κάθε νόσο. Κατ’ αυτό τον τρόπο θα επουλώσει τις εσωτερικές πληγές και θα δώσει κουράγιο στον πάσχοντα να αντιμετωπίζει με θάρρος την ασθένεια. Εάν στέκει μπροστά τους αμήχανα, ατενίζοντας την απόσταση που τον χωρίζει απ’ αυτούς και σιωπά, μη έχοντας τη δυνατότητα να συλλάβει το μεγαλείο των ανθρώπων της οδύνης, τότε δε βοηθάει πραγματικά. Εάν όμως ακούει τους ανθρώπους αυτούς με υπομονή και τους μιλά την ώρα που το έχουν ανάγκη, τότε το φορτίο τους γίνεται πιο ελαφρύ και η ευλογία του Θεού μεγαλύτερη[36]. Γι’ αυτό όσοι έχουν αναλάβει μια τέτοια αποστολή πρέπει να έχουν το χάρισμα της ομιλίας και μάλιστα να το καλλιεργούν για να αποδώσουν όσο το δυνατόν περισσότερους καρπούς[37].
Για να πετύχει, όμως, ένας ποιμένας την αποστολή του μέσα στις τόσες ασχολίες του και στους ρυθμούς της καθημερινής ζωής πρέπει πρωτίστως να κάνει σωστή διαχείριση του προσωπικού του χρόνου ώστε να έχει τη δυνατότητα να δει όσο το δυνατό περισσότερους ανθρώπους που έχουν ανάγκη την παρουσία του. Επιβάλλεται να έχει πίστη και να είναι έτοιμος να θυσιαστεί προκειμένου να γευθεί τους καρπούς των κόπων του και να διαθέτει άγρυπνο μάτι ώστε να εντοπίζει εκείνους που πραγματικά έχουν την ανάγκη του. Επιβάλλεται δηλαδή να εξατομικεύει την ποιμαντική του φροντίδα και να δίδει την κατάλληλη θεραπεία κάθε φορά ανάλογα με την ψυχοσύνθεση του κάθε ασθενή[38]. Ιδιαίτερα, η προσέγγιση του ασθενή με καρκίνο πρέπει να γίνεται πάντοτε με αγάπη, αφοσίωση και σεβασμό στο πρόσωπό του, γεγονός που σημαίνει ότι η πληροφόρηση για την αλήθεια της κατάστασής του μπορεί να αμβλύνεται, με δεδομένο την ψυχοσύνθεσή του[39].
Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι με τη βοήθεια της πίστης αλλά και του σωστού ποιμένα οι θλίψεις κατεργάζονται για μας «αιώνιον βάρος δόξης». Αυτό θα πρέπει να μας παρηγορεί πολύ. Και ακόμη, θα πρέπει να μας παρηγορεί το γεγονός, ότι εμείς είναι ανάγκη να είμαστε συνέχεια στραμμένοι προς τα μη «βλεπόμενα», τα αιώνια, τα έσχατα: «μη σκοπούντων ημων τα βλεπόμενα, αλλά τα μη βλεπόμενα∙ τα γάρ βλεπόμενα πρόσκαιρα, τα δε μη βλεπόμενα αιώνια» [40].
Στο κρεβάτι του πόνου ο άνθρωπος μπορεί να γνωρίσει πιο εύκολα τον εαυτό του, να τον κοιτάξει κατάματα και να οδηγηθεί στην αυτογνωσία, όπως εξομολογείται ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, καθώς μέσα από την ασθένεια ξεφεύγει από τον οίστρο της εργώδους καθημερινότητας και μπορεί να δει τον εαυτό του αυθεντικότερα, μακριά από την ομίχλη και τη σκόνη του γίγνεσθαι και του φαίνεσθαι, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Τότε αναφύονται τα λεγόμενα υπαρξιακά θέματα. Ο διάσημος λογοθεραπευτής Victor Frankl, όπως γράφει, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και θανάτου του Άουτσβιτς και του Νταχάου, είδε αυθεντικότερα τη ζωή και την αγάπη, κατάλαβε την αξία όχι της ομοιοστασίας, αλλά της υπέρβασης[41].