Γράφει ο π. Συμεών Κραγιόπουλος
Ομλία η οποία εξεφωνήθη στις 08/08/01, 6η κατά σειρά παράκληση την περίοδο του Δεκαπενταύγουστου.
Πάλι είμαστε εδώ να πούμε ό,τι μας φωτίσει ο Θεός. Τώρα βέβαια καθένας τα λέμε όπως νομίζουμε ότι είναι καλύτερα, και η αλήθεια είναι ότι συμβαίνει στις ημέρες μας να μιλούμε σαν να είμαστε ξένοι μεταξύ μας.
Είπαμε κι άλλη φορά ότι οι Πατέρες, οι άγιοι, μολονότι έζησαν σε διαφορετικές εποχές, σε πολύ μακρινές χρονικές αποστάσεις ο ένας από τον άλλο, αλλά και σε διαφορετικούς τόπους και σε διαφορετικές συνθήκες, και πάντοτε ο καθένας είναι προσαρμοσμένος στην εκάστοτε και εκασταχού (σε κάθε τόπο) πραγματικότητα, όμως όλοι μεταξύ τους έχουν το ίδιο Πνεύμα του Θεού και εξαγγέλλουν τις ίδιες αλήθειες του Θεού.
Εκείνοι που διαφοροποιούνται είναι οι αιρετικοί και κάποιοι που θεωρούνται απλώς εκκλησιαστικοί συγγραφείς, όλοι όμως οι Πατέρες και όλοι οι άγιοι έχουν το ίδιο πνεύμα, και μολονότι καμιά φορά μιλούν και διαφορετική γλώσσα, λένε την ίδια αλήθεια του Θεού. Σήμερα, στις ημέρες μας είναι ένα πρόβλημα αυτό.
Ταπεινή μου γνώμη είναι ότι δεν μπορούμε να μιλούμε έτσι που απλανώς να οδηγούμε τον λαό, δεν μπορούμε να είμαστε όντως συντονισμένοι με το πνεύμα του Θεού, με το πνεύμα των Πατέρων, δεν μπορούμε, όσο κι αν θέλουμε, να λέμε την αλήθεια του Θεού, εφόσον δεν βιώνουμε τη χριστιανική αλήθεια όπως την βίωναν οι άγιοι.
Δεν είναι θέμα απλώς με το μυαλό, με τον νου να σκεφθείς ορισμένα πράγματα και να προσπαθήσεις να πεις την αλήθεια. Δεν αρκεί αυτό. Κι αν ακόμη πολύ προσεκτικά διατυπώσεις τις αλήθειες του Θεού, θα είναι άψυχες, και όχι απλώς δεν θα δίνουν ζωή, δεν θα ωφελούν, αλλά κάπου εκεί θα είναι και η πλάνη. Και απ’ αυτής της απόψεως αν είναι έτσι τα πράγματα, αλίμονό μας.
Τώρα πασχίζουμε, εδώ στη γωνιά μας, να πούμε όντως την αλήθεια του Θεού. Ο Θεός γνωρίζει βέβαια. αν και, όπως λέγαμε σήμερα σε μια περίπτωση, και όπως έχουμε πει κι άλλες φορές -έτσι τουλάχιστον πιστεύω εγώ, έτσι το καταλαβαίνω- δεν μπορούμε, δεν επιτρέπεται ως χριστιανοί να φρονούμε ή να μιλούμε ή να τα παίρνουμε τα πράγματα έτσι που να είμαστε μέσα σε μια σύγχυση και σαν να μην είναι ξεκάθαρα τα πράγματα και σαν να μην ξέρουμε αν είναι αληθινά ή δεν είναι αληθινά αυτά που λέμε.
Απλώς αναφερόμαστε στον Θεό, στα του Θεού, στην όλη αποκάλυψη του Θεού, αλλά σαν να είμαστε μέσα στα σύννεφα. Δεν μπορεί να είναι έτσι, δεν μπορεί.
Ο άνθρωπος δεν μπορεί να βρει την αλήθεια
Ο ίδιος ο Θεός -προπαντός βέβαια έξω από τον κόσμο της Π. Διαθήκης, ιδιαίτερα εδώ στον ελλαδικό χώρο αλλά και όπου αλλού, που έψαχναν οι άνθρωποι-παρουσιαζόταν από τους ανθρώπους με διαφορετικό τρόπο. Ο ένας φιλόσοφος έλεγε έτσι, ο άλλος έλεγε αλλιώς, και οι ίδιοι διαπίστωναν ότι δεν μπορούν να πουν κάτι θετικό, κάτι αληθινό· έψαχναν.
Και όλο αυτό βέβαια διότι ο άνθρωπος, και όταν ακόμη είναι αναμάρτητος, είναι πεπερασμένος, είναι ένα δημιούργημα, και δεν μπορεί να βρει την αλήθεια και να πει την αλήθεια. Πολύ περισσότερο όταν είναι αμαρτωλός, όπως είναι όλη η ανθρωπότητα αμαρτωλή, τι να πει; Σκοτάδι εδώ, σκοτάδι εκεί.
Έτσι ήταν, αλλά όμως ο Θεός αποφάσισε και ήρθε στη γη ως άνθρωπος χειροπιαστός. Θα μπορούσε να τα κανονίσει έτσι ώστε να ακούνε μόνο τη φωνή του, όσοι ζούσαν τότε. Δεν το έκανε όμως έτσι ο Θεός, διότι δεν θα μπορούσαν να είναι σίγουροι οι άνθρωποι ποιανού είναι αυτή η φωνή, ποιος λέει τα λόγια αυτά με τη φωνή που ακούγεται, χωρίς να βλέπουν τίποτε.
Είναι συγκλονιστικό αυτό το γεγονός, ότι ο ίδιος ο Θεός ήρθε ως άνθρωπος επί της γης όπως όλοι οι άνθρωποι. Δεν διαφέρει σε τίποτε από τους ανθρώπους, εκτός από το ότι είναι αναμάρτητος. Κατά τα άλλα είναι άνθρωπος: τον βλέπουν οι άνθρωποι, συντρώγουν και συνομιλούν με αυτόν, τον ακούνε, τον ερωτούν, απαντάει. και όπως είπαμε και όπως το ξέρουμε, έκανε όλο αυτό το έργο ο Κύριος, όχι απλώς δηλαδή έγινε άνθρωπος και τον είδαν οι άνθρωποι, αλλά μίλησε έτσι που δεν μίλησαν ούτε οι προφήτες ούτε κανένας άλλος.
Πέρα για πέρα ο λόγος του είχε αυτή τη σφραγίδα, ότι είναι Υιός του Θεού. «Ουδέποτε ελάλησεν άνθρωπος ως ούτος ο άνθρωπος». Και τελικά απέθανε ο Κύριος. Και όπως το έχουμε πει πολλές φορές, δεν απέθανε επειδή οι κακοί άνθρωποι τον σταύρωσαν. Αυτά όλα ήταν μέσα στην οικονομία του Θεού. Ο Κύριος γνώριζε ότι θα αποθάνει, και απέθανε εκουσίως για τη σωτηρία μας.
Όχι βέβαια για να εντυπωσιάσει. Άνθρωπος έπρεπε να πεθάνει, άνθρωπος, φέροντας στην πλάτη του τις αμαρτίες όλου του κόσμου, αλλά ο άνθρωπος αμάρτησε, και γι’ αυτό πέθανε ο αναμάρτητος Κύριος.
Νικάται κατά κράτος η αμαρτία με τον σταυρό και την ανάσταση του Κυρίου
Λέγαμε χθες ότι πρέπει να στρωθούμε κάτω και να θελήσουμε να δώσουμε τον εαυτό μας άνευ όρων στον Θεό, για να καταλάβουμε τι έγινε, τι γίνεται, και να συμμορφωθούμε. Σκεφθείτε τώρα: ο ίδιος ο Θεός ήρθε ως άνθρωπος και είπε, είπε επί τρία ολόκληρα χρόνια, κι εσύ τώρα δεν νοιάζεσαι και πολύ-πολύ· απλώς το ξέρεις σαν ιστορία.
Ποιος χριστιανός π.χ. έχει μέσα του ζήλο, έχει καημό καλά-καλά να μάθει τι είπε ο Κύριος, να γνωρίσει ποιό είναι το κήρυγμα του Κυρίου, ποια είναι η αποκάλυψή του, το Ευαγγέλιό του, το θέλημά του, οι εντολές του. «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, …διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν».
