Ποτέ οι πατέρες της Εκκλησίας δε θεωρούνται θεόπνευστοι, με την ειδική έννοια του όρου. Στις ιδιαίτερες περιπτώσεις θεοπνευστίας, όπου «υπό Πνεύματος Αγίου φερόμενοι ελάλησαν [Άγιοι] από Θεού άνθρωποι», αυτοί είναι οι ιεροί συγγραφείς των κειμένων της Αγίας Γραφής ή…ειδικότερα, στη νέα οικονομία, αυτοί οι θεόπνευστοι άνθρωποι παρέδωσαν τις θείες αλήθειες μέσα στην Εκκλησία. Αναμφίβολα οι Απόστολοι, είτε παρέδιδαν προφορικά δια ζώσης τη θεία αποκάλυψη είτε «δι’ επιστολών», ενεργούσαν κατ’ έμπνευση του Αγίου Πνεύματος.
«Ου γαρ θελήματι ανθρώπου ηνέχθη ποτέ προφητεία, αλλ’ υπό Πνεύματος Αγίου φερόμενοι ελάλησαν [Άγιοι] από Θεού άνθρωποι»101. «Ημείς δε ου το πνεύμα του κόσμου ελάβομεν, αλλά το Πνεύμα το εκ του Θεού, ίνα είδωμεν τα υπό του Θεού χαρισθέντα ημίν· ά και λαλούμεν ουκ εν διδακτοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις, αλλ’ εν διδακτοίς Πνεύματος [Άγιου], πνευματικοίς πνευματικά συγκρίνοντες»102.
Επομένως, το Πνεύμα το Άγιο, χωρίς να υπαγορεύει, επιστατούσε στην ορθή και κατ’ έννοια κατανόηση, καταγραφή και παράδοση της θείας αποκάλυψης. Και, στην προκειμένη περίπτωση, ο ρόλος του Αγίου Πνεύματος, μαζί με το φωτισμό του νου των ιερών συγγραφέων, απέβαινε και αποκαλυπτικός του θελήματος του Θεού και των του Θεού πραγμάτων για τον άνθρωπο. Έτσι, μαζί με τη θεοπνευστία, οι ιεροί συγγραφείς καθίσταντο αποδέκτες και διδάσκαλοι για πρώτη και μοναδική περίπτωση της ροής των θείων αληθειών.
Στους πατέρες, αντίθετα, δεν έχομε αποκάλυψη νέων αληθειών, ως συνέχεια της θείας αποκάλυψης. Ούτε έχομε και επιστασία του Αγίου Πνεύματος για καταγραφή των θείων αυτών πραγμάτων. Αλλά, λέγοντας ότι οι πατέρες είναι θεόπνευστοι, εννοούμε στην εκκλησιαστική γλώσσα και θεολογία, ότι είναι μεστοί Πνεύματος Αγίου. Έχουν βιώσει, εν τη πράξει, τη ζωή και την εμπειρία της Εκκλησίας και ως γνώστες των θείων πραγμάτων, μπορούν να γίνουν ορθοί ερμηνευτές της ήδη αποκαλυμμένης θεόπνευστης παράδοσης.
Στο σημείο τούτο εύγλωττος και έντονα διαφωτιστικός αποβαίνει ο άγιος Eπιφάνιος, διερμηνεύοντας ότι, επειδή οι Άγιοι γίνονται κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος, γι’ αυτό και τους καταξιώνει ο Θεός Πατήρ να αποβαίνουν γνώστες του Υιού του και του Αγίου Πνεύματός του, στο μέτρο, του, κατά τα ανθρώπινα μέτρα, δυνατού. Τούτο δηλοποιεί ότι η του έργου του Υιού και του Αγίου Πνεύματος γνώση, περιέχει τη σύνολη οικονομία του Θεού στον κόσμο, της οποίας και μπορούν οι Άγιοι πατέρες να έχουν και την αληθινή αίσθηση και την αλάνθαστη οριοθέτηση 103. Μέσα στο πλαίσιο τούτο εξηγείται πως οι πατέρες ομόφωνα συνεγείρονται στην αιρετική πρόκληση και με μια φωνή, χωρίς προσυνεννόηση, απορρίπτουν την κακοδοξία και διατυπώνουν την ορθόδοξη απάντηση, προσκομίζοντας, πολλές φορές, τα ίδια επιχειρήματα.
