Η Ακολουθία της Αρτοκλασίας είναι μιά μικρή σχετικώς ακολουθία η οποία σύμφωνα με το Τυπικό αποτελεί μέρος του Μεγάλου Εσπερινού των Αγρυπνιών των Δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών και των εορτών των μεγάλων Αγίων, οι οποίοι σύμφωνα με μοναστηριακά Τυπικά εορτάζονται με Αγρυπνία. Τελείται κατά την ακρίβεια στο τέλος του Μεγάλου Εσπερινού, ακόμα και στο τέλος του Όρθρου ή της Θείας Λειτουργίας ή και αυτοτελώς.
Η σύγχρονη λειτουργική έρευνα έχει καταδείξει ότι έλκει την καταγωγή της από τις αρχαίες αγάπες, τα κοινά δείπνα που τελούνταν κατά την εβδομαδιαία εσπερινή σύναξη της Εκκλησίας. Συγκεκριμένα μετά την αποδέσμευση της Θείας Ευχαριστίας από το δείπνο και την μεταφορά της μετά την ορθρινή (πρωϊνή) Ακολουθία παρέμεινε κάποια ευλογία άρτου και οίνου στην εσπερινή σύναξη των Χριστιανών, η οποία μάλιστα διέσωσε και τον αρχαίο όρο «κλάσις του άρτου». Βεβαίως πρέπει να τονισθεί ότι δεν απετέλεσε ποτέ μυστήριο αυτή η ευλογία του άρτου και του οίνου.
Έχει επίσης αποδειχθεί η σχέση της τελετής αυτής με τα νεκρόδειπνα, τα οποία ελάμβαναν χώρα μετά την κηδεία αλλά και κατά την τέλεση των μνημοσύνων των κεκοιμημένων χριστιανών όπως επίσης και κατά τις μνήμες των αγίων. Είναι άλλωστε αυτά τα νεκρόδειπνα συνέχεια και επιβίωση των αρχαίων αγαπών μέχρι και τις ημέρες μας. Κατ’ αυτά, όπως δείχνουν οι λαϊκές παραδόσεις και δοξασίες, θεωρείται απαραίτητη η παρουσία του άρτου και του οίνου. Συνοδεύονται όμως χαρακτηριστικά και από έλαιο, ύδωρ, κρέας και φυσικά κόλλυβα, τα οποία θεωρούνται «ισοδύναμα» της προσφοράς άρτου και οίνου.
Η Ακολουθία αυτή αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Αγρυπνίας, η οποία συναντάται μόνον στο μοναχικό Τυπικό. Τούτο διότι ολονύκτιες Αγρυπνίες (ή παννυχίδες αλλιώς διότι διαρκούσαν όλη την νύκτα) ήταν αδύνατο να δημιουργηθούν και να ευδοκιμήσουν στο Τυπικό των Ενοριών, οι οποίες αποτελούνται από ανθρώπους που δεν διέθεταν τον χρόνο ίσως και την ανάλογη διάθεση πολλές φορές. Αποτέλεσε λοιπόν μέρος της παννυχίδος-αγρυπνίας και διετυπώθη κατά τον Συμεών Θεσσαλονίκης «εξαιρέτως διά τον κόπον της αγρυπνίας, ίνα και ευλογίας Χριστού και μικράς παρακλήσεως οι αδελφοί διά τον κόπον τυχόντες, έκτοτε προσευχήν διά την κοινωνίαν των φρικτών μυστηρίων έχωσι και μάλιστα οι ιερωμένοι». Καθιερώθηκε δηλαδή για να ενισχυθούν οι συμμετέχοντες στην ολονύκτιο αγρυπνία, οι οποίοι θα έπρεπε να κοπιάσουν σωματικά όλη τη νύκτα, αλλά και να παραμείνουν χωρίς τροφή και νερό από εκείνην την ώρα και μέχρι και την μετάληψη των Αχράντων Μυστηρίων, σύμφωνα με τους σχετικούς με τη Θεία Μετάληψη κανόνες.Ήδη πολύ νωρίς συσχετίσθηκε η Αρτοκλασία με το θαύμα του πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων στην έρημο και δόθηκε σ’ αυτήν από κάποιους ερμηνευτές ευχαριστιακό περιεχόμενο παρ’ όλον ότι όπως διευκρινίσθηκε ποτέ δεν θεωρήθηκε ως Μυστήριο. Εξ αυτής μάλιστα έλαβε και τον αριθμό των προσφερομένων άρτων, συνήθως πέντε δηλαδή.
Στά χειρόγραφα που αναφέρονται στην Αρτοκλασία όμως υπάρχει κάποια ασυμφωνία ως πρός τον αριθμό των προσφερομένων άρτων. Κάποια αναφέρουν τρείς, άλλα πέντε, άλλα μόνο άρτους, κάποια άλλα πέντε άρτους και οίνο, άλλα μαζί με αυτά και ψωμί κομμένο σε κομμάτια, σε άλλα προστίθεται το έλαιο και τέλος σε κάποια άλλα και το σιτάρι.
Αυτή η ασυμφωνία, όπως επίσης και η ασυμφωνία γενικότερα ως πρός τα προσφερόμενα είδη, οδήγησε την έρευνα στην Ακολουθία της Προθέσεως. Αποδείχθηκε λοιπόν ότι η προσφορά ελαίου και σίτου στην Ακολουθία της Αρτοκλασίας είναι δάνειο από την προσφορά απαρχών στον Ναό, η οποία στα αρχαία χρόνια γινόταν μάλλον κατά την Ακολουθία της Προθέσεως. Οφείλουμε όμως να καταγράψουμε και το γεγονός πως κατ’ αυτήν προσφέρονταν και ξεχωριστά άρτοι, εκτός από αυτούς που προορίζονταν για την τέλεση της Ευχαριστίας και των οποίων η ευλογία είχε σκοπό την ίαση των ασθενειών των μεταλαμβανόντων από αυτούς. Οι λειτουργικοί όμως χειρισμοί στις δύο αυτές Ακολουθίες, δηλαδή της Αρτοκλασίας και της Προθέσεως (τρόπος ευλογίας κ.λπ.) παρουσιάζουν ομοιότητες.
Επειδή όμως η Εκκλησία με τον 3ο Αποστολικό Κανόνα αλλά και με άλλους απαγόρευσε την προσφορά απαρχών στο θυσιαστήριο η ευλογία τους μετετέθη εκτός της Θείας Ευχαριστίας. Η ευλογία δε κάποιων από αυτά –ως απαρχών– βρήκε μάλλον «καταφύγιο» στην Ακολουθία της Αρτοκλασίας και τούτα είναι η ευλογία του σίτου και του ελαίου, ίσως και του οίνου (όταν προσφέρεται ως απαρχή).
Όσον αφορά τώρα αυτήν καθ’ εαυτήν την Ακολουθία της Αρτοκλασίας ο ιερεύς ή ο διάκονος θυμιάζει σταυροειδώς τα προσφερόμενα στο μέσον του Ναού είδη «ουχ ως άγια, αλλ’ ως αγιασθήναι μέλλοντα, μάλλον δε ως προαγιάζων αυτά τώ σταυρώ και τώ θυμιάματι». Έπειτα αναγινώσκει ο ιερεύς την ευχή της Αρτοκλασίας, ευλογεί τα είδη και ψάλλεται, κατά νεώτερη τάξη, ο στίχος «πλούσιοι επτώχευσαν». Ο ευλογηθείς άρτος κατά τα χειρόγραφα «διάφορα χαρίσματα» κυρίως ιαματικά.
