Ένας μοναχός, που ζούσε σε κοινοβιακό μοναστήρι, πολεμιόταν από τους λογισμούς αναχωρήσεως από το κοινόβιο. Μία μέρα πήρε ένα χαρτί και κάθισε και έγραψε σ’ αυτό όλες τις αιτίες, για τις οποίες οι λογισμοί του έλεγαν να φύγει.
Αφού τις απαρίθμησε όλες, από κάτω έγραψε και μία ερώτηση, που την απηύθυνε στον εαυτό του: «Τα υπομένεις όλα;».
Τέλος, σαν απάντηση στην ερώτηση αυτή έγραψε: «Εις το όνομα του Ιησού Χριστού του Υιού του Θεού, ναι, θα τα υπομένω». Κι αφού τύλιξε το χαρτί, το έδεσε στη ζώνη του.
Όταν λοιπόν κάποια από τις αιτίες εκείνες του ερχόταν στο μυαλό και τον ενοχλούσαν οι λογισμοί της αναχωρήσεως από το κοινόβιο, εκείνος έτρεχε, πήγαινε ιδιαιτέρως, έβγαζε το χαρτί από τη ζώνη του και το διάβαζε. Κι όταν έφθανε στη φράση «Εις το όνομα του Ιησού Χριστού του Υιού του Θεού θα υπομένω..», απευθυνόταν στον εαυτό του και έλεγε: «Πρόσεξε ταλαίπωρε, γιατί δεν συμφώνησες με άνθρωπο αλλά με τον Θεό», και αμέσως ησύχαζε.
Έτσι έκανε ο μοναχός αυτό όσες φορές κάποια αιτία δημιουργούσε στην ψυχή του ταραχή, και παρέμενε ατάραχος.
Όταν οι άλλοι μοναχοί αντιλήφθηκαν αυτό που κάνει ο αδελφός και πως ζει ειρηνικά διαβάζοντας εκείνο το χαρτί, ενώ αυτοί πολλές φορές εξ αιτίας του πειρασμού ταράζονταν, τον φθόνησαν και τον μίσησαν. Πήγαν όλοι μαζί στον ηγούμενο και του είπαν:
– Αββά, ο αδελφός αυτός είναι γόης και στη ζώνη του κρύβει μαγικά. Γι’ αυτό δεν μπορούμε να μείνουμε μαζί του. Ή θα διώξεις αυτόν από εδώ, ή εμάς.
Ο ηγούμενος, χωρίς να αγνοήσει την ενέδρα του εχθρού, γιατί γνώριζε την ταπείνωση και την ευλάβεια του μοναχού, τους λέει:
– Πηγαίνετε να προσευχηθείτε και θα προσεύχομαι και εγώ, και μετά από τρεις ημέρες θα σας απαντήσω.
Τη νύχτα, ενώ ο μοναχός κοιμόταν, πηγαίνει ο ηγούμενος με προσοχή, του λύνει τη ζώνη, και αφού διάβασε το χαρτί του φόρεσε πάλι την ζώνη και έφυγε. Όταν πέρασαν οι τρεις ημέρες, ήλθαν οι μοναχοί στον ηγούμενο, για να μάθουν την απάντησή του.
Ο ηγούμενος καλεί τον αδελφό και του λέει:
– Γιατί σκανδαλίζεις τους αδελφούς;
Ο αδελφός πέφτει κάτω στο έδαφος και λέγει:
– Αββά, αμάρτησα, συχώρεσέ με, και να προσεύχεσαι για εμένα.
Ο αββάς τότε, απευθύνεται στους αδελφούς.
– Τι είπατε γι’ αυτόν;
Εκείνοι αποκρίνονται:
– Ότι είναι μάγος, και έχει τα μαγικά σύνεργα στη ζώνη του.
– Βγάλτε λοιπόν από τη ζώνη του τα μαγικά σύνεργα, τους λέγει ο αββάς.
Εκείνοι όρμησαν να του λύσουν τη ζώνη, μα εκείνος δεν τους άφηνε.
– Κόψτε την, πρόσταξε ο ηγούμενος.
Όταν την έκοψαν, βρήκαν το «μαγικό». Ο ηγούμενος δίνει τότε το χαρτί σε έναν από τους διακόνους, προστάζοντάς τον ν’ ανέβη σε ένα ψηλό μέρος και από εκεί να το διαβάσει.
Και τούτο για να ντροπιαστεί περισσότερο ο πονηρός διάβολος, που έσπειρε στις ψυχές των αδελφών αυτή τη διαβολή.
Μόλις οι αδελφοί άκουσαν αυτά που έγραφε το χαρτί, και μάλιστα την τελευταία φράση, «Εις το όνομα του Χριστού θα τα υπομένω όλα», δεν ήξεραν απ’ την ντροπή τους τι να κάνουν…
Έβαλαν μετάνοια στον ηγούμενο και του είπαν:
– Αββά, αμαρτήσαμε!
– Μη βάζετε μετάνοια σε εμένα, τους λέει ο ηγούμενος, αλλά στο Θεό και στον αδελφό που κατηγορήσατε, για να σας συγχωρέσει.
Πράγματι, έτσι έκαναν. Τότε ο αββάς λέει στον αδελφό:
– Ας προσευχηθούμε, αδελφέ στο Θεό να τους συγχωρέσει.
Και προσευχήθηκαν γι’ αυτούς…