Η εκκλησιαστικοποίηση, ως βασικό και κυρίαρχο γνώρισμα της ζωής των πατέρων, τους καθιστά, κατά μία παραλλαγή της αντίληψης του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, ικανούς να αποβαίνουν χορδές της αυτής κιθάρας, ώστε και να αποδίδουν, ως μέλος εναρμόνιο, την ερμηνεία των αληθειών της Εκκλησίας, χωρίς παραφωνίες 104. Κατά συνέπεια, το ίδιο το Άγιο Πνεύμα είναι εκείνο, το οποίο λειτουργεί μέσα στην καρδιά τους και αυτό τους παρακινεί και τους συντονίζει, ώστε να ερμηνεύουν σε λειτουργική σύνδεση και εν συγχορδία τις θείες αλήθειες, τις οποίες παρέλαβε και διαφυλάττει η Εκκλησία.
[irp posts=”554821″ name=”Γιατί ο Θεός να μη θεραπεύει πάντα το σώμα μας;”]
Ιδιαίτερα, κατά το Μ. Φώτιο, φαίνεται η θεοπνευστία των πατέρων, όταν υπάρχει «ζήτησις», δηλαδή πρόκληση – απάντηση, όποτε οι πατέρες αποβαίνουν, απαντώντας, το στόμα και η φωνή της Εκκλησίας 105. Γι’ αυτό, και αν κάποτε παρατηρούνται στα έργα ορισμένων πατέρων αδόκιμες τοποθετήσεις, τούτο δεν αναιρεί το θεόπνευστο του λόγου τους, αφού, πάλι κατά το Μ. Φώτιο, στις περιπτώσεις αυτές, αυτοί οι πατέρες, δεν καλούνται εκ των επειγόντων εκκλησιαστικών καταστάσεων να αποβούν οι διερμηνείς του λόγου της Εκκλησίας. Επεξηγώντας το φαινόμενο τούτο ο άγιος Φώτιος, λέγει:
«Ει δε παρεφθέγξαντο μεν, ή δια τινα αιτίαν νυν αγνοουμένην ημίν της ευθύτητος εξετράπησαν ουδεμία δε ζήτησις αυτοίς προσενήνεκται, ουδ’ εις μάθησιν της αληθείας ουδείς αυτούς παρεκάλεσε…»106.
Χαρακτηριστική είναι, επί του προκειμένου, και η δήλωση της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου (787):
«Η αγία Σύνοδος εξεβόησε των θεοφθόγγων πατέρων αι διδασκαλίαι ημάς διορθώσαντο. Εξ αυτών αρυσάμενοι την αλήθειαν εποτίσθημεν. Αυτοίς κατακολουθήσαντες, το ψεύδος εδιώξαμεν. Παρ’ αυτών διδαχθέντες, σεπτάς εικόνας ασπαζόμεθα. Πατέρες κηρύττουσι, τέκνα υπακοής εσμεν, και εγκαυχώμεθα εν προσώπω μητρός τη παραδόσει της καθολικής Εκκλησίας… Ημείς τη αρχαία θεσμοθεσία της καθολικής Εκκλησίας επακολουθούμεν. Ημείς τους θεσμούς των πατέρων φυλάττομεν…»107.
Σημειώσεις:
101. 1 Πετρ. 1,21.
102. Α΄ Κορινθίους 2,12-13.
103. Επιφανίου, Αγκυρωτός, 9, PG 43, 32C-33A.
104. Ιγνατίου Θεοφόρου, Επιστολή προς Εφεσίους, 4, 1, ΒΕΠ, τ. 2, σ. 265.
105. Φωτίου, Επιστολή 24, Μητροπολίτη Ακυλείας, 20, PG 102, 813Β.
106. Φωτίου, όπου πριν 813ΑΒ.
107. Mansi, 13,128.
Πηγή: Νίκου Ι. Νικολαϊδη «Θέματα Πατερικής Θεολογίας» Θεσσαλονίκη 2009. σελ. 65-68.