ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ: Σέ αντίθεση μέ αυτό πού πολλοί νομίζουν ή αισθάνονται, η Σαρακοστή τού Πάσχα είναι περίοδος χαράς.
Είναι ο καιρός εκείνος πού μάς δίνεται η δυνατότητα νά αποτινάξουμε κάθε τί άσχημο καί θανατηφόρο από μέσα μας γιά νά βρούμε πάλι τή δύναμη νά ζήσουμε, νά βιώσουμε σέ όλο τό βάθος του τό μυστήριο στό οποίο είμαστε καλεσμένοι. Άν δέν κατανοήσουμε αυτή τήν ποιότητα τής χαράς στή νηστεία, θά τή μετατρέψουμε σέ μιά καρικατούρα, σέ μιά περίοδο κατά τήν οποία στό όνομα τού Θεού θά κάνουμε τή ζωή μας μίζερη.
Μπορεί, πράγματι, αυτή η ιδέα τής χαράς πού πλέκεται μέ τήν επίπονη προσπάθεια καί τόν ασκητικό αγώνα νά φαίνεται περίεργη, όμως αγκαλιάζει μέ καθολικό τρόπο τή ζωή τής Εκκλησίας. Η Βασιλεία τού Θεού είναι κατάκτηση. Δέν χαρίζεται απλά σέ εκείνους πού αδιάφορα καί τεμπέλικα τήν περιμένουν νά έρθει. Γιά όσους τήν αναμένουν μέ τέτοιο πνεύμα, θά έρθει, αλλά στό μέσον της νύχτας, σάν τήν Ημέρα τής Κρίσης. Σάν τόν κλέφτη πού τρυπώνει όταν δέν τόν περιμένεις, σάν τό Νυμφίο πού φθάνει ενώ οι μωρές παρθένες κοιμούνται. Δέν είναι όμως αυτός ο τρόπος πού θά πρέπει νά προσμένουμε τήν Κρίση καί τή Βασιλεία.
Χρειάζεται νά αλλάξουμε τή νοοτροπία μας σέ μιά νέα κατανόηση πού θά μάς επιτρέψει νά ξαναβρούμε μέσα μας αυτό από τό οποίο περιέργως έχουμε αποξενωθεί: τή χαρά τής προσμονής τής Ημέρας τού Κυρίου κι άς ξέρουμε ότι αυτή θά είναι η Ημέρα τής Κρίσεως. Ίσως μάς ξενίζει τό γεγονός ότι στήν Εκκλησία κηρύττουμε ως Ευαγγέλιο δηλαδή καλό άγγελμα αυτό τής Κρίσεως· κι όμως αναφωνούμε: Έρχου Κύριε, ταχύ, γιατί η Ημέρα τού Κυρίου δέν είναι φόβος αλλά ελπίδα.
Όσο αδυνατούμε νά αρθρώσουμε αυτά τά λόγια, κάτι σημαντικό διαφεύγει από τή χριστιανική μας συνείδηση. Παραμένουμε, ό,τι κι άν προφασιστούμε, παγανιστές ενδεδυμένοι ρούχα εύ-αγγελιαφόρων. Συνεχίζουμε νά είμαστε άνθρωποι από τίς καρδιές τών οποίων λείπει ο Θεός. Άνθρωποι γιά τούς οποίους ο ερχομός Του είναι σκοτάδι καί φόβος καί η κρίση Του δέν είναι λύτρωση αλλά καταδίκη. Τό αντάμωμά μας μέ τόν Κύριο φαντάζει σάν ένα τρομερό γεγονός κι όχι σάν αυτό πού λαχταρούμε καί αυτό γιά τό οποίο ζούμε. Άν δέν τό συνειδητοποιήσουμε, η περίοδος τής νηστείας δέν θά γίνει ποτέ γιά μάς χαρά, αφού είναι μιά περίοδος πού ενσωματώνει ταυτόχρονα κρίση καί ευθύνη: χρειάζεται νά προηγηθεί αυτοκριτική γιά νά υποδεχτούμε τήν Ημέρα τού Κυρίου, τήν Ανάσταση, μέ ανοιχτή καρδιά καί πίστη, σάν γιορτή.
