«Και ιδού άγγελος Κυρίου επέστη αυτοίς και δόξα Κυρίου περιέλαμψεν αυτούς, και εφοβήθησαν φόβον μέγαν. Και είπεν αυτοίς ο άγγελος: μη φοβείσθε, ιδού γάρ ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τω λαώ, ότι ετέχθη υμίν σήμερον σωτήρ, ος εστι Χριστός Κύριος, εν πόλει Δαυίδ».
Ιδού και πάλιν εφέτος, η Αγία μας Εκκλησία, μας καλεί όλους να εορτάσουμε Χριστού τα γενέθλια και να αναζητήσουμε το υπερούσιο νόημα της εορτής, να σπουδάσουμε τα κορυφαία και σωτηριώδη για μας γεγονότα του μυστηρίου της θείας Επιφανείας…
να συλλάβουμε ποιο είναι το πλάτος και το μήκος, το βάθος και το ύψος του γεγονότος της σαρκώσεως του Θεού Λόγου και να γνωρίσουμε έτσι την αγάπη του Χριστού, που ξεπερνάει κάθε ανθρώπινη γνώση.
Το γεγονός που λαμπροφορώντας γιορτάζει η Εκκλησία μας, η κατά σάρκα γέννηση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, δεν είναι απλά σημαντικό, είναι συμπαντικό, δηλ. αφορά σε ολόκληρο το σύμπαν, σε ολόκληρη την κτίση. «Τα σύμπαντα σήμερον χαράς πληρούνται». Και τούτο διότι άγγελοι και άνθρωποι, λογικά και άλογα, επίγεια και επουράνια, όλοι οι αιώνες κι όσα συνέβησαν στους αιώνες κλίνουν γόνυ και προσκυνούν το μυστήριο που βρίσκεται πάνω από όλα τα μυστήρια, το μοναδικά καινούριο κάτω από τον ήλιο, η γενέθλια ημέρα της ανθρωπότητας, η κοινή γιορτή ολόκληρης της κτίσης.
Σύμφωνα με τον αγιοπνευματικό στοχασμό των μεγάλων της Εκκλησίας μας Πατέρων: Σήμερον Θεός επί γης παραγέγονε, και άνθρωπος εις ουρανούς αναβέβηκε. Σήμερον ο Παλαιός των ημερών παιδίον γίνεται. Σήμερα ο Θεός γίνεται κάτι που ποτέ δεν ήταν, δηλ. άνθρωπος, για να γίνει ο άνθρωπος κάτι που ποτέ δεν ήταν, δηλ. θεός, όμοιος με τον Θεό. Σήμερα αυτός που έσπασε τα δεσμά της αμαρτίας τυλίγεται με σπάργανα, Σήμερα ο Λόγος γίνεται σάρκα, για να γίνει η σάρκα Λόγος, Σήμερα ο «πρωτότοκος πάσης κτίσεως», καθίσταται και «πρωτότοκος εν πολλοίς αδελφοίς».
Προσκυνούμε τό «μέγα της ευσεβείας μυστήριον», «Θεόν φανερωθέντα εν σαρκί και τοις ανθρώποις συναναστραφέντα». Κάποτε, στον κήπο της Εδέμ, ο Θεός μας δημιούργησε. Εδώ, στα περίχωρα της Βηθλεέμ, ο Θεός μας αναδημιούργησε. Ο πλούσιος Θεός πτωχαίνει για τη δική μας σάρκα, προκειμένου να γίνουμε εμείς πλούσιοι με τη δική Του θεότητα. Η αγάπη του Θεού εισβάλλει διακριτικά στην ανθρώπινη ιστορία και μας δωρίζει το ακριβό προνόμιο της σωτηρίας. Ετούτη η γιορτή είναι πραγματικά ένα θαύμα, είναι το «θαύμα πάντων των θαυμάτων υπέρτερον».
