Του Αρχιμ. π. Αχιλλίου Τσούτσουρα
Χειμώνας. Λίγοι οι επισκέπτες στο Αγιορείτικο Μοναστήρι. Φτάνοντας στην πύλη, μας υποδέχεται χαμογελαστός ο Αρχοντάρης και μας προσφέρει το καθιερωμένο Αγιορείτικο κέρασμα, ρακί και λουκούμι. Μας ανακοινώνει δε, προς μεγάλη μας έκπληξη, ότι σε λίγες ώρες ξεκινά μεγάλη Αγιορείτικη Αγρυπνία στο Καθολικό της Μονής.
Θεού το δώρον, είπαμε, και σκεφτήκαμε να ξεκουραστούμε για την ολονύκτια Ακολουθία. «Που θα πάτε τώρα;» ακούστηκε η φωνή του Μοναχού που θα κατέβαινε χαμηλά στους κήπους για το διακόνημά του αλλά και για να ταΐσει τα ζώα, που έκαναν αισθητή την πείνα τους φωνάζοντας δυνατά.
«Δεν έχουμε κάπου αλλού να πάμε: ή στη Βιβλιοθήκη ή στα κελλιά μας για λίγη ξεκούραση, Γέροντα». «Ελάτε μαζί μου, χαμένοι δεν θα βγείτε», φώναξε ο Μοναχός. «Να είναι ευλογημένο», κι αμέσως τον ακολουθήσαμε. Διήλθαμε τους κήπους με τα μαρούλια, τις μελιτζάνες και τις τεράστιες κολοκύθες που για πρώτη φορά βλέπαμε, και ο φιλόξενος Μοναχός μας ανέβασε στο σπιτάκι του κήπου, σε ένα αυτοσχέδιο θα έλεγα μπαλκόνι, φάρδους 70 με 80 εκατοστά, που αντικρύζει όλο το Αιγαίο, κι άρχισε να μας βγάζει τα κεράσματα που διέθετε, καφέ, κουλουράκια, παστέλι, παξιμάδι, ενώ συγχρόνως μας ξεναγούσε στην άγνωστη για μας περιοχή.
Ξαφνικά, κάτω απ’ το ξύλινο μπαλκόνι εμφανίζεται ένας ρακένδυτος Μοναχός, μεγάλος στην ηλικία, χαμογελαστός και καλωσυνάτος, κρατώντας ένα τρίχινο ντορβά στον ώμο του. Σκεφτήκαμε πως οι Ασκητές μάλλον έπιασαν και καταφθάνουν για να συμμετάσχουν στην Ιερά Αγρυπνία.
«Γέροντα», του είπε ο Μοναχός. «Στάσου δυο λεπτά να δεις τους επισκέπτες μας και να σε κεράσουμε, ανέβα κοντά μας να ξαποστάσεις. Είναι δύσκολη με μιας η ανηφόρα». «Ευλογημένο νάναι», είπε ο άγνωστος σε μας Μοναχός και αστραπιαία βρέθηκε κοντά μας. «Φεύγω εγώ, πάω να ταΐσω τα ζώα, δεν περιμένουν άλλο, κλείστε το σπίτι κι ανεβείτε μοναχοί σας», είπε ο οικοδεσπότης Μοναχός κι έφυγε.
Για λίγη ώρα επικράτησε σιγή, ούτε εκείνος μας μιλούσε, ούτε εμείς. Τότε αναλογιστήκαμε και τη μεγάλη διαφορά. Έξω στον κόσμο, τέτοια ώρα νωρίς το απόγευμα επικρατεί φασαρία, θόρυβος, υποχρεώσεις, δουλειές, αγωνία, τρέξιμο συνεχές. Εδώ, στην Αθωνική Πολιτεία η ώρα της σιγής, της μυστικής προετοιμασίας για το Μυστήριο της Ζωής, τη Θεία Λειτουργία, όλα έχουν ξεκινήσει από πριν, προετοιμάζεσαι σιωπηλά με πλήρη σιγή, ησυχία, εσωτερική ευφροσύνη, μυστική, καρδιακή προσευχή για να ζήσεις το Μυστήριο, να βιώσεις τα τελούμενα, να μετέχεις της όντως Δεσποτικής ξενίας και της αθανάτου Τραπέζης, να γίνεις συνδαιτημόνας στο αιώνιο τραπέζι του Χριστού, κι από ’κεί περνώντας σε νέους κόσμους να αξιωθείς να ζήσεις και το Μυστήριο του μέλλοντος αιώνος.
Τότε ήταν που εκμεταλλευτήκαμε την ευκαιρία και ζητήσαμε απ’ τον Γέροντα ένα λόγο εμπειρικό. «Τι θέλετε να σας πώ; ό,τι κι αν σας πώ χαμένος χρόνος θα είναι. Δεν έχω κανένα χάρισμα και δεν αξίζω την προσοχή σας. Πείτε μου όμως εσείς. Τί γίνεται έξω, αυτού στον κόσμο»; «Ο κόσμος γέμισε προβλήματα Γέροντα», απήντησε ένα παιδί της συντροφιάς μας, «όλοι τρέχουν και αγωνιούν, κανείς πια δεν ενδιαφέρεται για το μέλλον των νέων άνθρώπων αλλά και της πατρίδας μας».
