π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, ομοτίμου καθηγητού Πανεπιστημίου
Παράδοση στην γλώσσα της Ορθοδοξίας σημαίνει την αδιάκοπη συνέχεια του ορθοδόξου τρόπου υπάρξεως, που κλείνει μέσα του την αληθινή πίστη, ως φρόνημα και στάση ζωής σε όλες τις πτυχές της.
Ο πατριαρχικός έξαρχος μητροπολίτης Κασσανδρείας Ειρηναίος με την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους 30 Σεπτεμβρίου 1910.
1. Η Θεολογία και Ποιμαντική Πράξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας μέχρι την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Οθωμανούς (1453) είχε ως κύριο στόχο της την διαφύλαξη της Ορθοδοξίας, ως της« άπαξ τοις αγίοις παραδοθείσης πίστεως» (Ιούδ. 3), για την συνέχεια της ομολογίας και παραδόσεως των Αποστόλων και των αγίων Πατέρων. Αυτό όμως απαιτούσε και την λόγω και έργω απόκρουση των αιρέσεων για την προστασία του Ποιμνίου και την διασφάλιση της δυνατότητας σωτηρίας, δηλαδή θεώσεως.
Έτσι η Ορθόδοξη Εκκλησία από τον 15ο ως τα τέλη του 19ου αιώνα παρέμεινε αμετακίνητη στη στάση της απέναντι στον δυτικό χριστιανισμό, τον παπισμό και τον προτεσταντισμό (λουθηρανισμό, καλβινισμό, κ.λπ.) και τον αγγλικανισμό, που χαρακτηρίζονται σαφώς ως αιρετικές εκπτώσεις από τη Μία Εκκλησία.
Στα ορθόδοξα δογματικοσυμβολικά κείμενα [1] αυτής της περιόδου εκφράζεται θετικά η ορθόδοξη εκκλησιαστική πίστη και αποκρούονται οι πλάνες των δυτικοχριστιανικών ομάδων, που έχουν στερηθεί τον χαρακτήρα της Εκκλησίας, σε μία αδιατάραχτη συνέχεια και συμφωνία με την βυζαντινή αντιρρητική παράδοση της Εκκλησίας. Παρέμεινε έτσι ακμαία η ορθόδοξη αυτοσυνειδησία, κατά την οποία «η Ορθόδοξος ημών Ανατολική και Αποστολική Εκκλησία ου μόνον αιρετικόν ου προσίεται δόγμα, αλλά και τας υποψίας αυτάς αποκρούεται» [2].
Ομολογείται, επίσης, χωρίς περιστροφές, ότι «αυτή μόνη η των Ανατολικών Ορθοδόξων (πάλαι μεν Ελλήνων, νυν δε Γραικών και Νέων Ρωμαίων διά την Νέαν Ρώμην καλουμένων) χριστιανών πίστις εστίν αληθής μόνη ακραιφνεστάτη» [3].
Με απόλυτη δε κατάφαση της ορθοδόξου ταυτότητος διαπιστώνεται, ότι «τα λουθηροκαλβινικά και παπιστικά δόγματα ου συνάδει τη Ορθοδόξω ημών πίστει, ανθίστανται δε μάλλον αυτή και πόρρω της αληθείας απεσχοίνισται» [4] (έχουν απορριφθεί).
Μόνη, συνεπώς, παραδεκτή βάση της εκκλησιαστικής ενώσεως είναι η απόλυτος ενότης της πίστεως και η ομοφροσύνη στα δόγματα διά της ανεπιφυλάκτου παρά των ετεροδόξων αποδοχής των ορθοδόξων δογμάτων. Με βάση δε την σχετική δηλωση του αγίου Μάρκου διακηρύσσεται εκ νέου ότι «εν τοις θείοις δόγμασιν ουδαμού χώραν έχει ποτέ η οικονομία η συγκατάβασις» [5]. Και όλα αυτά λέγονται σε περίοδο εξουθενωτικής δουλείας και ταπεινώσεως του Γένους των Ορθοδόξων.
2. Η αταλάντευτη αυτή στάση της ορθόδοξης εκκλησιαστικής ηγεσίας απέναντι στην ετερόδοξη Δύση άλλαξε επίσημα στις αρχές του 20ου αιώνα, επί πατριαρχίας Ιωακείμ του Γ΄(+1912). Αυτό σημαίνει ότι με πνεύμα θετικό εγκαινιάζεται στο εθναρχικό κέντρο μία νέα στάση απέναντι στην αποκρουόμενη έως τότε Δύση, κατά το πνεύμα του φιλοδυτικισμού και των «οικουμενικών σχέσεων». Το κύριο σημείο αναφοράς δεν θα είναι πλέον η Ανατολή, αλλά η Δύση, με ο,τι αυτή εκφράζει. Η αλλαγή αυτή οριοθετείται από τρία σπουδαία κείμενα του Οικουμενικού Θρόνου, την Εγκύκλιο του πατριάρχου Ιωακείμ Γ΄ το 1902 [6], το Διάγγελμα του 1920 [7] και την Εγκύκλιο του 1952 [8]. Η πρώτη πραγματοποιεί το οικουμενιστικό άνοιγμα στη Δυτική Χριστιανοσύνη, ενώ τα άλλα έχουν καθαρά προγραμματικό χαρακτήρα, εγκαινιάζοντας και προωθώντας την πορεία προς τον Οικουμενισμό με την «Οικουμενική Κίνηση». Η συμμετοχή του Οικουμενικού Πατριαρχείου σ’ αυτήν οδήγησε στις σημερινές ελεγχόμενες από την ορθόδοξη συνείδηση σχέσεις. Αυτό όμως συνδέεται άμεσα με την προοδευτική εξίσωση των δυτικών ομολογιών με τη Μία Εκκλησία, την Ορθοδοξία.
Με το Διάγγελμα του 1920 το Οικουμενικό Πατριαρχείο προσέφερε τον καταστατικό χάρτη για την στάση, που όφειλε να τηρήσει στο μέλλον η ορθόδοξη παράταξη μέσα στην Οικουμενική Κίνηση.
Η Εγκύκλιος του 1902 άνοιξε τον δρόμο στη συμμετοχή μας στην Οικουμενική Κίνηση, το Διάγγελμα του 1920 προετοίμασε την είσοδό μας στο ΠΣΕ, ενώ η επί Πατριάρχου Αθηναγόρα Εγκύκλιος του 1952 [9] λειτούργησε ως ολοκλήρωση και επισφράγιση της προγραμματισμένης αυτής πορείας. Γι’ αυτό μεγάλοι ορθόδοξοι θεολόγοι, όπως ο Ιωάννης Καρμίρης και ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, παρά την αφοσίωσή τους στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, δεν παρέλειψαν να εκφράσουν τον δισταγμό τους στα ανοίγματα αυτά και τις επιφυλάξεις τους για τις μέσω αυτών δρομολογημένες εξελίξεις [10].
Υπεύθυνη όμως και αντικειμενική κριτική στην Οικουμενική Κίνηση έχει ασκήσει ο όσιος Ιουστίνος (Πόποβιτς), χαρακτηρίζοντας τον Οικουμενισμό με τον ακόλουθο τρόπο:
«Ο Οικουμενισμός είναι κοινόν όνομα διά τους ψευδοχριστιανούς, διά τας ψευδοεκκλησίας της Δυτικής Ευρώπης. Μέσα του ευρίσκεται η καρδιά όλων των ευρωπαικών ουμανισμών με επικεφαλής τον παπισμόν. Όλοι δε αυτοί οι ψευδοχριστιανισμοί, όλαι αι ψευδοεκκλησίαι, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία αίρεσις παραπλεύρως εις την άλλην αίρεσιν . Το κοινόν ευαγγελικόν όνομά των είναι η παναίρεσις». Και διερωτάται:
«Ήτο άραγε απαραίτητον η Ορθόδοξος Εκκλησία, αυτό το πανάχραντον Θεανθρώπινον σώμα και οργανισμός του Θεανθρώπου Χριστού, να ταπεινωθή τόσον τερατωδώς, ώστε οι αντιπρόσωποί της θεολόγοι, ακόμη και ιεράρχαι, να επιζητούν την οργανικήν μετοχήν και συμπερίληψιν εις το ΠΣΕ; Αλλοίμονον, ανήκουστος προδοσία» [11].
Ο οικουμενισμός σ’ όλες τις διαστάσεις και εκδοχές του έχει αποβεί αληθινή βαβυλώνιος αιχμαλωσία σχεδόν όλων των τοπικών ηγεσιών της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η καύχηση και ο αυτοθαυμασμός των οικουμενιστών μας «για μία δήθεν νέα εποχή, που άνοιξε το Οικουμενικό Πατριαρχείο» με τις πατριαρχικές Εγκυκλίους των ετών 1902 και 1920, δεν δικαιώνονται, διότι «αυτό που κατορθώθηκε είναι να νομιμοποιήσουμε τις αιρέσεις και τα σχίσματα του παπισμού και του προτεσταντισμού». Αυτό είναι το κατασταλαγμένο συμπέρασμα του π. Θεοδώρου Ζήση [12], το οποίο αδίστακτα προσυπογράφω.
3. Είναι, λοιπόν, φανερό ότι ο οικουμενισμός αποδείχθηκε πλέον ως εκκλησιολογική αίρεση, ως ένας «δαιμονικός συγκρητισμός», που επιδιώκει μία ομοσπονδιακή ενότητα της Ορθοδοξίας με την δυτική αιρετική πανσπερμία. Έτσι όμως, η Ορθοδοξία δεν επηρεάζει σωτηριολογικά τον μη ορθόδοξο κόσμο, διότι έχει εγκλωβιστεί αυτή, στα πρόσωπα των κατά τόπους ηγεσιών της, στις παγίδες του οικουμενισμού, που κατεργάζονται την φθορά και την αλλοτρίωσή της.