Η κρίση δέν μάς επιβάλλεται έξωθεν. Ναί, πράγματι θά έρθει η μέρα πού θά σταθούμε μπροστά στόν Θεό καί θά κριθούμε· αλλά, πρός τό παρόν, εφόσον τό προσκύνημα συνεχίζεται, όσο τό τέλος εκκρεμεί καί ο δρόμος πού μάς οδηγεί στήν ομοίωση τού Χριστού απλώνεται μπροστά μας αδιάβατος, κρινόμαστε από τόν ίδιο τόν εαυτό μας. Άς θυμηθούμε τά λόγια τού Κυρίου ίσθι ευνοών τώ αντιδίκω σου ταχύ έως ότου εί εν τή οδώ μετ αυτού (Ματθ. 5.25). Ορισμένοι Πατέρες βλέπουν στό πρόσωπο τού αντιδίκου όχι τόν διάβολο (μέ τόν οποίο κανείς ούτε ειρηνεύει ούτε συνδιαλέγεται), αλλά τή συνείδηση πού σ όλη τή διάρκεια τής ζωής γρηγορεί στό πλευρό μας καί ουδέποτε ησυχάζει. Μέ τή συνείδησή μας διαλεγόμαστε συνεχώς, μάς αμφισβητεί κάθε στιγμή καί οφείλουμε νά συμφιλιωνόμαστε μαζί της. Αλλιώς θά φτάσει κάποτε η στιγμή τής Κρίσης καί τότε ο αντίδικος θά μεταμορφωθεί σέ κατήγορο. Ενόσω, λοιπόν, ακόμα πορευόμαστε η κρίση λαμβάνει χώρα διαρκώς μέσα μας σάν ένας διάλογος μέ τίς σκέψεις καί τά αισθήματα καί τίς πράξεις μας· όλα αυτά πού τίθενται ενώπιόν μας νά κρίνουμε καί από τά οποία κρινόμαστε.
Συχνά πορευόμαστε μέσα στό σκοτάδι, αφού σκοτισμένα είναι καί ο νούς καί η καρδιά καί τά μάτια μας. Μόνο εάν ο ίδιος ο Κύριος φωτίσει τή ζωή μας υπάρχει δυνατότητα ν αρχίσουμε νά διακρίνουμε μέσα μας τό σωστό καί τό λάθος. Σ ένα αξιοσημείωτο κείμενό του ο Ιωάννης τής Κροστάνδης γράφει ότι ο Θεός δέν αποκαλύπτει τήν ασχήμια τής ψυχής μας παρά μόνο εάν δεί μέσα μας αρκετή πίστη καί ελπίδα ικανή ώστε νά μήν καταρρεύσουμε στό αντίκρισμα τών αμαρτιών μας. Μέ άλλα λόγια, όποτε είμαστε σέ θέση ν αναγνωρίσουμε τή σκοτεινή πλευρά τού εαυτού μας, τότε αρχίζουμε νά κάνουμε κάποια βήματα αυτογνωσίας κάτω από τό φώς τής κρίσης τού Θεού, πού δέν είναι τίποτε άλλο από τόν φωτισμό τής Θείας δικαιοσύνης. Δύο τινά συμβαίνουν τότε: αφενός μάς ξενίζει η ασχήμια πού φανερώνεται μπροστά μας, αφετέρου αισθανόμαστε χαρά γιατί αναγνωρίζουμε τήν εμπιστοσύνη τού Θεού. Μάς εμπιστεύεται μιά νέα γνώση τού εαυτού μας, πού άλλοτε δέν τήν επέτρεπε γιατί δέν είχαμε τή δύναμη νά αποδεχτούμε τήν αλήθεια. Κι έτσι, η κρίση μετατρέπεται σέ χαρά γιατί η αποκάλυψη τών αστοχιών μας συνοδεύεται από τή γνώση ότι ο Θεός είδε μέσα μας πίστη καί ελπίδα καί καρτερία πού θά μάς επιτρέψουν όχι μόνο νά δούμε πιό καθαρά αλλά καί νά ενεργήσουμε.