Κι εσένα να μη σε νοιάζει καθόλου, αν διδάχθηκες όλα όσα ο Κύριος έδωσε ως εντολή στους μαθητάς του να τηρούν, και στη συνέχεια να πάνε να τα διδάξουν. Την Μ. Εβδομάδα συγκινούμαστε μεν αλλά πιο πολύ τον λυπόμαστε τον Χριστό: “Τον καημένο, τον πιάσανε, τον βασάνισαν, του φόρεσαν ακάνθινο στεφάνι, τον θανάτωσαν, χύθηκε το αίμα του”. Τον λυπόμαστε.
Ενώ ο Κύριος μπορούσε να φύγει, μπορούσε να κανονίσει να μην τον πιάσουν καθόλου, να μην παραδοθεί, πέρα από το ότι μπορούσε να μην έρθει καθόλου στη γη, αλλά και που ήρθε, μπορούσε να τους ξεφύγει. Πώς το διαστρεβλώνουμε έτσι το πράγμα; Και πόσα δεν λένε: “Ήρθε ο Χριστός και κακοί άνθρωποι τον σταύρωσαν και έτσι σταυρώνουν και τους καλούς ανθρώπους σήμερα κλπ. κλπ.”. Ό,τι θέλουμε λέμε.
Ο Χριστός, και οι μάρτυρες στη συνέχεια, που είναι μιμηταί του, δεν πέφτουν στα χέρια των ανθρώπων, όπως συμβαίνει ας πούμε σε άλλες περιπτώσεις: είσαι στα χέρια του άλλου, και θα σου κάνει ό,τι θέλει. Εκουσίως παραδόθηκε ο Χριστός, και οι μάρτυρες έπειτα παραδίδονται στο μαρτύριο εκουσίως, ενώ μπορούν να αρνηθούν και να το αποφύγουν, να γλιτώσουν. Όχι, το θέλουν. Εκεί είναι η ζωή. Πρώτος ο Κύριος, λοιπόν.
Ο άνθρωπος αμάρτησε, και πρέπει να πεθάνει η αμαρτία. Η αμαρτία είναι αμαρτία, όταν υπάρχει εκείνος που την κάνει, που σκέπτεται αμαρτωλά. Η αμαρτία μόνη της δεν υπάρχει. Ο άνθρωπος αμάρτησε, και πρέπει να πεθάνει, για να πεθάνει το σώμα της αμαρτίας. Και αποθνήσκει ο Κύριος, ο οποίος είναι αναμάρτητος, και φέρει τις αμαρτίες όλου του κόσμου, αλλά επειδή ακριβώς είναι αναμάρτητος και συγχρόνως είναι ο ίδιος ο Θεός, ανίσταται, και νικάται κατά κράτος η αμαρτία.
Ζούμε σε μια άγνοια. Να ανησυχήσουμε
Μυστήριο μέγα. Και να ξέρουμε, αυτό το μυστήριο δεν μπορούσε να γίνει κατ’ άλλον τρόπο. Τι αξία θα είχε να πεθάνουμε εμείς τώρα, αμαρτωλοί όντες; Και βαπτιζόμαστε λοιπόν -είναι το φοβερό μυστήριο του βαπτίσματος- και εν μυστηρίω, κατά θαυμαστό τρόπο, που ο Θεός το κανόνισε έτσι, γίνεται εκεί όντως αυτό: πεθαίνουμε κι εμείς μαζί με τον Χριστό και πεθαίνει σ’ εμάς το σώμα της αμαρτίας, και ανίσταται κανείς νέος άνθρωπος.
Όπως στη Θεία Κοινωνία είναι όντως το σώμα του Χριστού και το αίμα του Χριστού, και όταν κοινωνείς, όντως κοινωνείς το σώμα και το αίμα του Χριστού, όχι όπως λένε οι προτεστάντες ότι αυτό είναι απλώς συμβολικό.
Έτσι και εκεί στο μυστήριο του βαπτίσματος όντως πεθαίνει ο άνθρωπος, το σώμα της αμαρτίας, ο άνθρωπος ο αμαρτωλός. αλλά το ότι καθένας πεθαίνει ως προς την αμαρτία και βγαίνει από κει καινούριος άνθρωπος γίνεται επειδή πέθανε ο Χριστός και αναστήθηκε, και γίνεται στο όνομα του Χριστού και της Αγίας Τριάδος.
Και τώρα, βαπτισμένοι εμείς όλοι, και είναι σαν να μη βαπτιστήκαμε, πέρα από το ότι είναι γραμμένο στα χαρτιά, σε κάποια ενορία ότι βαπτιστήκαμε. Και είναι βέβαια βασικό αυτό, και δεν μπορούμε να θεωρήσουμε κάποιον βαπτισμένο, αν δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι βαπτισμένος. Και αν ένας δεν αποδεικνύεται από πουθενά ότι είναι βαπτισμένος, το πιο καλό που έχει να κάνει είναι να βαπτιστεί. Βαπτισμένοι λοιπόν, αλλά όμως τελικά σαν να είναι κάτι θεωρητικό αυτό. Και εδώ είναι το μεγάλο θέμα.
Από κει και πέρα, μετά το βάπτισμα δηλαδή, ο καθένας πρέπει να είναι όπως ο Χριστός. Διότι εν Χριστώ αποθνήσκεις, εν Χριστώ ανίστασαι και εν Χριστώ είσαι νέος άνθρωπος και έχεις μέσα σου το Πνεύμα το Άγιο, και η ζωή σου πρέπει να είναι ζωή Χριστού. Κάθε χριστιανός ορθόδοξος πρέπει να είναι ένας μικρός Χριστός.
Και κοιτάξτε τώρα. Το λέμε έτσι, το ξέρουμε λίγο-πολύ, αλλά δεν μας ανησυχεί που δεν είμαστε έτσι. Αυτή την ώρα που είμαστε εδώ και ακούμε ακόμη μια φορά αυτά τα λόγια, να θορυβηθούμε, να ανησυχήσουμε με την καλή έννοια: “Θεέ μου, τι έγινε μ’ εμένα, που κανονικά έπρεπε να ζω όπως εσύ, Κύριε; Τι έγινε;” Δεν ανησυχούμε, δεν θορυβούμαστε, τα παίρνουμε θεωρητικά τα πράγματα, τα βλέπουμε συγκεχυμένα, όπως λέγαμε πιο μπροστά, όχι καθαρά: “Ποιος ξέρει πώς θα είναι· άλλος τα λέει έτσι, άλλος τα λέει αλλιώς”. Ζούμε σε μια άγνοια.
Είναι η ζωή μας ζωή Χριστού;
Νομίζω σας είπα προχθές, που ρωτήσαμε κάποιον εκεί στην Εσθονία αν είναι χριστιανός και μας είπε “όχι, είμαι άγνωστικιστής”. Και αν προσέξει κανείς αυτά τα πράγματα, το τι τραβάει ο κόσμος, σε τι φοβερή άγνοια είναι, πώς ξεγελιέται προς τα δω, ξεγελιέται προς τα κει, φιλοσοφεί έτσι, φιλοσοφεί αλλιώς, είναι σε μια πλάνη, δεν βρήκε τον Θεό, δεν γνωρίζει τον Θεό, καταλαβαίνετε τι μαρτυρία σύν τοις άλλοις πρέπει να δώσουμε εμείς στον κόσμο όλον, αλλά όχι θεωρητικά· θεωρητικά δεν βγαίνει τίποτε. Πόσος λόγος γίνεται για την Ορθοδοξία!
Τι είναι Ορθοδοξία; Ορθοδοξία είναι ο Χριστός. Άμα πάει το πράγμα κάπου αλλού και δεν έχουμε μέσα μας τον Χριστό και δεν είναι η ζωή μας του Χριστού, αληθινά όμως, όχι θεωρητικά, βρισκόμαστε σε πλάνη. Χριστιανοί λένε ότι είναι τόσοι και τόσοι αιρετικοί, αλλά δεν είναι πολύ δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι είναι σε μια πλάνη, ότι πέφτουν πάρα πολύ έξω. Και δεν είναι απλώς θέμα διδασκαλίας. Αλλά κι εμείς που έχουμε το όνομα ότι είμαστε ορθόδοξοι, πόσο είμαστε ορθόδοξοι; Και άλλες φορές το έχουμε πει.
Τελευταία έγινε τόσος λόγος και με τον Πάπα. Ναι, τι είναι ορθόδοξος; Ορθόδοξος είναι αυτό, ότι έχει κανείς μέσα του τον Χριστό, η ζωή του είναι του Χριστού, είναι ένας μικρός Χριστός, κι αυτό είναι αλήθεια, είναι μια πραγματικότητα· ούτε θεωρητικό είναι ούτε απλώς φανταστικό.