Αντί, λοιπόν, η εκκλησιαστική ηγεσία μας, να ακολουθεί το παράδειγμα των Αγίων Πατέρων μας στη διαφύλαξη της Ορθοδοξίας, ως της μόνης δυνατότητας σωτηρίας ανθρώπου και κοινωνίας, πράττει ακριβώς το αντίθετο. Συμφύροντας την Ορθοδοξία με την αίρεση, στα όρια του οικουμενισμού, και ουσιαστικά καταξιώνοντας την αιρετική πλάνη, επιφέρει την άμβλυνση των κριτηρίων του ορθοδόξου πληρώματος και στερεί και αυτό και τον κόσμο από την δυνατότητα σωτηρίας.
Στην κατεύθυνση δε αυτή ακριβώς αποδεικνύεται δαιμονική η παρέμβαση της λεγομένης «Μεταπατερικής Θεολογίας», η οποία προσφέρει θεολογική κάλυψη και στήριξη στην οικουμενιστική μας υστερία και στην κατεδάφιση των πατερικών και παραδοσιακών μας θεμελίων. Αυτό δεν γίνεται, βέβαια, με την κατ’ ευθείαν πολεμική κατά της συνοδικής και πατερικής πίστεως –τουναντίον αυτή συχνά επαινείται υποκριτικά και εξαίρεται- αλλά με την αμφισβήτηση των νηπτικών προϋποθέσεών της, την αποφυγή της καταδίκης των αιρέσεων και την de facto, έτσι, αναγνώρισή τους ως Εκκλησίας, σωτηριολογικού δηλαδή μεγέθους, ισοτίμου με την Ορθοδοξία.
Με αυτό τον τρόπο παραμερίζονται τελικά οι άγιοι Πατέρες και η διδασκαλία τους με την ανομολόγητη ανατροπή της πίστεως και πράξεως της αγιοπατερικής Παράδοσης. Η μεταπατερικότητα, δηλαδή, είναι, στην ουσία τηςαντιπατερικότητα, διότι αποδυναμώνει την πατερική παράδοση, χωρίς την οποία η Ορθοδοξία παραμένει αθωράκιστη στη δίνη του οικουμενισμού και την εξυπηρέτηση των σχεδίων της Νέας Εποχής. Και για να παραφράσουμε τον Ντοστογιέφσκυ: «Χωρίς Πατέρες όλα επιτρέπονται»!
Κατά τον άγιο Γρηγόριο όμως τον Παλαμά, «τούτό εστιν αληθής ευσέβεια, το μη προς τους θεοφόρους Πατέρας αμφισβητείν»!
Η απόλυτη δηλαδή υπακοή στους Αγίους Πατέρες μας.
1. Βλ. Ιω. Ν. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τ. 1, Αθήναι 19602 και τ. ΙΙ, Άθήναι 1953.
2. «Αποκρίσεις… προς τους Αγγλικανούς Ανωμότους, Ι. Καρμίρη, σ. 791.
3. Στο ίδιο, σ. 789.
4. Στο ίδιο, σ. 793.
5. Στο ίδιο, σ. 791.
6. Βλασίου Ι. Φειδά, Αι Εγκύκλιοι του 1902 και του 1904 ως πρόδρομοι της Εγκυκλίου του 1920 εν τη ευρυτέρα οικουμενική προοπτική της Μητρός Εκκλησίας, Ορθοδοξία 2003, σ.129-139 (εδώ:129).
7. Διάγγελμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου «Προς τας απανταχού Εκκλησίας του Χριστού», Ιω. Καρμίρη, σ. 950.
8. Στο ίδιο, σ. 960.
9. Απευθύνεται «προς τας αυτοκεφάλους Ορθοδόξους Εκκλησίας».
10. Ο μεν π. Φλωρόφσκυ το 1961 απομακρύνθηκε από το ΠΣΕ, ο δε Ιωάννης Καρμίρης (το 1953) δηλώνει περίφροντις από τις εξελίξεις: «Είναι προφανές ότι η ανεπιφύλακτος και άνευ όρων συμμετοχή (της Ορθοδοξίας) εις δογματικά συνέδρια και η οργανική σύνδεσις αυτής μετά πολυαρίθμων ποικιλωνύμων Εκκλησιών και Ομολογιών και αιρέσεων επί βάσεως δογματικής και εκκλησιολογικής εν τω Παγκοσμίω Συμβουλίω των Εκκλησιών θα εσήμαινε παρέκκλισιν από της υπό του Πατριαρχικού Διαγέλματος του 1920 χαραχθείσης γραμμής περί συνεργασίας αυτής μόνον εν τοις ζητήμασι του Πρακτικού Χριστιανισμού και γενικώς δεν θα ήτο σύμφωνος προς τας θεωρητικάς αρχάς της Ορθοδοξίας και την μακραίωνα παράδοσιν αυτής, ως και την διδασκαλίαν και πράξιν των επτά Οικουμενικών Συνόδων και των μεγάλων Πατέρων αυτής» (οπ. π., σ. 953).
11. π. Ιουστίνου Πόποβιτς, Η Ορθόδοξος Εκκλησία και ο Οικουμενισμός, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 224.
12. Βλ. άρθρο του στον «Ορθόδοξο Τύπο» της 16.7.2004.