Στο επεισόδιο της Χαναναίας (Ματθ. 15,22), βλέπουμε το Χριστό να αρνείται, στην αρχή τουλάχιστον, να απαντήσει σε μια προσευχή.
Η γυναίκα παραδοκιμάζεται με τον πιο σκληρό τρόπο. Η γυναίκα παρακαλεί για κάτι που είναι απόλυτα δίκαιο. Έρχεται με πλήρη πίστη και ούτε καν λέει «αν μπορείς». Έρχεται με τη βεβαιότητα ότι ο Χριστός μπορεί, ότι ο Χριστός θα είναι πρόθυμος και θα θεραπεύσει το παιδί της.
Σ’ όλη αυτή την πίστη, η απάντηση είναι: «Όχι». Και αυτό, όχι γιατί η προσευχή δεν ήταν ισχυρή, έντονη και γνήσια ή γιατί η πίστη δεν ήταν επαρκής, αλλά απλώς και μόνο γιατί η Χαναναία δεν ήταν το κατάλληλο πρόσωπο.
Ο Χριστός είχε έρθει για τους Ιουδαίους, ενώ αυτή ήταν ειδωλολάτρισσα. Ο Χριστός δεν είχε έρθει γι’ αυτή. Εκείνη όμως επέμενε λέγοντας: «Ναι, δεν είμαι αυτή που πρέπει να είμαι, αλλά και τα σκυλάκια τρώνε από τα ψίχουλα που πέφτουν απ’ τα τραπέζια των αφεντικών τους». Στέκεται περιμένοντας και ελπίζοντας στην αγάπη του Θεού, παρά τα όσα της λέει ο Χριστός, αφημένη τόσο ταπεινά σ’ Αυτόν, παρά την εξήγησή που Εκείνος της δίνει. Δεν επικαλείται καν την αγάπη Του, μόνο κάνει έκκληση για την εκδήλωση αυτής της αγάπης, όπως συμβαίνει στις απλές, καθημερινές σχέσεις. «Δεν έχω δικαίωμα να ζητήσω ολόκληρο καρβέλι, δος μου μόνο λίγα ψίχουλα». Η κατηγορηματική και σκληρή άρνηση του Χριστού δοκιμάζει την πίστη της και η προσευχή της ολοκληρώνεται.
Πολύ συχνά ικετεύουμε το Θεό λέγοντας: «Θεέ μου, αν θέλεις, μπορείς …αν…», ακριβώς σαν τον πατέρα που λέει στο Χριστό: «Οι μαθητές Σου δεν μπόρεσαν να θεραπεύσουν το παιδί μου. Αν Συ μπορείς να κάνεις κάτι, κάνε το» ( Ματθ. 9,22 ) . Ο Χριστός απαντάει μ’ ένα άλλο «εάν». Εάν πιστεύεις, έστω και λίγο, «όλα είναι δυνατά σε κείνον που πιστεύει». Τότε ο άνθρωπος λέει: «Πιστεύω, Κύριε, βοήθησε την απιστία μου». Το ένα «εάν» βρίσκεται σε άμεση σχέση με το άλλο. Γιατί, αν δεν υπάρχει πίστη, δεν δίνει ο άνθρωπος στο Θεό τη δυνατότητα να επέμβει ουσιαστικά και ρυθμιστικά στα πράγματα.
Το γεγονός ότι στρέφεται κανείς στο Θεό θα μπορούσε να θεωρηθεί μια απόδειξη της πίστεώς του, αλλά αυτό δεν είναι απόλυτο. Πιστεύουμε και δεν πιστεύουμε την ίδια στιγμή και το πόσο πιστεύουμε φαίνεται από το πόσο ξεπερνάμε τις αμφιβολίες μας. Όταν λέμε: «Ναι, αμφιβάλλω, αλλά πιστεύω στην αγάπη του Θεού περισσότερο απ’ όσο εμπιστεύομαι στις αμφιβολίες μου», τότε δίνω στο Θεό τη δυνατότητα να ενεργήσει. Αλλά αν κανείς πιστεύει στο νόμο και όχι στη Χάρη, αν κάποιος πιστεύει ότι ο κόσμος, όπως τον γνωρίζουμε με τους μηχανικούς νόμους του, είναι τέτοιος – γιατί ο Θεός θέλησε να μην είναι τίποτε άλλο, παρά μια μηχανή- τότε δεν υπάρχει τόπος για το Θεό. Η εμπειρία επίσης της καρδιάς, όσο και η σύγχρονη επιστήμη, μας διδάσκουν ότι δεν υπάρχει αυτή η απόλυτη νομοτέλεια, στην οποία πίστευαν οι άνθρωποι του 19ου αιώνα. Κάθε φορά που με την πίστη η Βασιλεία του θεού αποκαθίσταται μέσα μας, δίνεται η δυνατότητα στους νόμους αυτής της Βασιλείας να λειτουργήσουν. Δηλαδή επεμβαίνει ο Θεός με τη σοφία Του και τη Δύναμή Του και κάνει το καλό, σε μια δύσκολη περίσταση, χωρίς να χρειαστεί να ανατρέψει το σύμπαν. Οι αμφιβολίες μας έχουν σχέση περισσότερο με την αγάπη και τη φροντίδα του Θεού για μας, παρά με τη δύναμή Του. Ο Θεός όμως απαντάει: «Εάν μπορείς να πιστέψεις στην αγάπη μου, όλα μπορούν να γίνουν». Μ’ αυτό εννοεί πως ένα θαύμα μπορεί να γίνει μόνο όταν ζούμε τη Bασιλεία του Θεού, έστω κι αν ακόμα βρισκόμαστε στο πρώτο στάδιο της πνευματικής ζωής.
Το θαύμα δεν είναι παραβίαση των νόμων που διέπουν μεταπτωτικά τον κόσμο, αλλά είναι επάνοδος της κυριαρχικής επικράτησης των νόμων της Βασιλείας του Θεού. Ένα θαύμα γίνεται μόνο όταν πιστεύουμε ότι ο νόμος βασίζεται στην αγάπη του Θεού και όχι στη δύναμή Του. Μπορεί να πιστεύουμε πως ο Θεός είναι παντοδύναμος αλλά να μην πιστεύουμε στον πρόνοιά Του και τότε το θαύμα δεν μπορεί να γίνει. Διαφορετικά θα έπρεπε ο Θεός να επιβάλει δια της βίας την θέλησή Του. Αυτό όμως δεν το κάνει. Γιατί το πιο βασικό και ευαίσθητο σημείο στις σχέσεις Του με τον κόσμο, παρά την πτώση του ανθρώπου, είναι ότι σέβεται απόλυτα την ανθρώπινη ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Όταν λέμε στο Θεό: «Πιστεύω, γι’ αυτό ζητάω τη βοήθειά Σου», είναι σαν να του λέμε: «Πιστεύω, πως είσαι πρόθυμος να με εισακούσεις, ότι έχεις αγάπη και ότι ενδιαφέρεσαι για το κάθε γεγονός της ζωής μου». Όταν έτσι καταθέτουμε την αδύνατη πίστη μας, τότε δημιουργούμε σωστή κοινωνία με το Θεό και δίνουμε τη δυνατότητα να γίνει το θαύμα.
Εκτός όμως από αυτή την κατηγορία των αμφιβολιών μας, που αναφέρονται στην αγάπη του Θεού και που είναι λανθασμένες, υπάρχει και μια άλλη κατηγορία αμφιβολιών που επιτρέπονται. Μπορούμε να λέμε στο Θεό: «Σου ζητώ αυτό, αν είναι σύμφωνο με το θέλημά Σου ή είναι για το καλό μου ή αν δεν υπάρχει κάποιος κρυφός κακός σκοπός μέσα μου όταν Σου το ζητώ», και άλλα παρόμοια. Αυτού του είδους οι αμφιβολίες επιτρέπονται γιατί δείχνουν πως δεν έχουμε εμπιστοσύνη στο λογισμό μας. Και όταν ζητάμε κάτι από το Θεό έτσι πρέπει να του το ζητάμε.