Όλα αυτά είναι σημαντικά εάν θέλουμε νά κατανοήσουμε γιατί η νηστεία καί η χαρά πάνε μαζί. Αλλιώς, η διαρκής, επίμονη προσπάθεια τής Εκκλησίας καί τού λόγου τού Θεού νά μάς φέρει σέ επίγνωση, μπορεί νά μάς βαρύνει αντί νά μάς χαροποιεί, ώστε δέν θά είμαστε πιά σέ θέση νά φτάσουμε στήν Ανάσταση τού Χριστού μέ χαρά, γιατί θά φανταζόμαστε ότι η Ανάσταση δέν μάς αφορά.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία εισάγει τούς πιστούς στή Σαρακοστή μέ μία σειρά προκαταρκτικών εβδομάδων κατά τίς οποίες τό Ευαγγελικό ανάγνωσμα μάς οδηγεί βήμα πρός βήμα από τό σκοτάδι πρός τό φώς τής κρίσεως.
Τό πρώτο, δραματικό στάδιο συνίσταται στό γεγονός ότι είμαστε τυφλοί, κι όμως ανίδεοι γιά τήν τυφλότητά μας. Ενώ βρισκόμαστε στό σκοτάδι δέν συνειδητοποιούμε ότι τό σκοτάδι είναι γύρω καί μέσα μας. Τό Ευαγγέλιο πού μάς μιλά σχετικά είναι η ιστορία τού Βαρτίμαιου, τού τυφλού επαίτη στήν πύλη τής Ιεριχού, ενός ανθρώπου πού ή έχασε τό φώς του ή ήταν εκ γενετής τυφλός, αλλά σέ κάθε περίπτωση ζούσε στό απόλυτο σκοτάδι. Δέν υπήρχε ζωή, ούτε φώς, ούτε χαρά γι αυτόν. Πιθανόν νά είχε συμφιλιωθεί μέ τή δυστυχία του. Συνέχιζε νά επιβιώνει μέρα μέ τή μέρα, χάρη στήν ψυχρή, αδιάφορη ελεημοσύνη τών περαστικών. Αλλά ένα πράγμα έκανε τή δυστυχία του τραγική: Ζούσε τόν καιρό τού Ιησού. Πρέπει νά άκουσε πολλές φορές νά μιλούν γι αυτόν τόν άνθρωπο τού Θεού, πού γιάτρευε ανθρώπους καί ανακαίνιζε τά πράγματα, πού έδινε φώς σέ τυφλούς καί θεράπευσε τόν εκ γενετής τυφλό. Αυτή η δυνατότητα τής σωτηρίας, η λαχτάρα τής ανέλπιστης γιατρειάς, έκανε τό σκοτάδι του ακόμα πιό πυκνό. Θά ήταν απίθανο ο Θεός νά βρεθεί στό δρόμο του, αλλά καί γιά τόν ίδιο δέν θά ήταν ποτέ δυνατό νά καταφέρει νά συναντήσει αυτόν τόν ακούραστο κήρυκα καί ιατρό πού αδιάκοπα περιόδευε. Πώς θά μπορούσε ένας τυφλός άνθρωπος ν ακολουθήσει έναν περιοδεύοντα; Συνειδητοποίησε τό μέγεθος τής τυφλότητάς του μπροστά στή δυνατότητα πού υπήρχε νά αναβλέψει. Η απελπισία του μεγάλωσε αφότου γεννήθηκε μέσα του η ελπίδα. Κι έτσι, όταν άκουσε τόν Χριστό νά πλησιάζει ικέτευσε γιά τήν θεραπεία του από τά βάθη αυτής τής απελπισίας καί τής φλογερής επιθυμίας του νά σωθεί.