«Έχει ο Θεός, μην απογοητεύεσθε, δεν ήλθε και το τέλος. Δεν σώθηκαν πιά και οι αόρατοι Γέροντες. Γιομάτος είναι τούτος ο τόπος». Κι έδειξε από πάνω μας το γέρο – Άθωνα.
«Τί είπατε Γέροντα; ποιοι είναι αυτοί οι αόρατοι; Εξηγήστε μας, εάν θέλετε, κάτι μας λέει αυτό; Είδατε ποτέ εσείς κανέναν;» Στο σημείο αυτό κορυφώθηκε η αγωνία μας, κοιτούσαμε το Γέροντα ακινητοί, λες και δεν αναπνέαμε καν, απορούσαμε πως ήλθε από μόνη της η συζήτηση σε ένα τόσο φλέγον αλλά και επίκαιρο θέμα, για το οποίο ελάχιστα είχαμε ακούσει.
«Μήν φοβάσθε. Ο Θεός θα αναστήσει την πατρίδα μας, μας δοκιμάζει γιατί Τον λησμονήσαμε, περιφρονήσαμε τον Θεό, ζούσαμε μακρυά Του, χτίσαμε ψεύτικους επίγειους παραδείσους και λησμονήσαμε τον Ουράνιο, αλλά δεν χάθηκαν δά και οι Άγιοι, ούτε οι γυμνοί, οι αόρατοι Πατέρες του Άθωνα, γεμάτος είναι ο τόπος, όταν χαθούν αυτοί, τότε να φοβάσθε, γιατί τότε θα έλθει το τέλος του κόσμου».
«Ποιοί είναι αυτοί, Γέροντα, που ζούν; Υπάρχουν όντως και σήμερα;» «Είναι παιδί μου, οι αόρατοι ασκητές, οι γυμνοί Αθωνίτες, οι μυστικοί Γέροντες, που κατοικούν στο περιβόλι τούτο της Παναγίας μας, το Άγιον Όρος». «Πόσοι είναι Γέροντα;» «Είναι αρκετοί, άλλοι λένε εννιά, άλλοι επτά, άλλοι δέκα, κι άλλοι δώδεκα». «Αυτοί διατρίβουν στις πιο ερημικές περιοχές του Άθωνα και είναι αόρατοι στα μάτια μας. Εμφανίζονται εδώ και ’κεί σε όποιον θέλουν, συνήθως σε μοναχούς που καθάρισαν την καρδιά τους, αλλά μερικές φορές κάνουν αισθητή την παρουσία τους και σε ευλογημένους προσκυνητές με καθαρή και Χριστιανική ζωή».
«Ο Γέρο Αρσένιος ο Σπηλαιώτης, έλεγε στις διηγήσεις του πως οι αόρατοι αυτοί και αφανείς αναχωρητές ζούν με αυστηρή άσκηση και έργο τους έχουν την αδιάλειπτη προσευχή, να προσεύχονται δηλαδή καρδιακά για όλο τον κόσμο και για τον κάθε άνθρωπο που κινδυνεύει».
«Έχουν λάβει ειδική χάρη από τον Κύριο, γι’ αυτό και μπορούν κάτω απ’ το χιονισμένο Άθωνα να ζούν άοικοι, χωρίς ρούχα, ενώ είναι αόρατοι από τους οφθαλμούς των ανθρώπων. Είναι αφάνταστα δύσκολο να το πιστέψει ένας κοσμικός άνθρωπος, κι όμως στα τελευταία διακόσια χρόνια ολοένα και περισσότερο αποκαλύπτονται. Γνώρισα στη μοναχική μου ζωή ανθρώπους πνευματικούς και Γεροντάδες Όσιους, που συνήντησαν μπροστά τους αυτούς τους αφανείς στρατιώτες του Κυρίου μας».
«Επιτρέπει ο Θεός και σήμερα, μέσα απ’ τους απόκρημνους βράχους να ξεπροβάλλουν τέτοιοι ασκητές, αληθινοί αναχωρητές, που ζούν σε άβατα Αθωνικά μέρη, πρωτόγονα, απλά, λιτά και επιβιώνουν από τον Θεό διά θαύματος. Μάλιστα εδώ στο Άγιον Όρος υπάρχει η παράδοση ότι όταν εκδημούν προς Κύριον αναπληρώνονται από άλλους ενάρετους, ασκητικούς Αγιορείτες Μοναχούς».
«Λέγεται δε ότι αυτοί οι γυμνοί ερημίτες είναι που θα τελέσουν την τελευταία Λειτουργία επάνω στην κορυφή του Άθωνα και μετά τη Θεία Λειτουργία, με το Δι’ ευχών… θα έλθει η συντέλεια του κόσμου, δηλαδή η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Οι ίδιοι μάλιστα δεν θα γευθούν θάνατο αλλά θα αλλάξουν, θα μεταμορφωθούν, θα τους αλλοιώσει έτι περισσότερο η Χάρις του Θεού».
