Όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης: “Ἔχυσα πολλά δάκρυα μέ τή σκέψη ὅτι, ἄν ἐμεῖς οἱ μοναχοί πού ἀπαρνηθήκαμε τόν κόσμο δέν σωζόμαστε, τότε τί γίνεται γενικότερα στόν κόσμο;
Ἔτσι βαθμηδόν μεγάλωνε ἡ θλίψη μου καί ἄρχισα νά χύνω δάκρυα ἀπογνώσεως.
Καί νά, πέρυσι ἐνῶ βρισκόμουν στήν ἀπελπισία αὐτή, ἐξαντλημένος ἀπό τό κλάμα, ξαπλωμένος καταγῆς, ἐμφανίσθηκε ὁ Κύριος καί μέ ρώτησε:
“Γιατί θρηνεῖς ἔτσι…” ;
Ἐγώ σιώπησα μήν μπορώντας νά ἀτενίσω Τόν ἐμφανισθέντα…
“Δέν γνωρίζεις ὅτι Ἐγώ θά κρίνω τόν κόσμο” ;…
Ἐγώ πάλι σιώπησα παραμένοντας πρηνής… Ὁ Κύριος μοῦ λέει:
“Θά ἐλεήσω κάθε ἄνθρωπο πού ἐπικαλέσθηκε τόν Θεό ἔστω καί μιά φορά στή ζωή του…”.
Μοῦ ἦρθε τότε ἡ σκέψη: “Τότε, γιατί ἐμεῖς πάσχουμε ἔτσι καθημερινά”; Ὁ Κύριος στήν κίνηση αὐτή τῆς σκέψεώς μου ἀπήντησε: “Ἐκεῖνοι πού πάσχουν γιά τήν ἐντολή Μου, στή Βασιλεία τῶν Οὐρανων θά εἶναι φίλοι Μου, ἐνῶ τούς ἄλλους μόνο θά τούς ἐλεήσω”.
Καί ὁ Κύριος ἔφυγε.”