Θεού τεθνηκώς πυξίω προσεγράφη,
Θείου Σισώης Πνεύματος το πυξίον.
Βη δε Σισώης γήθεν εις ουρανόν έκτη αμύμων.
Aββάς Σισώης ο Μέγας: Έζησε τον 4ο αιώνα μ.Χ. στο Κλύσμα, στη Σκήτη με τον αββά Μακάριο και με τον αββά Ωρ, κι όταν άρχισε να γεμίζει η Σκήτη και άκουσε ότι κοιμήθηκε ο αββάς Αντώνιος, σηκώθηκε και πήγε στο όρος του αββά Αντωνίου κοντά στην Ερυθρά Θάλασσα.
Πήγε για ένα διάστημα και στο μακρινό όρος της Θηβαΐδος, δηλαδή στο Πισπίρ. Και επειδή βρήκε ησυχία κάθισε εβδομήντα δύο χρόνια. Σε προχωρημένη ηλικία έζησε στην περιοχή, πού σήμερα είναι η πόλη Σουέζ. Εκεί τον επισκέπτονταν Σιναΐτες μοναχοί για να τον συμβουλευτούν και να ακούσουν τη θεόπνευστη διδαχή του. Στον τόπο αυτόν ζούσε επίσης και ο περίφημος αββάς Τιθόης, με τον οποίο συνδέθηκε πνευματικά. Ανήκει στην πρώτη γενιά των μεγάλων ασκητών που ακολούθησε το Μέγα Αντώνιο.
Έλεγαν για τον Όσιο Σισώη τον Θηβαίο, πως, μόλις απόλυε η εκκλησία, έφευγε για το κελλί του σχεδόν τρέχοντας. Και έλεγαν· δαιμόνιον έχει. Αυτός όμως εποίει το έργο του Θεού.
Έλεγαν περί του αββά Σισώη, ότι εκεί που καθόταν φώναξε με μεγάλη φωνή:
– Ω ταλαιπωρία!
Του λέγει ο μαθητής του:
– Τι έχεις πάτερ;
Κι απαντά ο Γέροντας:
– Έναν άνθρωπο ζητώ να μιλήσω και δεν βρίσκω!
Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Σισώη• «Θέλω να φυλάξω την καρδιά μου από την αμαρτία, αλλά δεν μπορώ». Του λέει ο γέροντας• «Πώς μπορούμε να φυλάξουμε την καρδιά μας, όταν η θύρα της γλώσσας μας είναι ανοιχτή;».
Καθόταν κάποτε ο αββάς Σισώης στο κελί του και όταν χτύπησε ο μαθητής του, φώναξε ο γέρων: «Φύγε, Αβραάμ, μην μπεις, εδώ μέσα ακόμη δεν έχουμε σχόλη».
Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Σισώη της Πέτρας για τον μοναστικό βίο. Και του λέγει ο γέρων: «Είπε ο Δανιήλ: Άρτον επιθυμιών ουκ έφαγον».
Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Σισώη· «Άραγε, έτσι πολεμούσε ο Σατανάς τους παλιούς;». Του λέγει ο γέροντας· «Τώρα πιο πολύ, γιατί πλησιάζει ο καιρός του και βρίσκεται σε ταραχή».
Είπε ο αββάς Σισώης• «Αν δεν δοξάσει τον άνθρωπο ο Θεός, η δόξα των ανθρώπων δεν είναι τίποτε».
Κάποτε ο Αβραάμ, ο μαθητής του αββά Σισώη, πειράσθηκε από δαίμονα και είδε ο γέροντας ότι έπεσε. Σηκώθηκε τότε και ύψωσε τα χέρια του στον ουρανό και είπε• «Θεέ μου, θέλεις-δεν θέλεις, δεν θα σε αφήσω αν δεν τον θεραπεύσεις». Και αμέσως θεραπεύθηκε.
Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Σισώη• «Τι να κάνω, αββά, γιατί έπεσα σε αμαρτία;». Του λέει ο γέροντας• «Σήκω πάλι». Λέει ο αδελφός• «Σηκώθηκα και πάλι έπεσα». Λέει ο γέροντας• «Σήκω πάλι και πάλι». Και τότε είπε ο αδελφός• «Ως πότε;». Και λέει ο γέροντας• «Έως ότου να σε βρη ο θάνατος είτε στο αγαθό είτε στην πτώση. Δεν είναι γραμμένο όπου εύρω σε εκεί και κρινώ σε; Γιατί όπως βρεθεί ο άνθρωπος, έτσι και θα φύγει».
Ρώτησαν κάποιοι τον αββά Σισώη• «Αν πέσει σε αμαρτία ένας αδελφός, δεν έχει ανάγκη ενός χρόνου για να μετανοήσει;». Αυτός είπε• «Είναι σκληρός ο λόγος». Αυτοί λένε• «Αλλά έξι μήνες;». Και πάλι είπε• «Πολύ είναι». Και αυτοί έλεγαν• «Μέχρι σαράντα μέρες;». Πάλι είπε• «Πολύ είναι». Του λένε• «Τι θα γίνει αν πέσει ένας αδελφός και αμέσως τύχει να γίνει τραπέζι αγάπης και αυτός παρουσιαστεί στο τραπέζι;». Τους λέγει ο γέροντας• «Όχι, γιατί έχει ανάγκη να μετανοήσει για λίγες μέρες. Και πιστεύω ότι αν ένας τέτοιος μετανοήσει ολόψυχα ακόμη και σε τρεις ημέρες τον δέχεται ο Θεός».
Ο Aββάς Σισώης ύστερα από πολλές παρακλήσεις αδελφού για να μιλήσει είπε• «Μείνε στο κελί σου με νήψη και εμπιστεύσου τον εαυτό σου στον Θεό χύνοντας πολλά δάκρυα και θα βρεις ανάπαυση».
Αδελφός που αδικήθηκε από άλλο αδελφό ήλθε προς τον αββά Σισώη και του λέγει:
– Αδικήθηκα από έναν αδελφό και θέλω να τον εκδικηθώ.
Ο δε Γέρων τον παρακαλούσε:
– Μη, τέκνο· άφησε καλύτερα στον Θεό το έργο της εκδικήσεως.
Αυτός όμως έλεγε:
– Δεν θα ησυχάσω ώσπου να πάρω εκδίκηση.
Είπε δέ ο Γέρων:
– Ας προσευχηθούμε, αδελφέ. Και ο Γέρων, αφού σηκώθηκε, είπε:
– Θεέ μου, δεν έχουμε ανάγκη να φροντίζεις για μας, γιατί εμείς την εκδίκησή μας την παίρνουμε μόνοι μας. Μόλις άκουσε αυτά τα λόγια ο αδελφός, έπεσε στα πόδια του Γέροντος λέγοντας:
– Δεν έχω πια αντιδικία με τον αδελφό, συγχώρεσέ με, αββά.
Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Σισώη· «Αν ενώ βαδίζουμε ο οδηγός μας χάσει τον δρόμο, πρέπει να του το πούμε;». Ο γέροντας λέει· «Όχι». Του λέει ο αδελφός· «Αλλά θα τον αφήσουμε να μας πλανήσει;». Του λέει ο γέροντας· «Τι λοιπόν, θα πάρεις ραβδί να τον δείρεις; Εγώ ξέρω ότι κάποιοι αδελφοί πεζοπορούσαν και ο οδηγός τους τη νύχτα πλανήθηκε. Ήταν δώδεκα και όλοι ήξεραν ότι έχασαν τον δρόμο, αλλά καθένας αγωνιζόταν να μη μιλήσει. Όταν ξημέρωσε κατάλαβε ο οδηγός ότι έκανε λάθος και τους λέει· “Συγχωρέστε με, έκανα λάθος”. Και όλοι είπαν· “Κι εμείς το ξέραμε, αλλά δεν μιλήσαμε”. Κι αυτός θαύμασε και είπε· “Ως τον θάνατο εγκρατεύονται οι μοναχοί να μη μιλήσουν”. Και δόξασε τον Θεό. Και το μήκος του δρόμου που πήραν κατά λάθος ήταν δώδεκα μίλια».
Πήγαινε κάποτε ένας λαϊκός μαζί με το γιο του προς τον αββά Σισώη στο όρος του αββά Αντωνίου και συνέβη να πεθάνει ο γιος του στο δρόμο. Αυτός δεν ταράχτηκε, αλλά τον πήρε και πήγε με πίστη στον γέροντα και πρόσπεσε με τον γιο του, σαν να έκανε μετάνοια, ώστε να τον ευλογήσει ο γέροντας. Έπειτα σηκώθηκε ο πατέρας, άφησε το παιδί μπροστά στα πόδια του γέροντα και βγήκε έξω. Ο γέροντας νομίζοντας ότι βάζει μετάνοια του λέει• «Σήκω, βγες έξω», γιατί δεν ήξερε ότι ήταν νεκρός. Αμέσως το παιδί σηκώθηκε και βγήκε. Όταν τον είδε ο πατέρας του έμεινε εκστατικός. Μπήκε μέσα, προσκύνησε τον γέροντα και του ανακοίνωσε τι συνέβη. Όταν το άκουσε ο γέροντας λυπήθηκε, γιατί δεν ήθελε να γίνει αυτό. Τότε ο μαθητής του γέροντα παρήγγειλε στον πατέρα να μην το πει σε κανέναν, ως το τέλος της ζωής του γέροντα.
Η επίσκεψή του στον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου
Ο Όσιος Σισώης ο Μέγας επεσκέφθη κάποτε τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Όταν στάθηκε μπροστά και αναλογίσθηκε το μεγαλείο, στο οποίο έζησε ο ενδοξώτατος αυτός βασιλιάς των Ελλήνων, έφριξε με την σκέψη πόσο άστατη είναι η ζωή και πόσο πρόσκαιρη η δόξα. Έκλαψε και θρήνησε για τη ματαιότητα όλης αυτής της γήινης δόξας και της βασιλικής εξουσίας.
«Ορών σε, τάφε, δειλιώ σου την θέαν
και καρδιοστάλακτον δάκρυον χέω, χρέος το
κοινόφλητον εις νουν λαμβάνων, πώς ουν
μέλλω διελθείν πέρας τοιούτον. Αι, αι, θάνατε,
τις δύναται φυγείν σε.»
Δηλαδή (σε νεοελληνική απόδοση):
em>«Βλέποντάς σε, Τάφε, δειλιάζω στη θέα σου και χύνω δάκρυα μεσ’ απ’ την καρδιά μου, όταν φέρνω στο νου μου το χρέος ποὺ του οφείλουμε όλοι (δηλαδή τον θάνατο), πώς και εγώ μέλλω να διέλθω από τέτοιο τέλος; Αχ, αχ, θάνατε, ποιος μπορεί να σ’ αποφύγει;»
“Τάφος Αλεξ[άνδρου] του βασιλέ[ως].”
Τρία πράγματα με συγκλονίζουν, αδελφοί, έλεγε ο αββάς Σισώης:
1. Ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα.
2. Η εμφάνισή μου ενώπιόν του αδεκάστου Κριτού. Και
3. Η εναντίον μου καταδικαστική απόφαση.