Όταν ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς συνεκρούσθη τον 14ο αιώνα με τον Βαρλαάμ και τους άλλους αιρετικούς, οι οποίοι έλεγαν άλλα αντ’ άλλων, για ποιο πράγμα συνεκρούσθη; Γι αυτό εδώ, ότι μέσα στον άνθρωπο, αυτόν τον συνηθισμένο άνθρωπο που ζει στη γη, όταν είναι μέλος της Εκκλησίας και έχει κοινωνία με τον Χριστό και με το Άγιο Πνεύμα μέσα στα μυστήρια της Εκκλησίας, έρχεται η άκτιστη ενέργεια του Θεού και τον μεταμορφώνει αληθινά, όχι θεωρητικά, όχι απλώς στα χαρτιά, στα βιβλία.
Μεταμορφώνεται κανείς, και η ζωή του οδηγείται από το Άγιο Πνεύμα· όχι απλώς εμπνέεται από το Άγιο Πνεύμα, αλλά η ζωή του είναι του Αγίου Πνεύματος, και έτσι είναι κανείς πνευματικός άνθρωπος, όπως λέει ο άπ. Παύλος(Α΄ Κορ. 2, 13).
Και αλλού και στην Ελλάδα πνευματικοί άνθρωποι, ας πούμε, θεωρούνται όσοι ασχολούνται τάχα με τις φιλοσοφίες, με τις θεωρίες. Από χριστιανικής απόψεως όμως πνευματικός άνθρωπος είναι αυτός που έχει μέσα του το Πνεύμα του Θεού, που οδηγείται από το Πνεύμα του Θεού, που λαλεί μέσα του το Πνεύμα του Θεού και τον αγιάζει.
Οι καθολικοί αυτό το παίρνουν θεωρητικά, ότι πιστεύουμε στον Θεό, μας αγαπάει ο Θεός, μας δίνει την Χάρι γενικά και αόριστα, και η όλη βελτίωση στον άνθρωπο γίνεται κατά ηθικό τρόπο. Δηλαδή είσαι λίγο καλός εσύ ως άνθρωπος, και έρχεται ο Θεός και σε βοηθάει και γίνεσαι λίγο καλύτερος. Ας πούμε έχεις λίγη ανθρωπιά, σε βοηθάει ο Θεός και γίνεται λίγο περισσότερη η ανθρωπιά σου. Δηλαδή ο άνθρωπος παραμένει άνθρωπος, και απλώς η Χάρις του Θεού τον βοηθάει.
Ο άνθρωπος γίνεται κοινωνός με τον Θεό
Όπως έχουμε πει και άλλη φορά, οι καθολικοί πιστεύουν ότι, όταν έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο, τον έπλασε αναμάρτητο με σώμα και ψυχή, αλλά του έδωσε επιπλέον την Χάρι. Δηλαδή έχει ο άνθρωπος το σώμα του και την ψυχή του, αλλά σκέτα αυτά, και επιπλέον του έδωσε ο Θεός την Χάρι, τη θεία Χάρι, αυτό που λέγεται άκτιστος ενέργεια, θείο φως, άκτιστο φως, αυτό που είδαν οι μαθηταί στον Κύριο επάνω στο Θαβώρ.
Αντίθετα η Ορθόδοξος Εκκλησία, η αληθινή Εκκλησία διδάσκει ότι αυτή η Χάρις δεν είναι σαν ένα κάτι επιπλέον, αλλά δεν μπορεί ο άνθρωπος να είναι άνθρωπος και να έχει αληθινή επικοινωνία με τον Θεό και να θεώνεται, αν δεν έχει μέσα του, μέχρι τα κατάβαθά του αυτή την άκτιστη ενέργεια. Οι καθολικοί λένε ότι είναι σαν ένα κάτι επιπλέον.
Όπως δηλαδή είπαμε προηγουμένως, και μερικοί έτσι το καταλαβαίνουν: Αγωνίζονται, προσπαθούν να πετύχουν μόνοι τους την αρετή. Θυμάστε, λέγαμε χθες ότι δεν μπορείς να μετανοήσεις, αν δεν σου δώσει μετάνοια ο Θεός, δεν μπορείς να αγαπάς, αν δεν σου δώσει αγάπη ο Θεός, δεν μπορείς να έχεις πίστη, αφοσίωση, αν δεν σου τα δώσει ο Θεός. Αλλά για να σου τα δώσει ο Θεός, θέλει να δει ότι το θέλεις και το πιστεύεις έτσι.