— Γέροντα, σήμερα, που βρίσκονται οι ερημίτες αυτοί, που τους είδαν για τελευταία φορά; Ο π. Παΐσιος τους είχε δεί ποτέ; ρωτήσαμε.
«Κοιτάξτε, που να ξέρω; Πάντως ο π. Παΐσιος δεν ήθελε να συζητούμε για τους ασκητές αυτούς, γιατί εκείνοι δεν θέλουν τέτοιες δόξες, όπως μας έλεγε, εκείνοι είναι οι πραγματικά έξυπνοι, παρακαλούν τον Θεό και Του λένε, Θεέ μου, μη μας δώσεις τη δόξα σ’ αυτήν τη γή, αλλά κράτησέ την για την άλλη ζωή, να δοξασθούμε μαζί Σου, εκεί. Μην μας κάνεις εδώ γνωστούς, αλλά στον Ουρανό». «Ακόμη, ο π. Παΐσιος έλεγε εμπιστευτικά σε προσκυνητές που τον επισκέπτονταν, κληρικούς και μοναχούς, ότι υπάρχουν επτά αόρατοι γυμνοί ασκητές Πατέρες, που διαμένουν στον Άθωνα, γύρω άπ’ τον οποίο κινούνται και περιστρέφονται, κι όταν κανείς αποθάνει,ο Θεός τον αντικαθιστά με έναν Θεοφόρο Χαρισματικό και Πνευματέμορφο Μοναχό».
«Οι παλαιοί δε Γεροντάδες, που είχαν αξιωθεί να τους αντικρύσουν αρκετές φορές, λίγο πριν εκδημήσουν προς Κύριον, διηγούνταν στους νεώτερους την σκηνή αυτή, πως τους είδαν, που τους είδαν ξαφνικά, τι ένοιωσαν κ.λπ.». «Άντε πάμε τώρα. Έχετε δουλειά μπροστά σας», είπε ο Γέροντας και μας χαιρέτισε και πήρε το δρόμο της ανάβασης.
Όντως δοξάσαμε τον Άγιο Θεό που μας έστειλε αυτόν τον άγνωστο άνθρωπο κοντά μας, τον οποίο είχε επισκεφθεί οπωσδήποτε η Χάρις του Θεού και τον οποίο συναντήσαμε στους κήπους της Μονής, μας άνοιξε την καρδιά του, μας ωφέλησε ιδιαίτερα λέγοντάς μας τόσο σπουδαία πράγματα για τους γυμνούς ασκητές και τονίζοντάς μας ακόμη πως η Εκκλησία μας είναι αποκαλυπτική και καθημερινά αναδεικνύει Αγίους, νέους πολίτες της Βασιλείας του Θεού.
Πόσα πολλά πράγματα μπορεί να κερδίσει κανείς με ένα ευλαβικό προσκύνημα, πόσες φανερώσεις και ιερές άποκαλύψεις να βιώσει προκειμένου να ενισχυθεί η γυμνή από πραγματική γνώση Θεού και στερημένη από Θείες εμπειρίες καρδιά του, αλλά και πόση Χάρη κανείς μπορεί να αποκτήσει συναντώντας στο δρόμο του έναν ταπεινό κι ευλογημένο άνθρωπο, οδοδείκτη της Βασιλείας του Θεού.
Ανεβήκαμε στη Μονή και η Αγρυπνία ξεκίνησε, αυτήν τη φορά έχοντας όλοι μας καταλάβει πως μες στη χειμωνιάτικη νύχτα είχαμε δίπλα μας βοηθούς και συμπαραστάτες τους ευλογημένους Πατέρες της Ιεράς Μονής που αγρυπνούσαμε, εκείνους τους ευλογημένους ανθρώπους που υποκινούμενοι από Θεϊκό έρωτα αφιέρωσαν τη ζωή τους στον Θεό, τους ορατούς προστάτες μας και απλανείς οδηγούς μας προς τη Βασιλεία των Ουρανών, και σίγουρα λίγο πιο πέρα αγρυπνούσαν προσευχόμενοι και κάποιοι άλλοι, οι αόρατοι πρεσβευτές μας, οι γυμνοί στα δικά μας μάτια αλλά λαμπροφορεμένοι από την άκτιστη Χάρη του Αγίου Θεού, εκείνοι που στις προσευχές τους στηρίζεται ο κόσμος ολόκληρος, εκείνοι οι μυστικοί Γέροντες που βιώνουν την προσευχή ως καύση καρδίας και ψελλίζουν διαρκώς την ωδή του Αγαπητού με την κρυστάλλινη φωνή τους, που βγαίνει μέσα απ’ τα απόκρημνα βράχια του ουρανογείτονα Άθωνα…
Πηγή: Το Τάλαντο, περιοδικό που εκδίδεται από το Γραφείο Νεότητας της Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης και Τυρνάβου, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2012, έτος 16ο, τ.94