Αυτό είναι τό πρώτο βήμα πού συχνά μάς φαίνεται τόσο δύσκολο: νά έρθουμε πρόσωπο μέ πρόσωπο μέ τήν πραγματική μας κατάσταση, κι όχι νά παρηγορούμε τόν εαυτό μας ότι διάγουμε ένα είδος ζωής πού είναι ικανό ν αντικαταστήσει τή θεία ζωή. Οφείλουμε νά παραδεχτούμε ότι σέ αναφορά μέ τό φώς τού Θεού βρισκόμαστε στό σκοτάδι. Καί νά σκεφτούμε ότι χωρίς φώς είμαστε χαμένοι, γιατί τό σκοτάδι στό οποίο έχουμε αφεθεί είναι ο θάνατος, η απουσία τού Θεού. Δέν πρόκειται νά αλλάξουμε στάση άν δέν καταλάβουμε ότι η κατάστασή μας είναι απελπιστική· ότι πρόκειται γιά ένα ζήτημα ζωής καί θανάτου, τό μόνο πού έχει νόημα. Τότε θά απευθυνθούμε στό Θεό, ελπίζοντας ότι εκείνος θά ενεργήσει. Μόνο αυτή η θανάσιμη αγωνία μπορεί νά μάς αφυπνίσει, σάν τού Βαρτίμαιου, πού κανείς δέν ήταν δυνατόν νά σταματήσει τίς κραυγές του γιά βοήθεια όταν κατάλαβε ότι ήρθε η αποφασιστική στιγμή. Περνούσε ο Χριστός. Τήν επόμενη στιγμή θά είχε προσπεράσει καί τό σκοτάδι του θά γινόταν μόνιμο, αθεράπευτο.
Ένας άλλος λόγος πού μάς κρατάει συνήθως σέ αδράνεια είναι ο φόβος μας γιά τή γνώμη τών ανθρώπων. Όσο πιστεύουμε πώς πρέπει νά συντηρούμε μία συγκεκριμένη εικόνα τού εαυτού μας πρός τά έξω είναι φοβερά δύσκολο νά αλλάξουμε, κι αυτό μάς φανερώνει η παραβολή τού Ζακχαίου, πού ακολουθεί. Τό πρόβλημα τού Ζακχαίου ήταν τό εξής: Ήθελε απεγνωσμένα νά δεί τόν Χριστό. Θά έπαιρνε τό ρίσκο νά εξευτελίσει τόν εαυτό του; Τό νά φθάσει κανείς νά γίνει γελοίος διαφέρει πολύ από τήν απόρριψη πού συνήθως βιώνουμε καί καταφέρνουμε νά αντιμετωπίσουμε χρησιμοποιώντας ως προκάλυμμα τήν υπερηφάνειά μας. Η γελοιοποίηση ξεπερνά τό κουράγιο τών περισσοτέρων από μάς. Μπορείτε νά φανταστείτε έναν τραπεζικό διευθυντή μιάς μικρής πόλης νά σκαρφαλώνει σ ένα δέντρο ενώπιον τού πλήθους καί νά δέχεται τίς κοροϊδίες καί τά επιφωνήματα τών μικρών παιδιών, χάριν μιάς συνάντησης μέ τόν Χριστό; Αυτή ήταν η θέση τού Ζακχαίου, τού ισχυρού καί πλούσιου άνδρα. Αλλά γιά εκείνον η συνάντηση μέ τόν Χριστό είχε τόση σημασία ήταν ένα ζήτημα ζωής καί θανάτου- πού βρήκε τήν ετοιμότητα νά αγνοήσει τήν γελοιότητα καί τήν ταπείνωση, προσηλωμένος στήν επιθυμία του. Καί είδε τόν Χριστό.
Υπάρχουν δύο τρόποι γιά νά πάψουμε νά εξαρτώμαστε από τήν κρίση τών ανθρώπων. Είτε θά πράξουμε όπως ο Ζακχαίος, αποδεχόμενοι τήν ταπείνωση ως ουσιώδες μέρος τής σωτηρίας μας, είτε θά επιτρέψουμε στήν καρδιά μας νά σκληρύνει καί μέ τήν υπερηφάνειά μας θά ακυρώσουμε τήν κρίση τών άλλων. Δέν έχουμε άλλη επιλογή. Υπάρχει μόνο η αυθόρμητη ταλάντευση καί η αδυναμία πού όλοι βιώνουμε πρίν αποφασίσουμε ανάμεσα στό σωστό καί τό λάθος, γιατί κάθε φορά πού κλείνουμε πρός τό λάθος φοβόμαστε τήν κρίση τού Θεού καί όποτε αναζητούμε τό σωστό βρισκόμαστε αντιμέτωποι μέ τήν κρίση τών ανθρώπων. Η υπερηφάνεια ή η ταπείνωση είναι οι μόνοι δρόμοι πού θά μάς ελευθερώσουν από τό δίλημμα.
Η επόμενη παραβολή τού Τελώνου καί Φαρισαίου είναι ενδεικτική τής πρώτης, αιχμηρής κρίσης πού είναι συνάμα ανθρώπινη καί θεϊκή. Εάν αναρωτηθούμε πώς είναι δυνατόν ο Φαρισαίος νά είναι τόσο υψιπετής παρά τίς υψηλές του γνώσεις γιά τόν Θεό καί ο Τελώνης τόσο ταπεινός παρά τήν απλότητά του, νομίζω ότι πρέπει νά απαντήσουμε ως εξής: οι αναφορές τού Φαρισαίου βρίσκονται στό γράμμα τού νόμου. Ο άνθρωπος είναι εύκολο νά αισθάνεται ότι δικαιώνεται μέ νομικό τρόπο, μέ βάση τό νόμο καί τό γράμμα τού νόμου. Μπορεί πάντοτε νά πληροί τούς κανόνες καί νά αισθάνεται ανεπίληπτος. Αλλά οι αναφορές τού Τελώνη διαφέρουν. Δέν ήταν νομοταγής. Ό,τι γνώριζε από τό νόμο συνοψίζονταν στά εξής: συγκεκριμένα χωρία τού νόμου έθεταν τίς πράξεις καί τή ζωή του στήν κρίση τού Θεού· κι άλλα πάλι χωρία τά χρησιμοποιούσε ο ίδιος γιά νά διεκδικήσει από τούς ανθρώπους αυτό πού ζητούσε. Ο νόμος ήταν ένα δυνατό, βάναυσο καί σκληρό εργαλείο άλλοτε στά χέρια τού Θεού, κι άλλοτε στά δικά του. Καί καθώς ήταν γνώστης τής ζωής, ήξερε καλά ότι η μόνη σωτηρία από τό νόμο ήταν η ανθρώπινη ευσπλαχνία καί η ανθρώπινη συμπόνια. Μόνο η ανθρώπινη σχέση ήταν δυνατό νά σώσει τόν χρεωμένο από τή φυλακή καί τόν αισχροκερδή από τήν κρίση τού δικαστή. Έτσι οι αναφορές του βρίσκονταν σέ σύγκρουση ανάμεσα σέ δύο πράγματα: Από τή μιά ήταν ο νόμος, αδυσώπητος καί αμείλικτος, πού ο ίδιος ποτέ δέν έβρισκε τή δύναμη νά υπακούσει, αλλά πού ήταν σέ θέση νά χρησιμοποιεί μέ ωμότητα απέναντι σέ άλλους. Καί από τήν άλλη η ανθρώπινη σχέση, πού ήταν ικανή νά εξομαλύνει καί νά θεραπεύσει τά πάντα. Οι αναφορές τού Τελώνη ήταν οι συνάνθρωποί του, οι γείτονές του, συμπεριλαμβανομένου καί τού αόρατου γείτονα, τού Θεού. Γι αυτό βρήκε τή δύναμη καί στάθηκε στό κατώφλι τού ναού καί έτυπτε τό στήθος του, μέ απελπισία: Σέ πείσμα κάθε λογικής, γνώριζε πώς στόν κόσμο τών σκληρών καί αμείλικτων ανθρώπων υπάρχουν στιγμές πού όλα είναι δυνατά, γιατί ο άνθρωπος δέν παύει νά είναι άνθρωπος ακόμα καί μέσα στή σκληρότητά του. Τό ίδιο πίστευε καί γιά τόν Θεό. Ο νόμος τόν καταδίκαζε αλλά ο Θεός δέν ήταν μόνο νομοθέτης ούτε μόνο επιτηρητής τού νόμου. Ήταν ελεύθερος νά ενεργήσει μέ φιλανθρωπία μέσα στά πλαίσια τού νόμου Του. Αυτή η γνώση ταπείνωσε τόν Τελώνη ενώπιον τού Θεού, γιατί οι όροι τής αναφοράς του περιείχαν ελπίδα καί τό αντικείμενο τής ελπίδας του ήταν τό έλεος, η επιείκεια καί η αγάπη.
Η ίδια αλήθεια εμφανίζεται καί στήν επόμενη παραβολή, τού Άσωτου Γιού. Κι εδώ βρίσκουμε δύο πρόσωπα, τόν δίκαιο καί τόν φαύλο. Ο άσωτος γιός κατά μία έννοια είναι μία άλλη όψη τού Τελώνη καί ο μεγάλος αδελφός μοιάζει μέ τόν Φαρισαίο. Αλλά εδώ δέν είμαστε αντιμέτωποι μόνο μέ τή σύγκρουση ανάμεσα στό νόμο πού είναι αντικειμενικός καί γι αυτό νεκρός καί τό έλεος πού είναι υποκειμενικό γιατί είναι ζωντανό καί προσωπικό. Εδώ έχουμε νά κάνουμε μέ τήν ίδια τήν αμαρτία. Τί είναι αμαρτία; Ορίζεται καθαρά, θά έλεγε κανείς, στό σύντομο διάλογο ανάμεσα στόν Πατέρα καί τόν γιό στήν αρχή τής παραβολής. Κι άν θελήσουμε νά τόν μεταφέρουμε στή σύγχρονη εποχή μέ έναν όχι τόσο κομψό τρόπο σάν τού Ευαγγελίου, θά τόν συνοψίζαμε σέ λόγια όπως αυτά: Πατέρα θέλω νά ζήσω αλλά στέκεσαι εμπόδιο στό δρόμο μου. Όσο ζείς η περιουσία σού ανήκει. Πρέπει, λοιπόν, νά φύγεις από τή μέση. Άς υποθέσουμε ότι είσαι ήδη νεκρός. Δέν μπορώ νά περιμένω μέχρι νά πεθάνεις στ αλήθεια. Άς συμφωνήσουμε ότι όσο τουλάχιστον μέ αφορά δέν έχω πιά πατέρα, αλλά κατέχω τήν περιουσία του γιατί τόν έχω κληρονομήσει. Αυτό είναι λίγο έως πολύ τό περιεχόμενο τού διαλόγου πού συχνά διαμείβεται ανάμεσα σέ γονείς καί παιδιά αλλά κι ανάμεσα σέ ανθρώπους πού σχετίζονται μέ τόν έναν ή τόν άλλον τρόπο. Μέ άλλα λόγια: Δέν σέ υπολογίζω σάν πρόσωπο. Στέκεσαι στό δρόμο μου. Τό μόνο πού έχει αξία γιά μένα είναι ό,τι μπορώ νά αρπάξω από σένα. Κι αφού πάρω αυτό πού θέλω μπορείς νά εξαφανιστείς. Πρέπει νά αποδεχτείς ότι δέν υπάρχεις. Αυτή είναι η ουσία τής αμαρτίας απέναντι στόν Θεό καί τούς ανθρώπους. Από τόν Θεό είμαστε έτοιμοι νά δεχτούμε όσα μάς προσφέρει καί κατόπιν νά τόν εξορίσουμε από τή ζωή μας, μέ τόν ίδιο αδίστακτο τρόπο πού ο Άσωτος λησμόνησε τόν Πατέρα του στήν ξένη γή. Αλλά καί τόν συνάνθρωπό μας πρόθυμα τόν παραμερίζουμε καί τόν αποκλείουμε από τή ζωή μας γιατί δέν μετράει. Αυτό πού μετράει είναι τά αντικείμενα καί η εκμετάλλευσή τους.
Υπάρχει, όμως, καί μία άλλη όψη τής παραβολής: η πείνα, η δυστυχία καί η μοναξιά, όλα αυτά πού αποστρεφόμαστε στή ζωή κι όμως αποτελούν συχνά τή μόνη ελπίδα μας νά σωθούμε. Όσο διάγουμε στήν άνεση τού βίου αδιαφορούμε γιά τήν πραγματική μας κατάσταση. Αποδεικνυόμαστε ανίκανοι νά σκύψουμε μέσα μας καί νά δούμε ότι είμαστε μόνοι στή μέση του πλήθους καί πάμφτωχοι στό κέντρο τού πλούτου. Είναι σημαντικό νά συνειδητοποιήσουμε ότι όλα τά πικρά καί δύσκολα πού ανταμώνουμε στό δρόμο μας, όλα αυτά πού μισούμε καί φοβόμαστε, είναι η σωτηρία μας. Γιά μάς η στέρηση είναι όρος ουσιώδης. Κι άν δέν έχουμε στερηθεί πρέπει νά μάθουμε νά στερούμαστε στό σημείο πού η έλλειψη θά μάς οδηγήσει στήν επίγνωση ότι αντικρίζουμε τόν Θεό σέ κατάσταση ολοκληρωτικής γύμνιας καί ανέχειας τή μόνη κατάσταση πού μάς ανήκει.
Ένας όμορφος μύθος διηγείται τή ζωή ενός πάμφτωχου ραβίνου πού πρωΐ-βράδυ ευχαριστούσε τόν Θεό γιά τή γενναιοδωρία Του. Κάποιος πού άκουσε τήν προσευχή του αναρωτήθηκε: Πώς μπορείς νά είσαι τόσο υποκριτής; Δέν βλέπεις ότι ο Θεός σού έχει στερήσει τά πάντα; Κι εκείνος απάντησε: Κάνεις λάθος. Ο Θεός μέ κοίταξε καί σκέφτηκε, αυτός ο άνθρωπος γιά νά σωθεί έχει ανάγκη τήν πείνα καί τή δίψα, τό κρύο καί τή μοναξιά, τήν αρρώστια καί τήν εγκατάλειψη. Καί μού τά έδωσε σέ αφθονία. Νά τό αληθινό χριστιανικό ήθος, η συμπεριφορά ενός πιστού γιά τόν οποίο τό μόνο πού έχει πραγματική σημασία είναι η ψυχή του. Τό ίδιο μάς φανερώνει καί η αυτοσυνειδησία τού Ασώτου.
Ο άσωτος γιός μάς διδάσκει καί κάτι ακόμα. Επιστρέφει έχοντας προετοιμάσει τήν ομολογία του: Πατέρα αμάρτησα. Δέν αξίζω πλέον νά καλούμαι υιός σου. Συγκατέλεξέ με ανάμεσα στούς δούλους σου. Αλλά ο Πατέρας δέν τού επιτρέπει νά συνεχίσει. Ο καθένας από μάς μπορεί νά είναι ένας ξεστρατισμένος γιός, μία άσωτη θυγατέρα, ένας ανάξιος φίλος. Αλλά αυτό πού ξεπερνάει τίς δυνατότητές μας είναι νά υποβιβάσουμε τήν ποιότητα τής σχέσης μας. Ένας ανάξιος γιός δέν μπορεί νά μετατραπεί σέ άξιο μισθοφόρο. Δέν είναι δυνατόν νά υποτιμήσουμε αυτό πού μάς δόθηκε μέ τή γέννησή μας, τό δικαίωμα πού μάς χάρισε η αγάπη. Δέν γίνεται, δηλαδή, νά ψάχνουμε γιά συμβιβασμούς καί γιά νομικές οριοθετήσεις στίς σχέσεις μας μέ τόν Θεό καί νά λέμε: Αδυνατώ νά σού χαρίσω τήν καρδιά μου, αλλά θά σού φερθώ καλά. Δυσκολεύομαι νά σέ αγαπήσω, αλλά θά σέ υπηρετήσω. Είναι μία ψεύτικη σχέση πού ο Θεός δέν πρόκειται ποτέ νά δεχθεί.
Τό τελευταίο βήμα στό δρόμο γιά τή Σαρακοστή μάς δίνεται μέσα από τήν παραβολή τών αμνών καί τών εριφίων πού θέτει ενώπιόν μας τόν εξής προβληματισμό: Τί είναι αυτό πού οφείλουμε νά κρίνουμε κι αυτό πού τελικά μάς κρίνει; Η απάντηση είναι ξεκάθαρη. Είναι πιθανόν νά νομίζουμε ότι κρινόμαστε μέ βάση τήν ικανότητά μας νά θεολογούμε ή νά μετέχουμε μέ τήν υψηλή θεωρία σ έναν κόσμο υπερβατικό. Ωστόσο, η παραβολή μάς ξεκαθαρίζει ότι η ερώτηση τού Θεού πρίν εισέλθουμε στή Θεία πραγματικότητα είναι πιό απλή: Έχετε γίνει άνθρωποι; Εάν όχι, μήν φαντάζεστε ότι θά μπορέσετε ποτέ νά ομοιάσετε τόν Θεό, τόν Θεάνθρωπο Ιησού, πού είναι τό μέτρο γιά κάθε τι.
