ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ: Έβαλε κάποτε στο νου της μία γυναίκα της αμαρτίας και στοιχημάτισε με τους φίλους της, πώς θα το πετύχαινε χωρίς άλλο να παρασύρει στα δίχτυα της τον Ερημίτη που ζούσε στο βουνό μακριά από την πόλη και που όλοι έλεγαν για αυτόν πώς ήταν άγιος άνθρωπος. Φόρεσε ένα πυκνό πέπλο πού έκρυβε την ομορφιά της και ανέβηκε στο βουνό.
Οί φίλοι της την περίμεναν στα μισά του δρόμου. Σαν βράδιασε χτύπησε την πόρτα της σπηλιάς του Ερημίτη. Εκείνος όταν την είδε ταράχτηκε. Πώς βρέθηκε τάχα γυναίκα τέτοια ώρα σε αυτή την έρημο ;
Πλάνη σου είναι τούτη, διάβολε συλλογίστηκε.
Την ρώτησε ποια ήταν και τι γύρευε. Εκείνη έβαλε τα κλάματα.
Ώρες ολόκληρες πλανιέμαι σε αυτές τις ερημιές έχασα το δρόμο καί τη συντροφιά μου και ούτε κατάλαβα πώς βρέθηκα εδώ. Μα για το όνομα του Θεού μη με αφήσεις να με φάνε τα θηρία. Ο ερημίτης βρέθηκε σε δίλημμα.
Να βάλει γυναίκα στην κατοικία του; Τέτοιο πράγμα δεν του είχε συμβεί ποτέ. Μά να αφήσει πάλι το πλάσμα του Θεού να φαγωθεί από τα θηρία; Αυτό θα ήταν απάνθρωπο σχεδόν έγκλημα και νικήθηκε τέλος από τη συμπάθειά και την έβαλε μέσα.
Εκείνη τότε τράβηξε δήθεν με αφέλεια το πέπλο της και του φανέρωσε τα θέλγητρα της.Ο πειρασμός άρχισε να φλογίζει τις επιθυμίες του αγωνιστή αφού η πράξη δεν ήταν πια δύσκολη. Έριξε κατά γής μερικά ξερά φύλλα και είπε στη γυναίκα να πλαγιάσει ,ένώ αυτός τράβηξε στο βάθος της σπηλιάς. Γονάτισε και έκανε θερμή προσευχή. Απόψε, συλλογίστηκε έχω να δώσω την πιο σκληρή μάχη εναντίον του ορατού και αόρατου εχθρού ή θα νικήσω ή θα χάσω όλους μου τους κόπους. Όσο προχωρούσε η νύχτα τόσο η φλόγα της επιθυμίας τον κατάκαιγε. Για μία στιγμή ένιωσε να ζυγίζει η αντίσταση του και τρόμαξε.
Αυτοί πού μολύνουν το σώμα με πράξεις αμαρτωλές πηγαίνουν στην κόλαση είπε σχεδόν φωναχτά. Για κάνε δοκιμή αν θα υπομένεις στη βασανιστική φωτιά. Αναψε το λυχνάρι του και έβαλε το δάχτυλό του στη φλόγα. Μα η άλλη φλόγα που του κατάκαιγε τη σάρκα ήταν πιο δυνατή, και δεν τον αφήνε να νιώσει τον πόνο από το κάψιμο. Αφού αχρηστεύτηκε το πρώτο δάχτυλο έβαλε τη φλόγα του λυχναριού το δεύτερο το τρίτο, ώσπου να ξημερώσει έκαψε και τα πέντε δάχτυλα του χεριού του.
Εκείνη η άθλια παρακολουθούσε κρυφά τον υπεράνθρωπο αγώνα του δούλου του Θεού. Και βλέποντας τον να καίει με πείσμα όλα του τα δάχτυλα το ένα πίσω από το άλλο ,τόσο πολύ ταράχτηκε που από τον τρόμο της ξεψύχησε.
Οι φίλοι της στο μεταξύ έκαναν αιφνιδιασμό στη σπηλιά του ερημίτη για να γελάσουν εις βάρος του.
Τον βρήκαν όμως έξω να προσεύχεται. Μήπως φάνηκε από δω χθες βράδυ καμιά γυναίκα; τον ρώτησαν . Μέσα είναι και κοιμάται τους αποκρίθηκε εκείνος.
Μπήκαν και τη βρήκαν νεκρή .
Αββά, πέθανε ,φώναξαν τρομαγμένοι Εκείνος τότε ξεσκέπασε το χέρι του και τους έδειξε τα δάχτυλά του. Για δέστε τί μου έκανε ή θυγατέρα του διαβόλου; Ή εντολή του Χριστού όμως με προστάζει να αποδίδω καλό αντί κακού. Στάθηκε και προσευχήθηκε πάνω από το άψυχο σώμα και το επανέφερε στη ζωή.