ΠΕΤΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΥ -Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου Πρ. Ιερού Ναού Τιμίου Σταυρού Πειραιώς
Κυρίαρχη θέση, αγαπητοί μου αδελφοί, κυρίαρχη θέση στο εορτολόγιο της Εκκλησίας μας κατέχουν οι άγιοι απόστολοι και μάλιστα οι κορυφαίοι εξ’ αυτών Πέτρος και Παύλος, «οι των αποστόλων πρωτόθρονοι», όπως τους χαρακτηρίζει το απολυτίκιο της εορτής.
Και τούτο, διότι οι άγιοι απόστολοι υπήρξαν οι «αυτόπται και υπηρέται του Λόγου», τα πρόσωπα εκείνα, που εκλήθησαν από τον Χριστό, να γίνουν οι αυτόπτες μάρτυρες της ζωής, του πάθους, και της αναστάσεώς του, οι συνεχιστές του έργου του, οι μετά το πρώτον θεμέλιον, τον Χριστόν, θεμέλιοι λίθοι της Εκκλησίας, σύμφωνα με τον λόγον του Παύλου «εποικοδομηθέντες επί τω θεμελίω των αποστόλων και προφητών, όντος ακρογωνιαίου αυτού Ιησού Χριστού» (Εφ.2,20). Γι’ αυτό άλλωστε η Εκκλησία έχει καθιερώσει και περίοδο νηστείας, για τον επάξιο εορτασμό των, την νηστεία των αγίων αποστόλων, από την Κυριακή των αγίων Πάντων μέχρι την ημέρα της εορτής των. Το γεγονός αυτό μας δίδει την αφορμή να στρέψουμε την προσοχή μας χρεωστικώς προς τους μεγάλους αυτούς φωστήρας και να αναφερθούμε σ’ αυτούς, δανειζόμενοι την θεοφώτιστη γλώσσα των αγίων Πατέρων μας και μάλιστα του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
«Τί γαρ ερούμεν προς τους διδασκάλους της άνω και της κάτω κτίσεως; Ουχ ευρίσκω γαρ λόγον άξιον εγκωμιάσαι τους εγκωμιάσαντας το γένος ημών. Τι γαρ Πέτρου μείζον; τι δε Παύλου ίσον; οίτινες τω έργω και τω λόγω πάσαν την εν ουρανοίς και επί γης κτίσιν ενίκησαν. Οι τω πηλώ του σώματος συμπεπλεγμένοι και αμείνους αγγέλων ευρεθέντες…», παρατηρεί σ’ έναν εγκωμιαστικό του λόγο ο μέγας της Εκκλησίας Πατήρ άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Δηλαδή τι μπορούμε να πούμε και με ποιά λόγια να εγκωμιάσουμε αυτούς, που αναδείχθηκαν διδάσκαλοι της άνω και της κάτω κτίσεως, μύστες και χειραγωγοί της ανθρωπότητος στα επίγεια και τα επουράνια μυστήρια της Βασιλείας των Ουρανών; Δεν βρίσκω λόγια να εγκωμιάσω αυτούς, που εγκωμίασαν το γένος μας. Διότι τί μεγαλύτερον από τον Πέτρον, ή τί ίσον με τον Παύλον μπορεί να υπάρξει; Aυτοί με τα έργα και την διδασκαλία τους ενίκησαν όλη την κτίση, την ορατή και αόρατη, και παρά το ότι έφεραν γήινο ανθρώπινο σώμα, υπερέβησαν ακόμη και την φύση των αγγέλων.
Και αν ακόμη είχαμε δέκα στόματα και δέκα γλώσσες σαν αυτές του ιερού Χρυσοστόμου και πάλι δεν θα μπορούσαμε να παραστήσουμε επάξια το ύψος της αρετής και της αγιότητος των δύο αυτών γιγαντιαίων μορφών, που λάμπουν ως αστέρες πρώτου μεγέθους, εν μέσω όλων των αγίων της Εκκλησίας. Αυτοί βέβαια δεν έχουν ανάγκη από τα δικά μας εγκώμια, διότι έχουν ένα άλλο, ασυγκρίτως ανώτερο εγκώμιο, το εγκώμιο, που έπλεξε ο ίδιος ο Χριστός γιά τον καθέναν από αυτούς. Πράγματι τον μέν απόστολο Πέτρο εμακάρισε με τους λόγους: «Μακάριος εί Σίμων Βαριωνά, ότι σάρξ και αίμα ουκ απεκάλυψέ σοι, αλλ’ ο Πατήρ μου ο εν τοις ουρανοίς. Καγώ δε σοι λέγω, ότι συ εί Πέτρος και επί ταύτη τη Πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν και πύλαι άδου ού κατισχύσουσιν αυτής. Και δώσω σοι τας κλείς της Βασιλείας των Ουρανών και ό εάν δήσης επί της γής, έσται δεδεμένον εν τοις ουρανοίς και ό εάν λύσης επί της γής έσται λελυμένον εν τοις ουρανοίς» (Ματθ.16,17-19). Τον δε απόστολο Παύλο ονόμασε σκεύος εκλογής, εκλεκτό όργανό του, που τον έχει προορίσει, να βαστάσει το όνομά του και να διαδώσει το ευαγγελικό κήρυγμα σ’ όλους τους λαούς της γής: «σκεύος εκλογής μοι εστίν ούτος, του βαστάσαι το όνομά μου ενώπιον εθνών και βασιλέων υιών τε Ισραήλ» (Πρ.9,15).
Μέσα από τα ευαγγέλια, τις Πράξεις και τις επιστολές των αλλά και την εκκλησιαστική μας Παράδοση παρουσιάζεται ανάγλυφα το ιεραποστολικό τους έργο, η ουρανόδρομη πορεία τους. Ένα έργο ευρυτάτων, παγκοσμίων διαστάσεων, που υπερακοντίζει το έργο κάθε άλλου αποστόλου. Ένα έργο, του οποίου τα αποτελέσματα είχαν καθοριστική σημασία για την όλη παρά πέρα ιστορική πορεία της ανθρωπότητος. Διότι τί ήταν ο Χριστιανισμός, όταν οι δύο αυτοί απόστολοι και ιδίως ο απόστολος Παύλος, άρχισαν τις αποστολικές τους οδοιπορείες; Μία ασήμαντη κοινότης, που κατεδιώκετο από τους Ιουδαίους, μια αμεληταία ποσότης από αριθμητικής απόψεως. Πώς δε εξελίχθηκε μετά από 35 χρόνια, μετά δηλαδή το τέλος της αποστολικής των δράσεως; Σε μιά παγκόσμια θρησκεία, που είχε εξαπλωθεί σ’ ολόκληρη την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Μιά θρησκεία γεμάτη ζωή και σφρίγος, μιά υπολογίσιμη πνευματική δύναμις, που διαρκώς όλο και περισσότερο αυξανόταν και που είχε ήδη αρχίσει να συγκλονίζει και να συνταράζει εκ θεμελίων το παλαιό καθεστώς της θρησκείας των ειδώλων.
Με ακούραστο ζήλο, με ακατάβλητο φρόνημα, με την δύναμη της Θείας Χάριτος, σαν να είχαν φτερά τα πόδια τους, όργωσαν όλη την Ρωμαϊκή Οικουμένη, σπέρνοντας στις ψυχές των ανθρώπων το χαρμόσυνο κήρυγμα της σωτηρίας. Με το δίχτυ του λόγου, σαν επιδέξιοι ψαράδες ανθρώπων, ετράβηξαν από τον βυθό της απωλείας προς το φώς της θεογνωσίας χιλιάδες ψυχών και ίδρυσαν πολλές κατά τόπους Εκκλησίες. Ποία δε γλώσσα μπορεί να περιγράψει τις θλίψεις και τους διωγμούς, που υπέφεραν κατά την διεξαγωγή του ιεραποστολικού των έργου; Μία αμυδρή εικόνα αυτών μας δίδει ο απόστολος Παύλος στην Β΄ προς Κορινθίους επιστολή του (11,13,27), που ισχύουν κατ’ αναλογίαν και για τον απόστολο Πέτρο: «εν κόποις περισσοτέρως, εν πληγαίς υπερβαλόντως, εν φυλακαίς περισσοτέρως, εν θανάτοις πολλάκις. Υπό Ιουδαίων πεντάκις τεσσαράκοντα παρά μίαν έλαβον, τρις εραβδίσθην, άπαξ ελιθάσθην, τρις εναυάγισα, νυχθημερόν εν τω βυθώ πεποίηκα. Οδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις ποταμών, κινδύνοις ληστών, κινδύνοις εκ γένους, κινδύνοις εξ εθνών, κινδύνοις εν πόλει, κινδύνοις εν ερημία, κινδύνοις εν θαλάσση, κινδύνοις εν ψευδαδέλφοις». Ο ιερός υμνογράφος σ’ ένα τροπάριο του εσπερινού της εορτής σημειώνει: «Τα κατά πόλιν δεσμά και τας θλίψεις σου τις διηγήσεται ένδοξε Παύλε απόστολε; Τους κόπους, τους μόχθους, τας αγρυπνίας, τας εν λιμώ και δίψει κακοπαθείας, τας εν ψύχει και γυμνότητι, την σαργάνην, τους ραδβισμούς, τους λιθασμούς, την περίοδον, τον βυθόν, τα ναυάγια; Θέατρον εγένου και αγγέλοις και ανθρώποις».
Ο δε χρυσορρήμων Πατήρ συμπληρώνει: «οι μύρια δεινά δι’ αυτήν υπομείναντες, εν φυλακαίς κατακλειόμενοι, υπό Ιουδαίων βδελυττόμενοι, υπό βαρβάρων συρόμενοι, υπό βασιλέων αικιζόμενοι, οι μηδέ αναπνείν συγχωρούμενοι και παύσασθαι της διδασκαλίας μη ανεχόμενοι, οι μέλος του σώματος κινήσαι μη δυνάμενοι διά το βάρος των δεσμών και πάσαν την οικουμένην δεδεμένην τη αμαρτία, δι’ επιστολών λύοντες…». Είχαν συσταυρωθεί μαζί με τον Χριστόν και δεν ζούσαν πλέον αυτοί, αλλά ζούσε μέσα τους ο Χριστός. Τα σημάδια των πληγών, που έφεραν στο σώμα τους από τις μαστιγώσεις και τους ραβδισμούς, ήσαν γι’ αυτούς πολυτιμότερα από τα παράσημα των στρατηγών και τα στέμματα των βασιλέων.
Ποίες δε ευχαριστίες θα μπορούσαμε να ανταποδώσουμε στους δύο αυτούς κορυφαίους αποστόλους για τις θεόπνευστες επιστολές τους, τις γεμάτες από Χάρη αγίου Πνεύματος, που μας άφησαν ως ανεκτίμητο θησαυρό και αιώνια παρακαταθήκη στην Εκκλησία, μέσω των οποίων αναδεικνύονται οικουμενικοί Πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας; Μέσα σ’ αυτές αναλύουν μ’ ένα τρόπο μοναδικό και ανεπανάληπτο όλο το μυστήριο της ενσάρκου Θείας Οικονομίας. Θέτουν τις βάσεις και τα θεμέλια της Θεολογίας. Απαντούν σ’ όλα τα καυτά και φλέγοντα θέματα, που απασχολούν τον άνθρωπο. Γίνονται οι χειραγωγοί προς τα άνω, οι στοργικοί ποιμένες, οι παρηγορητές των θλιβομένων, των παρθένων οι στεφανωτές, των συζύγων οι σωφρονιστές, των πλεονεκτών οι χαλινοί, των αιρετικών οι αντίπαλοι. Ποιός κατόπιν από τους μεταγενεστέρους Πατέρες ετόλμησε να γράψη, ή να διδάξη κάτι, χωρίς να λάβη υπ’ όψιν του την θεολογία των και χωρίς να αναφερθή στις επιστολές των; Κανείς.
Ποίες δε τώρα ευχαριστίες να ανταποδώσομε για όλα τα παραπάνω προς τους κοινούς ευεργέτες της ανθρωπότητος; Ιδιαίτερα εμείς οι Έλληνες, με ποίον τρόπον θα μπορέσουμε ποτέ να εξοφλήσουμε το χρέος της οφειλής μας προς τον κατ’ εξοχήν απόστολο της Ελλάδος, τον απόστολο Παύλο; Αν η Ελλάδα σήμερα είναι χριστιανική, το οφείλει στον απόστολο Παύλο. Νομίζω, ότι ο καλύτερος τρόπος ανταποδώσεως είναι η κατά δύναμιν εφαρμογή της προτροπής των: «Παρακαλώ ουν υμάς μιμηταί μου γίνεσθε» (Α΄Κορ.4,16). Ας παρακαλούμε δε αυτούς να πρεσβεύουν αδιαλείπτως υπέρ της σωτηρίας των ψυχών ημών. Αμήν.