Αυτό τό σημείο είναι σημαντικό, γιατί μόνιμα πέφτουμε σέ μία λανθασμένου τύπου κρίση. Μετράμε τήν ατομική μας σχέση μέ τόν Θεό, πόσο πιστοί είμαστε ή πόσα γνωρίζουμε γιά τόν Θεό, ζητήματα πού έχουν νά κάνουν μ αυτό πού ονομάζουμε πιετισμό, σέ αντίθεση μέ τόν χριστιανισμό. Αλλά η ερώτηση τού Κυρίου είναι η εξής: Είστε άνθρωποι ή μήπως υπ-άνθρωποι; Μέ άλλα λόγια, είστε ικανοί ν αγαπήσετε ή όχι; Ήμουν νηστικός, διψασμένος, γυμνός, φυλακισμένος, άρρωστος. Ήσασταν σέ θέση ν ανταποκριθείτε στή δυστυχία μου μέ οποιοδήποτε κόστος καί μέ όλη σας τήν καρδιά, ή όχι;
Σ αυτό τό σημείο άς θυμηθούμε όσα είπαμε γιά τόν Τελώνη καί τόν Φαρισαίο. Ο Χριστός δέν μάς ζητά νά εκπληρώσουμε τό νόμο. Δέν πρόκειται νά ζυγίσει τό ψωμί καί τό νερό πού προσφέραμε, ούτε θά αριθμήσει τίς επισκέψεις μας σέ ασθενείς καί τά παρόμοια. Αυτό πού θά μετρήσει είναι η ανταπόκριση τής καρδιάς μας. Η πράξη συχνά καθ αυτή δέν σημαίνει τίποτα. Γινόμαστε άνθρωποι τή στιγμή πού, σάν τόν Τελώνη καί τόν Άσωτο γιό, θά έχουμε φτάσει στήν αγάπη καί η καρδιά μας θά ανταποκριθεί στήν αγάπη τού Θεού καί στόν ανθρώπινο πόνο. Έχοντας αυτό κατά νού δέν θά μπούμε ποτέ στή διαδικασία νά αισθανθούμε δικαιωμένοι γιατί δέν πρόκειται γιά ένα ζήτημα πού αφορά στήν εκπλήρωση τού νόμου αλλά στό κατά πόσον αφομοιώσαμε τό νόμο ώστε αυτός νά δώσει καρπό μέσα μας τό μυστήριο τής αγάπης.
Έτσι θά αρχίσουμε νά κατανοούμε τόν ανακαινιστικό ρόλο πού μπορεί νά παίξει η περίοδος τής Σαρακοστής. Θά έχουμε περάσει από όλα τά στάδια τής κρίσης καί θά έχουμε αφήσει πίσω μας τό σκοτάδι καί τό νόμο, ενώ μπροστά μας θά αντικρίζουμε τό μυστήριο τής σχέσης πού καλείται έλεος ή Χάρη. Καί θά είμαστε πλέον αντιμέτωποι πρόσωπο μέ πρόσωπο μέ τήν ουσία τής ανθρωπιάς μας, πού αξίζει νά θυμόμαστε πώς δέν είναι τίποτε άλλο από τήν ομοίωσή μας μέ τόν Χριστό.
Μέ αυτές τίς σκέψεις άς πορευτούμε στόν καιρό τής νηστείας. Άς ξεκινήσουμε μέσα από τά αναγνώσματα καί τίς προσευχές τής Εκκλησίας, γιά νά βαδίσουμε τή μακριά πορεία τής μετάνοιας. Έτσι, θά ανακαλύψουμε τήν ενέργεια τής Θείας χάρης πού μόνον αυτή έχει τή δύναμη νά μάς βοηθήσει νά μοιάσουμε μέ τόν Χριστό.