Όμως, γιατί γίνεται το θαύμα; Γιατί άνθρωπος ο Θεός; Για να γίνει θεός ο άνθρωπος. «Ο του Θεού Λόγος ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν». Όταν πια κανείς άλλος τρόπος δεν υπήρχε, αφού ο άνθρωπος ο αλλοιωμένος από την παρακοή είχε ρημάξει κάθε ελπίδα να πλησιάσει ο ίδιος τον Δημιουργό του, σαν έφθασε το πλήρωμα του χρόνου, ο Υιός του Θεού γίνεται υιός του ανθρώπου, για να μεταβάλει τους υιούς των ανθρώπων σε υιούς του Θεού. Για να μας χαρίσει την υιοθεσία, να μας προσφέρει τη σωτηρία, να υπογράψει την καταλλαγή.
Ο Θεός εγκαταλείπει την αξιοπρέπεια Του, είναι ο «ανυπερήφανος Θεός», που αδειάζει τους ουρανούς και κατέρχεται στον κόσμο για να λυτρώσει τον υπερήφανο και αλαζόνα άνθρωπο. Κενούται, λοιπόν, η θεότητα και ανακαινίζεται η ανθρωπότητα. Ο Χριστός προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση για να την γιατρέψει. «Το γαρ απρόσληπτον, αθεράπευτον, ό δε ήνωται τω Θεώ τούτο και σώζεται», κατά τον Θεολόγο Γρηγόριο, μόνο εκείνο που ενώνεται με τον Θεό, αυτό και σώζεται.
Έτσι γράφεται η σωτηρία μας, έτσι φανερώνεται η αγάπη του Θεού. Ο Χριστός γίνεται πια η αλήθεια μας, όλη η αλήθεια για τον Θεό, αλλά και όλη η αλήθεια για τον άνθρωπο. Χάρις στη θεία Του συγκατάβαση «τα θεία ανθρώπινα γίνεται, ίνα τα ανθρώπινα θειότερα γένηται». Ο Ιησούς είναι ο σωτήρας του κόσμου, ο λυτρωτής του ανθρώπινου γένους, αλλά και ο προσωπικός λυτρωτής του καθενός ξεχωριστά. «Ετέχθη υμίν σήμερον σωτήρ».
Η διαβεβαίωση του αγγέλου προς τους ποιμένες για τον προσωπικό χαρακτήρα της σωτηρίας που έφερε ο Χριστός, φανερώνει πως τώρα όλοι μπορούμε να γεφυρώσουμε το χάσμα που μας αποξενώνει από τον Θεό –συνεπώς και από τον συνάνθρωπο. Ο αναμενόμενος Μεσσίας είναι πια ανάμεσά μας. Η προσδοκία των εθνών, η γλυκιά ελπίδα του περιούσιου λαού, το κήρυγμα των προφητών, όλα δίνουν τη θέση τους σ’ Εκείνον, που είναι η εκπλήρωση της υπόσχεσης για έναν καινούριο κόσμο και τον καθαγιασμό της ανθρώπινης ύπαρξης.
«Ετέχθη υμίν σήμερον σωτήρ». Τότε λοιπόν γιατί τόση γεύση θανάτου στη ζωή μας; Γιατί τόση θρηνωδία, η τυρρανική αίσθηση της ανεστιότητος, η παγωνιά της μοναξιάς στις ανθρώπινες σχέσεις; Αφουγκράζομαι κι εγώ μαζί σας τον στεναγμό ενός κόσμου που έχει τα πάντα αλλά δεν είναι τίποτα, τον αβάσταχτο καημό μιας κοινωνίας που δεν αντέχει τον εαυτό της. Δεν χρειάζεται να κουραστείς πολύ για να διαπιστώσεις την αποτυχία ενός πολιτισμού που αν και αυτοσυστήνεται ως ουμανιστικός στην πραγματικότητα συνθλίβει καθημερινά την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Γιατί; Ίσως επειδή ζούμε μετά Χριστόν, αλλά όχι και μετά Χριστού, δηλ. μαζί με τον Χριστό. Ίσως γιατί δεν ακούμε τη φωνή της υμνωδίας που διατρανώνει το διαρκές «τώρα» της παρουσίας του Χριστού: «Χριστός γεννάται», «Σήμερον γεννάται εκ Παρθένου».
Ο Χριστός γεννήθηκε «επί Καίσαρος Αυγούστου, εν ημέραις Ηρώδου του βασιλέως», και σταυρώθηκε, πέθανε και αναστήθηκε «επί Ποντίου Πιλάτου». Όμως, όπως όλα τα γεγονότα της ζωής του Χριστού, έτσι και η γέννηση Του υπερβαίνει τον χρόνο και την ιστορία, γίνεται λειτουργικό γεγονός, πραγματικότητα σημερινή και αιώνια της Εκκλησίας και κατάκτηση των πιστών τέκνων της, διαρκές εσωτερικό βίωμα όλων εκείνων που επιθυμούν να βαδίσουν την οδό της θεώσεως.
Για τη σωτηρία του ανθρώπου –όσο παράδοξο μπορεί να ακουστεί αυτό- δεν αρκεί η κατάβαση του Θεού, απαιτείται και η συγκατάβαση του ανθρώπου, το ολοπρόθυμο «Αμήν» του καθενός στη θεϊκή πρόσκληση. Και τούτο διότι ο Θεός σέβεται απόλυτα την ελευθερία μας. Άλλωστε, τι νόημα θα είχε μια αναγκαστική σωτηρία; Γιορτάζουμε Χριστούγεννα. Κι όμως πολλές φορές αναρωτιόμαστε: Πού είναι ο Χριστός; Νιώθουμε να απουσιάζει Εκείνος από τη μεγάλη γιορτή. Ξέρετε, έχουμε γεμίσει αυτές τις μέρες με τόσα πολλά –με τόσα περιττά- που για τον Ενανθρωπήσαντα Θεό της αγάπης πολλές φορές «ουκ εστί τόπος εν τω καταλύματι» μας.
Γι’ αυτό και έχουμε απόλυτη ανάγκη Άγγελος Κυρίου, όπως τότε έτσι και σήμερα, να έλθει να μας αναγγείλει το κοσμοχαρμόσυνο γεγονός. Να διέλθει τις μικρές και μεγάλες πόλεις μας, τους φωταγωγημένους δρόμους και τα ομορφοστολισμένα σπίτια μας για να μας θυμίσει πως όλα τούτα γίνονται επειδή –καθώς ο ευαγγελιστής Ιωάννης διαβεβαιώνει- «τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε μας έστειλε τον Μονογενή Υιό του, για να μη χαθεί όποιος πιστεύει σ’ Αυτόν, αλλά να έχει ζωή αιώνια». Κι αυτό είναι το μεγαλύτερο δώρο των Χριστουγέννων σε όλους μας.
Έχουμε απόλυτη ανάγκη Άγγελος Κυρίου να πλησιάσει τον καθένα μας, να μας βοηθήσει να ξαναβρούμε το μήνυμα που κρύβει η μεγάλη γιορτή, τις θεοπρεπείς έννοιες και τους ιερούς στοχασμούς που προκαλεί. Και τότε κι εμείς με τη σειρά μας να βρούμε το χρόνο, αλλά κυρίως τη διάθεση, να ασχοληθούμε σοβαρά με τον εαυτό μας.