Δεν είναι θέμα λοιπόν ότι ένας άνθρωπος είναι καλός, έχει και ένα συμπλήρωμα ας πούμε σαν καπέλο την Χάρι. Θυμάστε, τα λέγαμε κάποτε αυτά. Οι καθολικοί πιστεύουν ότι, όταν έπεσε ο άνθρωπος, δεν έγινε τίποτε άλλο, απλώς πήρε ο Θεός την Χάρι, αλλά δεν έπαθε τίποτε ο άνθρωπος· δεν έχει αυτό το επιπλέον ας πούμε. και σήμερα, που λέμε και ξαναλέμε “εμείς οι ορθόδοξοι” κι “εμείς οι ορθόδοξοι”, ποιος ορθόδοξος εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις τα ξέρει έτσι, τα πιστεύει έτσι, τα ποθεί έτσι και προσπαθεί να τα ζήσει έτσι, και πέφτει κάτω και λέει: “Θεέ μου, ήρθες να μας κάνεις έτσι, κι εγώ δεν αναπαύομαι με τίποτε άλλο, ούτε απλώς με το να μάθω γράμματα και ό,τι άλλο ή απλώς κατά ηθικό τρόπο να έχω μερικά καλά στοιχεία. Θέλω, Κύριε, να με κυβερνάς εσύ, να είναι μέσα μου το Πνεύμα σου”.
Αυτό λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς τον 14ο αιώνα, ότι δια των ακτίστων ενεργειών του Θεού ο άνθρωπος γίνεται κοινωνός με τον Θεό, θεώνεται δηλαδή, θεώνεται αληθινά, όχι θεωρητικά. Αυτό δεν μπορούσαν να το δεχθούν οι άλλοι. Και φωνάζουμε “ορθόδοξοι” και “ορθοδοξία”, όταν ας πούμε κανείς μας δεν νοιάζεται να ζει έτσι· δεν μας νοιάζει καθόλου, δεν μας ανησυχεί καθόλου το πράγμα.
Ζει κανείς κάπως έτσι ως χριστιανός, έχει ένα κάποιο φιλότιμο, έμαθε ας πούμε να είναι φιλακόλουθος κλπ., αλλά τον βλέπουμε, όπως λέγαμε και χθες, να έρχεται, χρόνια χριστιανός, και μέσα η καρδιά του, η ψυχή του να μην έχει καμιά σχέση με τη χριστιανική ζωή, είναι ακατέργαστος εντελώς. Απλώς τηρεί τα προσχήματα και δεν θα αφήσει τον εαυτό του να εκδηλωθεί είτε με τα λόγια του είτε με τη στάση του όπως ο άλλος εκεί στο πεζοδρόμιο, που δεν έχει καθόλου φραγμό. Τι γίνεται;
Ο Κύριος παρέδωσε τον εαυτό του εις θάνατον
Έτσι λοιπόν ο ίδιος ο Θεός έγινε άνθρωπος και παρέδωσε τον εαυτό του εις θάνατον, ακριβώς για να πεθάνει η αμαρτία, και αναστήθηκε και ανέστησε τον άνθρωπο. Τον ανέστησε με την έννοια ότι ενώθηκε με τον άνθρωπο, καθώς έγινε άνθρωπος ο Κύριος. Αυτός ο άνθρωπος, που είναι και Θεός, πάσχει ανθρωπίνως, εξακολουθεί όμως να είναι και Θεός, δεν χωρίζεται από τη θεότητά του· στο ίδιο πρόσωπο του Χριστού είναι και ο Θεός και ο άνθρωπος.
Πεθαίνει λοιπόν ο Χριστός και ανασταίνεται μια για πάντα. Να το προσέξουμε αυτό. Τότε στον παράδεισο τους είπε: “Θα τηρήσετε αυτή την εντολή. Αν δεν την τηρήσετε, θα πεθάνετε”. Και έγινε το κακό. Τώρα δεν ισχύει αυτό.
