Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος
ΑΓΙΑ ΦΙΛΟΘΕΗ Η ΑΘΗΝΑΙΑ: «Χαίροις τών Αθηνών η λαμπάς, η εν τώ βίω καιομένη καί φαίνουσα»,ανευφημεί ο υμνογράφος σ ένα από τά τροπάρια τής εορτής τής Αγίας Φιλοθέηςπού τιμάει σήμερα η Εκκλησία μας καί μάλιστα η περιώνυμος πόλη τών Αθηνών.
Πράγματι, η Αγία σέ όλη της τήν επίγεια ζωή έλαμψε διά τών αρετών τού βίου της καί διά τών κοινωνικών της έργων. Διακρίθηκε γιά τήν ευσέβεια, τήν σοφία, τήν σεμνότητα, τήν υπομονή, τήν αγαπητική της προσφορά, κυρίως όμως γιά τήν τόλμη καί τήν ανδρεία της. Προέβαλε μάλιστα κάποιες ξεχωριστές αντιστάσεις, γιά τίς οποίες αξίζει ιδιαιτέρως νά τήν τιμούμε:
α) Κατ αρχάς αντιστάθηκε στό κοινωνικό κατεστημένο τής εποχής της καί κάθε εποχής. Αυτή, η πλούσια αρχόντισσα, απαρνήθηκε τά πλούτη της καί έθεσε τόν εαυτό της στήν διακονία τού κάθε εμπερίστατου, ως άλλη Δορκάς.
Τήν στιγμή μάλιστα πού οι περισσότεροι πλούσιοι άρχοντες κατά τήν Τουρκοκρατία δέν προέβαλαν καμμία αντίσταση στόν κατακτητή, μάλλον δέ συνεργάζονταν μαζί του, γιά νά μήν χάσουν τά προνόμιά τους, εκείνη όχι μόνον δέν έκλινε γόνυ στόν ξένο δυνάστη αλλά εναντιώθηκε παράλληλα καί στήν καταπιεστική τακτική τών ντόπιων δυναστών αρχόντων, οι περισσότεροι από τούς οποίους τήν αντιμετώπιζαν γι αυτό μέ καχυποψία ή καί υπέσκαπταν τήν κοινωνική της δράση.
Β) Επίσης, η Φιλοθέη ήρθε αντιμέτωπη μέ τήν ίδια της τήν φύση, πού υπαγόρευε ως γυναίκα πού ήταν τήν υπακοή καί τήν υποταγή στόν άνδρα αφέντη.
Εκείνη όμως τήν πιό ζοφερή περίοδο τής Τουρκοκρατίας, τόν 16ο αιώνα, πού ο αιμοσταγής σουλτάνος Σουλεϊμάν κυριαρχούσε απόλυτα, σκορπίζοντας τόν φόβο καί τόν τρόμο, αναδείχθηκε «Κυρά τών Αθηνών».
Δρούσε κυριολεκτικά κάτω από τήν μύτη τού Τούρκου διοικητή, πού έδρευε στήν Ακρόπολη, δυό βήματα από τό αρχοντικό τών Μπενιζέλων στήν Πλάκα. Γι αυτό ο εγκωμιαστής της αναφωνεί μέ,θαυμασμό «Σαμψών έσχες τήν ανδρείαν» (πήρες τήν ανδρεία τού Σαμψών), αρετή σπάνια γιά γυναίκα («Γυνή ανδρεία τίς ευρήσει», Παροιμίαι Σολομώντος, 29), πού προκαλούσε όμως ταυτόχρονα τόν φθόνο καί τήν αντιζηλία τών άλλων.
Γ) Η Αγία Φιλοθέη εξ άλλου, ενώ έγινε μοναχή καί αφιερώθηκε στόν Θεό πού τόσο αγαπούσε (Φιλοθέη =φιλόθεη), δέν αποτραβήχθηκε σ ένα ησυχαστήριο, γιά νά περάση τήν υπόλοιπη ζωή της.
Αντιθέτως, ακολούθησε τήν παράδοση τής πρώτηςΕκκλησίας, τών κοινοβιακών Πατέρων καί τό παράδειγμα τών φιλάδελφων αληθινών αρχόντων γονέων της, πού βοηθούσαν απλόχερα κάθε ενδεή καί αναγκεμένο.
Προτίμησε έτσι τίς μέριμνες τού κοινοβίου, στό οποίο ανάλωσε τόν πλούτο καί όλο της τόν εαυτό, «νούν καί ψυχήν καί καρδίαν καί σώμα». Έκτισε τόν «Παρθενώνα» τής αγάπης καί πλήθος άλλων ιδρυμάτων, όπου εύρισκαν καταφύγιο αδύναμοι καί πονεμένοι, ανεξαρτήτως φύλου καί εθνικότητας, καί κυρίως φτωχές καί κατατρεγμένες κοπέλες πού δραπέτευαν από τά χαρέμια τών Τούρκων ή τίς εξαγόραζε η ίδια από τά σκλαβοπάζαρα καί τίς φυγάδευε στήν συνέχεια στά μετόχια της, γιά νά τίς γλυτώση από τόν αδηφάγο καί διαφθορέα κατακτητή.
Η Αγία φρόντιζε παράλληλα γιά τήν μόρφωση καί τήν αποκατάσταση τών αδύναμων κοριτσιών-ίδρυσε τό πρώτο σχολείο γιά γυναίκες στήν Τουρκοκρατία- καί έγινε η ίδια η «μαίστρα» καί η πνευματική τους μητέρα.
Εργαζόταν αδιάκοπα καί επέκτεινε συνεχώς τό δίκτυο τής κοινωνικής της προσφοράς καί στήν Αθήνα καί στά νησιά.
Δικαίως λοιπόν χαρακτηρίστηκε ως «προστάτις καί στήριγμα καί διωκομένων ασφαλές καταφύγιον» καί αναδείχθηκε «αείρους καί πολυχεύμων πηγή συμπαθείας καί αγάπης». Κι άν οι σκληροί κατακτητές τήν βασάνισαν τελικά αλύπητα, εκείνη όμως «διά πόνων ασκητικών καί μαρτυρίου τόν τύραννον εχθρόν καταβέβληκε».
Γιά νά τιμήσουμε επομένως τήν προστάτιδά μας Αγία γιά τήν τεράστια εθνική καί κοινωνική της προσφορά δέν έχουμε παρά νά μιμηθούμε τίς αρετές της καί κυρίως τό αγωνιστικό της φρόνημα καί τήν φιλάδελφη αγαπητική τηςσυμπεριφορά, ώστε συνεργαζόμενοι καί αλληλέγγυοι νά προβάλλωμε καί μείς σήμερα σθεναρή καί θαρραλέα αντίσταση στούς σύγχρονους ύπουλους καί ποικιλώνυμους εχθρούς τής πίστεως καί τής πατρίδος. Γένοιτο!