Οφείλουμε να αναζητήσουμε το «παιδίον Ιησούς», να συνοδοιπορήσουμε με τους απλοϊκούς ποιμένες και τους σοφούς μάγους στην προσκύνηση του νεογέννητου, να αναρωτηθούμε και να ρωτήσουμε «πού εστίν ο τεχθείς βασιλεύς;», να ακολουθήσουμε το ολοφώτεινο αστέρι να μας δείχνει το δρόμο προς τη νοητή Βηθλεέμ, που δεν είναι άλλη από την εορταστική τράπεζα της Εκκλησίας, τη χριστουγεννιάτικη Θεία Λειτουργία. Ο ερχομός του Χριστού στον κόσμο δεν προσφέρεται για ιδεολογικές, φιλοσοφικές ή έστω ρομαντικές προεκτάσεις. Η Ενσάρκωση βιώνεται ως αναζήτηση και ανακεφαλαίωση και ολοκλήρωση του ανθρώπου, του πληγωμένου ανθρώπου, που όμως στο πρόσωπο του Χριστού βλέπει ποιος πρέπει αληθινά να είναι, αντικρίζει την αδιάψευστη αλήθεια της ανθρωπιάς του, τον προορισμό και την καταξίωσή του.
Έχουμε απόλυτη ανάγκη Άγγελος Κυρίου να επαναλάβει σ’ εμάς, τους ποιμένες της Εκκλησίας, το «μη φοβείσθε» και να μας διαβεβαιώσει πως δεν πρέπει να φοβηθούμε το γενναίο τόλμημα της αυτοκριτικής στη φιλότιμη διακονία μας, που αγωνιζόμαστε να είναι και φιλόθεη, καθώς προσφέρουμε στον Θεό θυσία πνευματική «υπέρ των ημετέρων αμαρτημάτων και των του λαού αγνοημάτων».
Έχουμε απόλυτη ανάγκη Άγγελος Κυρίου να ευαγγελισθεί και στη σύγχρονη οικογένεια το μήνυμα της ειρήνης, για να μάθουν εκείνοι που συχνά εντελώς συμβατικά ζουν κάτω από την ίδια στέγη πως ο νεογέννητος Χριστός καλείται και είναι «Άρχων ειρήνης». Αυτή την ειρήνη –την ειρήνη του Χριστού- χρειάζεται η σημερινή οικογένεια που κλυδωνίζεται, την αγάπη, την υπομονή και την ανοχή, το θυσιαστικό φρόνημα, τον διάλογο και την αυτοπαραίτηση από το εγωιστικό θέλημα.
Έχουμε απόλυτη ανάγκη Άγγελος Κυρίου να μας επισημάνει πως πρέπει να πλησιάσουμε τους νέους «δι’ άλλης οδού». Δια της οδού της κατανόησης και της αγάπης. Να τους αφιερώσουμε χρόνο, αλλά και τον εαυτό μας. Να μιλήσουμε στα παιδιά μας για τον Χριστό της αγάπης, που είναι ο αληθινός φίλος των παιδιών και των νέων, να τους πούμε την ιστορία των Χριστουγέννων, κυριώτατα να δουν τα παιδιά τον Χριστό στο δικό μας παράδειγμα. Να μην τους εγκαταλείψουμε στα δώρα. Να χαρούμε τις γιορτές μαζί τους, να πάρουμε πολλά από την ευτυχία τους. Τα παιδιά δεν έχουν ανάγκη κάτι από εμάς, αλλά εμάς τους ίδιους.
Έχουμε απόλυτη ανάγκη Άγγελος Κυρίου να μας διατάξει «φεύγε εις Αίγυπτον» μαζί με τον ξενιτεμένο Ιησού, για να μας δείξει την οδό της αποδοχής του άλλου, του ξένου που είναι αδελφός, του διαφορετικού που είναι παιδί του Θεού, του πρόσφυγα, του μετανάστη, αλλά και του φτωχού, του άνεργου, του άστεγου, του κάθε κουρασμένου διαβάτη με τον οποίο ο Χριστός έχει απόλυτα ταυτιστεί. Αν στα μάτια του καθενός μπορέσουμε να δούμε τον ίδιο τον Κύριο μας, τότε θα καταλάβουμε πως η φιλανθρωπία των Χριστουγέννων δεν είναι χρέος, είναι η χαρά να μοιράζεσαι ό,τι έχεις αλλά και ό,τι είσαι.
Αυτή η φιλανθρωπία των Χριστουγέννων θα μας ελέγχει διαρκώς και για το «Ευχαριστώ» που δεν είπαμε στον συνάνθρωπο, για το «Συγνώμη» που δεν καταφέραμε να ψελλίσουμε, για την «Καλημέρα» που δεν ανταποδώσαμε, για την πέτρινη καρδιά μας που ακόμη δεν σπάσαμε, για το χαμόγελο που στερήσαμε σε όσους το είχαν ανάγκη. Άλλωστε αυτό είναι και το πνεύμα των γιορτινών ημερών, η αγάπη και το άνοιγμα της καρδιάς στον κόσμο, στηριγμένη στη φιλάνθρωπη στάση του Θεού που σαρκώνεται για χάρη μας.
Έχουμε απόλυτη ανάγκη να γιορτάσουμε αληθινά Χριστούγεννα, να γιορτάσουμε Χριστούγεννα μαζί με τον Χριστό. Ο Θεός κατέβηκε μέχρι τον άνθρωπο, ώστε ο άνθρωπος να ανυψωθεί μέχρι τον Θεό. Δεν έχει καμμία απολύτως αξία το να προσεγγίσουμε τη σημασία της Σαρκώσεως του Υιού και Λόγου θεωρητικά, ή έστω μόνο θεολογικά. Πρέπει να ζήσουμε τη Σάρκωση. Πρέπει να ανέβουμε. «Χριστός επί γης, υψώθητε!» Να συνειδητοποιήσουμε πως ο Ιησούς είναι το έσχατο όριο της ιστορίας, αλλά και ο σκοπός της προσωπικής μας περιπέτειας. Πως μέσα εδώ, στην Εκκλησία, είναι το θεόκτιστο Σπήλαιο όπου ο Θεός γεννάται και ο άνθρωπος αναγεννάται. Πως εδώ, μόνο εδώ, στην Εκκλησία, ο Ιησούς χαρίζει τη λύτρωση στις ψυχές των ανθρώπων όπου σκηνώνει ο Ίδιος ο Θεός.
Αυτή τη βηθλεεμική νύχτα, που διάλεξε ο Θεός για να μετριέται το μεγαλείο με τον πήχυ της ταπείνωσης και της καταλλαγής, νιώθουμε να πλημμυρίζουν την καρδιά μας και να μας εκφράζουν απόλυτα οι ευγνώμονες λόγοι του μεγάλου Πατρός της Εκκλησίας μας Ιωάννου του Δαμασκηνού, που γίνονται και δικός μας στοχασμός μπροστά στη φάτνη του Νηπιάσαντος Κυρίου: «Δόξα σε Σένα Χριστέ, Λόγε του Θεού.
Όλα μας τα ‘χεις δοσμένα Εσύ και τίποτε άλλο δεν μας ζητάς παρά ν’ αποδεχτούμε τη σωτηρία που μας προσέφερες, δίνοντάς μας ακόμη και τη δύναμη για να το κάνουμε αυτό. Και την προσπάθειά μας πάλι τη νιώθεις για χάρη, γιατί είσαι απερίγραπτα αγαθός. Σ’ ευχαριστούμε εσένα που μας έδωσε την ύπαρξη και μας χάρισες την αιώνια ζωή.
Κι όταν χάσαμε την ύπαρξη κι όταν αρνηθήκαμε την αιωνιότητα, μας οδήγησες πίσω σ’ αυτήν με την ενανθρώπησή σου, που καμιά γλώσσα δεν τολμά να ερμηνεύσει. Για όλα τούτα, τις άπειρες ευεργεσίες, σ’ ευχαριστούμε Χριστέ και σε δοξάζουμε, Λόγε του Θεού και Σοφία και Θεέ Παντοκράτορα. Σ’ εσένα ας ανήκει η δόξα και η τιμή και η προσκύνηση όλου του ανθρώπινου γένους και τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν».