Τού Αρχιμανδρίτου π. Αχιλλίου Τσούτσουρα
Πρωτοσυγκέλλου της Ιεράς Μητροπόλεως
Λαρίσης και Τυρνάβου
Ο Κύριος επί του Σταυρού!
Η Οικουμένη ολόκληρη στραμμένη στο φριχτό βράχο του Γολγοθά. Εκεί ακουμπισμένη, τις ώρες αυτές, και η δική μας σκέψη αλλά και η ελπίδα μας. Κάθε μία κίνηση του Εσταυρωμένου Ιησού προκαλεί έκρηξη και συγκλονισμό, όχι μόνο στις ανθρώπινες καρδιές αλλά και σ’αυτήν ακόμη την άψυχη κτίση.
Διψώ! Στις τελευταίες ώρες Του ο Ιησούς εξαντλημένος και πονεμένος από το συγκλονιστικό μαρτύριο και την άφθονη αιμορραγία, μια φλόγα άσβεστη αισθάνεται να κατατρώγει τα βάθη των σπλάχνων του, γι’ αυτό και υποφέρει, διψά!
Κανείς δεν βρέθηκε στη Γεθσημανή τις ώρες της αγωνίας, όπου έρεε ο ιδρώτας, ωσεί θρόμβοι αίματος να του προσφέρει λίγο νερό. Κανείς πάλι δεν δρόσισε τα διψασμένα χείλη Του έστω με μια σταγόνα νερό κατά την μαρτυρική ανάβασή Του από τη Γεθσημανή έως τον τόπο του μαρτυρίου.
Μόνον όταν πρόκειται να Τον σταυρώσουν, προθυμοποιήθηκαν να Τού προσφέρουν «οίνον μετά χολής μεμιγμένον». Αλλά ο γλυκύς Ιησούς «γευσάμενος ουκ ήθελε πιείν». Ο Ιησούς διψά. Κανένας στεναγμός, κανένας πικρός λόγος δεν εξέρχεται από το στόμα Του. Όμως διψά και το καταθέτει!
Αιώνες πριν ο Προφητάναξ το είχε προαναγγείλει για τον Μεσία ότι θα Τού έδιναν «όξος εις την δίψαν αυτού». Έτσι λοιπόν «ίνα τελειωθή η Γραφή», λέγει «Διψώ» (Ιω. ιθ΄, 28). Καί οι στρατιώτες στο αίτημα αυτό του Ιησού, την ώρα μάλιστα της κορύφωσης του μαρτυρίου Του, αρνούνται όχι απλώς να Τού προσφέρουν ποτήριον ψυχρού ύδατος, αλλά και λίγες μόνον σταγόνες ευεργετικές και δροσιστικές.
Αρνήθηκαν την φοβερή και συγκλονιστική αυτή στιγμή της ανθρωπότητας να ξεδιψάσουν Εκείνον, ο οποίος είναι «ο ποιήσας λίμνας και πηγάς», «ο ποιητής των υδάτων και ολοκλήρου της κτίσεως», που είναι «ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις», «ο εν ύδασι την γην κρεμάσας», «ο στεγάζων εν ύδασι τα υπερώα αυτού». Αρνήθηκαν οι άνθρωποι να ξεδιψάσουν, έστω για λίγο, Εκείνον που έπασχε ως άνθρωπος, αρνήθηκαν οι φορούντες σάρκα, Εκείνον που φόρεσε την ανθρώπινη σάρκα γι’ αυτούς και έπασχε εξ αιτίας αυτών και διψούσε υπέρ αυτών. Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας λέει χαρακτηριστικά: «Το να πάσχει σε κάτι η σάρκα, είναι φυσικό γνώρισμα δικό της. Γιατί είναι δυνατοί οι πόνοι που αναγκάζουν κάποιον να διψάσει και οι οποίοι προέρχονται από μέσα, από μία απερίγραπτη εσωτερική φωτιά».
Καταφλέγεται ο Ιησούς; πονά αληθινά και ημιλιπόθυμος λέει: Διψώ! Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας γράφουν πως ο Χριστός μας πορευόμενος προς τον εκούσιο θάνατο, δεν τον φοβάται, δεν θέλει να Τον βρεί ο θάνατος σε κατάσταση λιποθυμίας, ζητά λίγο νερό για να ανακάμψει κάπως σωματικά, ώστε με πλήρη αίσθηση και επίγνωση του επερχομένου θανάτου να πορευθεί προς τον Πατέρα Του.
Διψά όμως και με έναν άλλο τρόπο, τελείως διαφορετικό. Θέλει να δροσισθεί ή μάλλον να ξεδιψάσει ο στερεώσας την γην επί των υδάτων, όχι με νερό, αλλά με την μετάνοια του λαού του αγνώμονος. Λυπάται και διψά πολύ εκείνος ο οποίος διεκήρυξε «ο διψών ερχέσθω προς με και πινέτω», διψά ακόμη περισσότερο για τους ανθρώπους αυτούς, όταν τους βλέπει πάνω απ’ το ξύλο του Σταυρού να «κινούν τας κεφαλάς των» και να Τον ειρωνεύονται.
Διψά και πονά για όλους εκείνους που ευεργέτησε και εθεράπευσε, που τους χόρτασε και τους ξεδίψασε με το ύδωρ το ζων και προς τους οποίους είπε: «Λαοί μου, τι εποίησά σοι και τι μοι ανταπέδωκας;» Καί αυτό το παράπονό Του δεν το εξεστόμισε μόνο τότε αλλά πραγματικά μας το επαναλαμβάνει και σήμερα!
Καί στις μέρες μας πονά και διψά! Καί σήμερα που πλέουμε μέσα στον απέραντο ωκεανό της αγάπης Του και της απελπισίας Του, πονά για την αγνωμοσύνη μας, υποφέρει από την αχαριστία μας και διψά εναγωνίως για την μετάνοια και επιστροφή μας.
Ακούμε όμως σήμερα τον Κύριο που μας φωνάζει από το ύψος του Σταυρού διψώ; ή μήπως αδιαφορούμε και γι’ αυτήν την αγωνία Του και προτιμούμε μυστικά ή και φανερά να ακολουθούμε τις αλλότριες φωνές εκείνων που Τον παραθεωρούν, που Τον εμπαίζουν και που τόσο εύκολα στις μέρες μας Τον συκοφαντούν και κυρίως και μανιωδώς προσπαθούν να Τον ξεριζώσουν από τις καρδιές μας και να Τον περιθωριοποιήσουν;
Η Αγία μας Εκκλησία, και φέτος, μέσα από τον πόνο και την οδύνη των γεγονότων που βιώνουμε, μας καλεί και να ακούσουμε τους επτά λόγους του Κυρίου μας πάνω στο Σταυρό, αλλά και να συνειδητοποιήσουμε το βάθος και τη σημασία τους για την πνευματική μας τελείωση.
Δεν μπορούμε να μεταβούμε στο φως, τη χαρά και τη δόξα της Κυριακής του Πάσχα, εάν δεν διέλθουμε από το λόφο του Γολγοθά, εάν δεν αναπνεύσουμε τον καθαρό αέρα της θυσίας της υπέρτατης, εάν δεν σκιασθούμε από το Σταυρό του Κυρίου μας, εάν δεν σταυρώσουμε τα πάθη και τις επιθυμίες μας και τέλος εάν δεν προσφέρουμε με ειλικρινή διάθεση μετανοίας και ευγνωμοσύνης δύο σταγόνες νερό στο μεγάλο και διψασμένο Μάρτυρα του Γολγοθά και στην εικόνα του που είναι ο επίσης διψασμένος συνάνθρωπός μας, που υποφέρει δίπλα μας, πεινά και διψά.