Τώρα είναι ο Χριστός, ο οποίος δεν παρέβη την εντολή του Θεού, αλλά υπάκουσε στο θέλημα του Θεού μια για πάντα. «Ιδού ήκω,… του ποιήσαι το θέλημά σου, ο Θεός».(Εβρ. 10, 7) «Ου ποιώ το θέλημα το εμόν αλλά το θέλημα του πέμψαντός με Πατρός»(Ιω. 6, 38). «Πάτερ, ει δυνατόν παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο· πλην ουχ ως εγώ θέλω αλλ’ ως συ»(Ματθ. 26, 39). Ο δεύτερος Αδάμ λοιπόν δεν έγινε ανυπάκουος, αλλά έμεινε πιστός στον Θεό Πατέρα. Συγχρόνως όμως με το να πεθάνει εκουσίως, καθώς είναι ενωμένος με τον καθένα μας, πεθάναμε κι εμείς μαζί του και ανασταινόμαστε. Αλλά αυτό να γίνει πράξη όμως, να γίνει πραγματικότητα.
Δεν νοείται χριστιανός, αληθινός χριστιανός, όσο κι αν είναι βαπτισμένος. Δεν φταίει το βάπτισμα· φταίει που δεν το έδωσε σημασία ο άνθρωπος. Και αυτά δεν γίνονται με το ζόρι ούτε μαγικά. Μας βαπτίζουν, αλλά κάποια ώρα να το καταλάβουμε ότι βαπτιστήκαμε και να πάθουμε, να συγκλονισθούμε, να σταθούμε ενώπιον του Θεού μετά φόβου και τρόμου: “Θεέ μου, και σ’ εμένα έδειξες αυτή την αγάπη!” Να δείτε πώς προχωράει κανείς μετά.
Σε βοηθάει ο Θεός, καθώς βλέπει ότι το κατάλαβες, το δέχθηκες, τον προσκυνάς, τον ευχαριστείς, τον λατρεύεις: “Τίποτε άλλο δεν θέλω, Θεέ μου, αφού με την ενανθρώπησή σου ενώθηκες μαζί μου, και διά του βαπτίσματος ενώνομαι μαζί σου, πεθαίνω μαζί σου και ανίσταμαι μαζί σου και ακολουθώ εσένα”.
Μετά θα μας βοηθήσει ο Θεός να είμαστε όντως σαν τον Χριστό. Όχι ότι θα το κατορθώσουμε εμείς· εκείνος θα μας βοηθήσει, αλλά να τα πάρουμε σωστά τα πράγματα, αυτό μένει σ’ εμάς· δεν θα γίνει μαγικώ τω τρόπω.
Το βάπτισμα είναι αληθινό, γίνεται το μέγα μυστήριο, γίνεται η αλλαγή αυτή, αλλά όταν εσύ ενηλικιωθείς, όπως λένε οι Πατέρες, και μπορείς να σκέπτεσαι πλέον ως λογικό πλάσμα, εάν δεν το καταλάβεις αυτό, εάν δεν το δεχθείς, εάν δεν διατεθείς έτσι και δεν προσφερθείς έτσι, εάν δεν ανησυχήσεις αλλά βουλιάξεις μέσα στα βάσανα της ζωής και χαθείς εκεί, εφόσον τα παίρνεις έτσι τα πράγματα, θα μείνει μαγικό τρόπον τινά το βάπτισμα για σένα.
Θα μας πετάξει πέρα ο Θεός
Και ενώ ορθόδοξος χριστιανός σημαίνει αυτό, ότι έχεις μέσα σου τον Χριστό, το Πνεύμα το Άγιο, ότι είσαι μέσα στην Εκκλησία, που είναι το σώμα του Χριστού, αλλά όχι απλώς θεωρητικά, τελικά δεν συμβαίνει έτσι.
Και τελικά μπορεί ακόμη περισσότερο να κατηγορηθούμε εμείς και να τιμωρηθούμε, να μας πετάξει πέρα ο Θεός, την ώρα που ενώ θα έπρεπε έτσι να ζούμε, και το φωνάζουμε και το λέμε “είμαστε ορθόδοξοι”, τελικά δεν ζούμε καθόλου έτσι και η όλη στάση μας μοιάζει σαν να περιφρονούμε, σαν να μη θέλουμε να καταλάβουμε, σαν να μη θέλουμε να δεχθούμε.
Και το μπαλώνουμε το πράγμα: “Άλλος τα λέει έτσι, άλλος τα λέει αλλιώς, δεν ξέρουμε ποιά είναι η αλήθεια”. Όχι. Το θέμα της σωτηρίας είναι ξεκαθαρισμένο. Αν θέλεις να βρεις τον δρόμο της σωτηρίας και να βαδίσεις αυτόν τον δρόμο, μη φοβάσαι, δεν υπάρχουν δρομάκια να κάνεις λάθος, να πας από δω κι από κει.
Αν λοιπόν ακόμη δεν έχεις μέσα σου τη σωτηρία και δεν βαδίζεις με την αίσθηση, με τη συνείδηση ότι βαδίζεις τον δρόμο της σωτηρίας, δεν ξύπνησες ακόμη, δεν νοιάζεσαι, ποιος ξέρει πώς τα πήρες και ξεγελιέσαι. Και από κει και πέρα βέβαια είναι άχαρη η ζωή μας, παρά το ότι είμαστε χριστιανοί ορθόδοξοι.
«Απαρνησάσθω εαυτόν»
Εάν ανοίξουμε τα βιβλία που αναφέρονται στους τρείς πρώτους αιώνες, που περιέχουν τα μαρτυρολόγια, θα βρούμε εκεί κανένα χριστιανό που να παίρνει τα πράγματα όπως εμείς; “Πω πω, τι βάσανα έχουμε, τι δυσκολίες έχουμε, κινδυνεύουμε από δω, κινδυνεύουμε από κει!” Τίποτε, πουθενά. Χαρά μεγάλη.
Πιστεύουν όμως, δεν είναι σαν να μην ξέρουν τι γίνεται. Έχουν το φως του Θεού, το Πνεύμα του Θεού και καταλαβαίνουν ότι όλα αυτά τα επιτρέπει ο Θεός· όπως ο ίδιος ο Κύριος πήγε εκουσίως στο πάθος, και γι αυτούς έτσι τα κανόνισε ο Θεός, και πηγαίνουν με χαρά μεγάλη.
Και δεν πηγαίνουν θεωρητικά, ας πούμε το πήραν έτσι, το πίστεψαν έτσι, το νιώθουν έτσι και μέθυσε η ψυχή τους. Το μαχαίρι δεν είναι θεωρητικό, το μαχαίρι κόβει. Το μαστίγιο και όλα τα άλλα που γίνονται είναι πραγματικά, και μόνο αν είσαι πραγματικά του Χριστού και έχεις μέσα σου το Πνεύμα του Χριστού, το Άγιο Πνεύμα και τον ίδιο τον Κύριο, θα αντέξεις, αλλιώς δεν αντέχεις ούτε το επιθυμείς ούτε το ποθείς· όπου φύγει φύγει.
Εδώ μερικά μικροπραγματάκια παθαίνουμε στη ζωή, που τα επιτρέπει ο Κύριος για να δοκιμαστούμε λίγο, για να δει κι εκείνος, να δούμε κι εμείς αν ταρασσόμαστε ή δεν ταρασσόμαστε, αν τον αγαπούμε ή δεν τον αγαπούμε, αν τον ακολουθούμε, και τα χάνουμε αμέσως και βουλιάζουμε. “Τι βάσανα έχουμε, τι δυσκολίες έχουμε, πώς θα τα βγάλουμε πέρα!” Και καμιά σχέση με το να μαρτυρήσουμε για τον Χριστό, να πάθουμε για τον Χριστό, να πονέσουμε. Όχι ότι ο Χριστός θέλει να μας βλέπει να υποφέρουμε. Πρώτος ο Κύριος ακολούθησε αυτόν τον δρόμο, έπειτα οι μάρτυρες, και καλούμαστε όλοι να ακολουθήσουμε αυτόν τον δρόμο: απαρνείσαι τον εαυτό σου.
Σε άλλες εποχές η απάρνηση αυτή για τον καθένα ήταν διαφορετική, σ’ εμάς είναι έτσι. Δεν θα ρθουν κάποιοι να μας πιάσουν αυτή την ώρα, να μας φυλακίσουν, να μας απειλήσουν, να μας μαστιγώσουν ή και να θελήσουν να μας κόψουν το κεφάλι. Όχι, δεν θα γίνει αυτό, αλλά είναι τόσα άλλα που πρέπει να σηκώσουμε κι εμείς όπως οι μάρτυρες: εξίσου έτσι να πιστεύουμε στον Χριστό, να απαρνούμαστε τον εαυτό μας, να απαρνούμαστε την αμαρτία, την πλάνη, ό,τι δεν είναι Χριστός, και να ακολουθούμε τον Χριστό.