ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ: Θα σου το πω, παιδί μου, για να ένισχυθείς στην πίστη ότι ο Κύριος δεν έγκαταλείπει τους δικούς του, όταν αύτοί με απόλυτη έμπιστοσύνη στη στοργική Πρόνοιά Του άφήνουν τους έαυτούς τους και τις οίκογένειές τους στα χέρια Του…
Με τούτα τα λόγια άρχισε ο πατήρ ‘Ιωάννης να διηγείται σε πνευματικό του παιδί το περιστατικό έκείνο άπό την ιερατική του ζωή και διακονία, όταν νέος άκόμα άρχιμανδρίτης γυρνοϋσε τα χωριά του θεσσαλικοϋ κάμπου ως ιεροκήρυκας της Μητροπόλεως.
-Πάνε χρόνια τώρα, άλλά το γεγονός έκείνο δεν είναι δυνατόν να σβήσει μέσα μου. Είναι κάτι που θα το θυμούμαι σ’ όλη μου τη ζωή.
Κι άρχισε να διηγείται:
-Ήταν Κυριακή, Νοέμβρης μήνας, αν θυμάμαι καλά. Άπό τη Μητρόπολη μ’ έστειλαν να λειτουργήσω σ’ ένα ήμιορεινό χωριό, κάπου στους πρόποδες του Κισσάβου. Ήξερα ότι έκεί εφημέριος είναι ένας πολύ εύσεβής ίερεύς, ο π. ’Εμμανουήλ. Τον έβλεπα κάπου – κάπου στις ιερατικές μας συνάξεις. Διακρινόταν για τη σεμνότητα και εύλάβειά του. Ήταν και πολύτεκνος οικογενειάρχης. Πέντε παιδιά είχε.
Έφτασα σχεδόν άχάραγα άκόμη στο χωριό. Ο ναός άνοιχτός. Ο π. ’Εμμανουήλ άναβε τα καντήλια. Πως έκανε που με είδε! «Καλώς ήλθες, πάτερ μου, στο χωριό μας. Σήμερα θα ’χουμε πατριαρχική λειτουργία με την παρουσία σου»! Το ’λεγε, και το πρόσωπό του φωτιζόταν. Τι άνθρωπος!
Λειτουργήσαμε μαζί. Τόσο που εύχαριστήθηκα! Συνδύαζε ο ίερεύς αύτός την άπλότητα με κάποια – πως να το πω; – έπισημότητα στη λειτουργία του. Μεγάλα πράγματα…
Όταν άπολύσαμε, μου λέει με το φωτεινό του πρόσωπο:
-Πάτερ μου, δεν θα φύγεις. Σήμερα θα φάμε μαζί στο σπίτι. Ήδη η πρεσβυτέρα πήγε να έτοιμάσει το τραπέζι.
Δεν μπορούσα να άρνηθώ. Και μόνο ο τρόπος του με σκλάβωνε. Πήγα στο σπίτι του. Όλα πρόδιδαν έσχατη φτώχεια. Δύο καμαρούλες όλο κι όλο, κι ένα καθιστικό, που ήταν και κουζίνα και τραπεζαρία μαζί.
Τα παπαδοπαίδια – πέντε, όπως σου είπα – όλα τους χαριτωμένα, γελαστά, πρόθυμα. Το μεγαλύτερο ως δεκάξι -δεκαεφτά χρονών. Το μικρότερο στην αγκαλιά της μάννας. Τα δύο άγοράκια, άφού πήραν την εύχή μου και ζήτησαν την άδεια άπό τον πατέρα τους, βγήκαν έξω στην αύλή να παίξουν. Η μία άπό τις κόρες έψησε τον καφέ και τον έφερε σεβαστικά, να πιούμε με τον παπα-Μανώλη. Έπειτα εύγενικά άποσύρθηκε στο διπλανό δωμάτιο. Η άλλη, μικρότερη, έτρεχε πίσω άπό τη μαμά.
-Πάτερ Ιωάννη, μοϋ λέει ο παπα-Μανώλης, όπως βλέπεις, φτώχεια μεγάλη έχουμε. Αλλά δόξα τω Θεώ. Τίποτε δεν μας λείπει. Όλα μας τα δίνει ο άγαθός Θεός. Μέρα – νύχτα Τον ευχαριστούμε και Τον δοξάζουμε. Τι να σοϋ πω; Έγώ, πάτερ μου, συγκινοϋμαι πολύ με τις εύεργεσίες του Θεού στο σπίτι μας. Έχουμε τέτοια χαρά έδώ μέσα, ένα γέμισμα νιώθουμε, δεν μπορώ να σου το έξηγήσω.
-Η χάρις είναι, πάτερ μου, η χάρις του Θεού. Αύτή δίνει αυτό το γέμισμα που λες.
-Ναι, πάτερ. Αύτό είναι. Όπως το είπες. Η χάρις.
Μου ’πε και άλλα για την ιερατική του διακονία στο χωριό, μέχρι που έφτασε η ώρα για το φαγητό. Η πρεσβυτέρα φώναξε τα παιδιά και όλοι βρεθήκαμε γύρω άπό το τραπέζι.
Έμεινα έμβρόντητος. Στο τραπέζι ύπήρχε μία ψωμιέρα στο κέντρο με μια λειτουργιά άπό την έκκλησία, και στον καθένα μπροστά ένα πιάτο μ’ ένα κεφτεδάκι μέσα. Το δικό μου πιάτο είχε δύο. Τίποτε άλλο.
Το μικρότερο άγόρι είπε το «Πάτερ ημών»; «Τον άρτον ήμών τον έπιούσιον δος ήμίν σήμερον…». Έγώ εύλόγησα. Καθίσαμε.
Φάγαμε. Τι γεύμα ήταν έκείνο! Τι άπόλαυση! Δεν μπορώ να σοϋ πω, παιδί μου. Άπόλαυση. Χαρά! Χορτασμός. Χορτασμός; Ξέρεις τι χορτασμός; Σα να είχα φάει διπλή μερίδα απ’ ο,τι συνήθως τρώμε. Κι όχι μόνο χορτασμός. Ένα… – πως να σου πω; – ένα γέμισμα! Αύτό. Αύτό που είπε ο π. ’Εμμανουήλ πριν. Γέμισμα. Εύφροσύνη. Ηδονή. Συγκίνηση. Πως να σοϋ το περιγράφω, δεν ξέρω!
Έκανα την εύχαριστία στο τέλος. «Εύλόγησον τα περισσεύματα της παρούσης τραπέζης…» – λίγα ψίχουλα ήταν – «και πλήθυνον αύτά εν τω οικω τούτω και εις τον κόσμον σου άπαντα». Και καθώς τα παιδιά με κοίταζαν που έλεγα την προσευχή, τα μάτια τους είχαν μια τέτοια λάμψη, ζωηράδα, χαρά… Τι να σοϋ πω, παιδί μου. Ένα… γέμισμα!