Σέ κάποιο Τυπικό του 1545 υπάρχει μία παρατήρηση, η οποία αφορά στον ευλογηθέντα άρτο: «ο δε ευλογηθείς άρτος, εστίν αλεξιτήριος παντοίων κακών, ει μετά πίστεως λαμβάνοιτο», παρατήρηση την οποία κάνουν τα περισσότερα των αρχαίων Τυπικών. Κάποιο άλλο Τυπικό του 12ου αιώνος ομιλεί και περί φρύξεως (αποξήρανσης) και διαφυλάξεως του ευλογηθέντος άρτου, ο οποίος αποστέλλεται «πρός ίασιν ψυχικών παθών και σωματικών, πινομένη μετά του ύδατος και μεταλαμβανομένη».
Προϊόντος του χρόνου, προστίθενται και άλλες θαυματουργικές ιδιότητες στην Αρτοκλασία: «ο δε ευλογηθείς άρτος έχει χαρίσματα διάφορα, ήγουν παύει πυρετούς, πινόμενος μετά ύδατος, φρίκην διώκει και πάσαν μαλακίαν ιάται, πρός δε τούτοις και σήτας (σαράκια) από των γεννημάτων ελαύνει». Στα ίδια πλαίσια κινείται και ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης: «… άπερ (οι άρτοι και ο οίνος) και τοίς λαμβάνουσι μετά πίστεως, μεταδοτικά εισι χαρισμάτων, ιάσεών τε και άλλων δώρων πολλών».
Στήν αρχαία Εκκλησία ακολουθούνταν αυτή η πρακτική της ευλογίας άρτου ή ελαίου ή ύδατος για τους ασθενείς πρίν ακόμη καθιερωθεί το μυστήριο του Ευχελαίου όπως το γνωρίζουμε σήμερα. Στο ευχολόγιο του Σεραπίωνος επισκόπου Θμούεως της Αιγύπτου (4ος αι.) υπάρχουν δύο ευχές οι οποίες συσχετίζονται με «διάφορα χαρίσματα», «πάσαν μαλακίαν», « ίασιν ψυχικών και σωματικών νόσων», η οποία επέρχεται «πινομένη μετά του ύδατος και μεταλαμβανομένη».
Αναφέρουν σχετικά οι ευχές: «…Χάρισαι δύναμιν θεραπευτικήν επί τα κτίσματα ταύτα, όπως πάς πυρετός και πάν δαιμόνιον και πάσα νόσος διά της πόσεως και της αλείψεως απαλλαγή, και γένηται φάρμακον θεραπευτικόν και φάρμακον ολοκληρίας…», «… ώστε εκπέμψαι δύναμιν ιατικήν από των ουρανών του μονογενούς επί το έλαιον τούτο, ίνα γένηται τοίς χριομένοις (ή μεταλαμβάνουσι των κτισμάτων σου τούτων) εις αποβολήν πάσης νόσου και πάσης μαλακίας, εις αλεξιφάρμακον παντός δαιμονίου, εις εκχωρισμόν παντός πνεύματος ακαθάρτου, εις αφορισμόν παντός πνεύματος πονηρού, εις εκδιωγμόν παντός πυρετού και ρίγους και πάσης ασθενείας, εις χάριν αγαθήν και άφεσιν αμαρτημάτων, εις φάρμακον ζωής και σωτηρίας, εις υγείαν και ολοκληρίαν ψυχής, σώματος, πνεύματος, εις ρώσιν τελείαν. Φοβηθήτω, δέσποτα, πάσα ενέργεια σατανική, πάν δαιμόνιον, πάσα επιβουλή του αντικειμένου, πάσα πληγή, πάσα μάστιξ, πάσα αλγηδών, πάς πόνος ή ράπισμα ή εντίναγμα ή σκίασμα πονηρόν…».
Σχετική είναι και η «ευχή εις το ευλογήσαι άρτον πρός ίασιν ασθενούς» η οποία περιέχεται σε κάποια μικρά ευχολόγια, όπου ο άρτος ευλογούνταν πρός ψυχική και σωματική υγεία και ευρωστία, αντίδοτο κατά των ασθενειών και των επιβουλών του αοράτου εχθρού.
Είναι λοιπόν μεγίστη η ευλογία και από τον άρτο της Αρτοκλασίας που απολαμβάνει ο πιστός και πρέπει να τον λαμβάνει με ευλάβεια.