[irp posts=”371162″ name=”Δέκα βασικές συμβουλές για την συμπεριφορά μας μέσα στον Ιερό Ναό”]
Όπως ακριβώς η Εκκλησία είναι η συνέχεια της παρουσίας του Χριστού στο χρόνο και στο χώρο, έτσι και η προσευχή του χριστιανού πρέπει να είναι προσευχή του Χριστού, αν και αυτό προϋποθέτει αγνότητα καρδιάς, την οποία δεν έχουμε. Η προσευχή της Εκκλησίας είναι η προσευχή του Χριστού, ειδικώτερα όμως η Θεία Λειτουργία, όπου αποκλειστικά και αδιάλειπτα ο Χριστός προσεύχεται. Αλλά οποιαδήποτε άλλη προσευχή, με την οποία ζητάμε κάτι συγκεκριμένο από το Θεό, είναι προσευχή γεμάτη ερωτηματικά. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν γνωρίζουμε τι θα ζητούσε ο Χριστός, αν βρισκόταν σε μια τέτοια περίσταση. Γι’ αυτό, πριν από τα λόγια της προσευχής μας βάζουμε ένα «εάν», που σημαίνει: Σύμφωνα με όσα εγώ καταλαβαίνω, σύμφωνα με εκείνο που γνωρίζω για το θέλημα του Θεού, θα ήθελα να γίνει έτσι αυτό το πράγμα, για να εκπληρωθεί το θέλημά Του.
Ένα τέτοιο «εάν» επίσης σημαίνει ότι περικλείω στα λόγια της προσευχής μου την επιθυμία μου να γίνει το καλύτερο δυνατό σε κάθε περίπτωση. Γι’ αυτό, Θεέ μου, Συ μπορείς να μεταβάλεις το κάθε συγκεκριμένο αίτημά μου σε οτιδήποτε Εσύ θα έκρινες ασύμφορο, διατηρώντας μόνο την πρόθεσή μου, που είναι να γίνει και στο θέμα αυτό το θέλημά Σου, ακόμη και τότε που τόσο ανόητα σου υποδεικνύω και το πώς θα μου άρεσε εμένα να γίνει το θέλημά Σου ( Ρωμ. 8,26 ) .
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Όταν προσευχόμαστε για να γίνει κάποιος καλά, ή να επιστρέψει από ένα ταξίδι σ’ ένα ορισμένο χρονικό διάστημα- γιατί υπάρχει σοβαρός λόγος γι’ αυτό- τότε η προσευχή μας έχει σκοπό το καλό αυτού του προσώπου. Δεν έχουμε όμως τόσο καθαρή πνευματική όραση, ώστε να διακρίνουμε το πραγματικό καλό του προσώπου και πιθανόν το χρονοδιάγραμμα που εμείς συσχετίζουμε με το πρόσωπο αυτό να είναι λανθασμένο.
Το «εάν» επίσης σημαίνει πως, σύμφωνα με τα κριτήριά μου, αυτό που Σου ζητώ είναι σωστό και σκόπιμο να γίνει έτσι, με τον τρόπο, που εγώ νομίζω. Αν όμως κάνω λάθος, να μην λάβεις υπόψη Σου τα λόγια μου, αλλά την πρόθεσή μου.
Ο Στάρετς Αμβρόσιος της Όπτινα είχε το χάρισμα να διαβλέπει ποιό ήταν το πραγματικό καλό για έναν άνθρωπο. Ο αγιογράφος της Μονής είχε πάρει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό και ετοιμαζόταν να ξεκινήσει για την πατρίδα του. Θα είχε οπωσδήποτε προσευχηθεί να φύγει σύντομα. Αλλά ο στάρετς τον καθυστέρησε επίτηδες τρεις μέρες και έτσι τον έσωσε από τη ληστεία και τη δολοφονία, που είχε σχεδιάσει εναντίον του ένας από τους εργάτες του. Όταν ο αγιογράφος ανεχώρησε από τη Μονή ο κακοποιός είχε εγκαταλείψει την κρυψώνα του. Πέρασαν χρόνια για να ανακαλύψει ο αγιογράφος τον κίνδυνο από τον οποίο τον γλίτωσε ο στάρετς.
Μερικές φορές προσευχόμαστε για κάποιον που αγαπάμε και που έχει κάποια ανάγκη, χωρίς να μπορούμε να τον βοηθήσουμε. Πολλές φορές δεν ξέρουμε και τι είναι σωστό να ζητήσουμε. Δεν βρίσκουμε λέξεις, ακόμα και για να βοηθήσουμε κάποιον που υπεραγαπάμε.
*Από το βιβλίο Αρχιεπ. Antony Bloom «Ζωντανή προσευχή»
Εκδόσεις «Ετοιμασία» Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέας