Ο Αγιος Αμβρόσιος γεννήθηκε το 337 η 339 στα Τρέβηρα, από αριστοκρατική χριστιανική[1] οικογένεια. Σπούδασε ρητορική (όπως ήταν η συνήθεια της εποχής[2]) και άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στην επαρχία του Σιρμίου.
Ανήκει στις τελευταίες μορφές της δυτικής Εκκλησίας που γνώριζαν ελληνικά. Μάλιστα επεσήμαινε, ότι η αυθεντία των ελληνικών χειρογράφων της Βίβλου είναι η ισχυρότερη.[3] Περίπου το 370 ονομάστηκε consularis Liguriae et Aemiliae και εγκαταστάθηκε στο Μιλάνο, ασκώντας τις αρμοδιότητές του με θαυμαστή δικαιοσύνη.῾Η αρετή του αυτή τον έφερε στο επισκοπικό αξίωμα μετά από κοινή επιθυμία και πίεση χριστιανών ορθοδόξων και αιρετικών. ῏ Ηταν τότε κατηχούμενος, βαπτίσθηκε και μετά μία εβδομάδα ανέλαβε την ποίμανση των Μεδιολάνων (περ. 373). Την εποχή του Αμβρόσιου και ως το 404 στο Μιλάνο ήταν η έδρα της δυτικής αυτοκρατορικής κυβέρνησης. Εκκλησιαστικά, ο επίσκοπος Μεδιολάνων έλεγχε ουσιαστικά ολόκληρη τη Β. Ιταλία.[4]
Ως επίσκοπος έζησε ο ίδιος με ασκητική λιτότητα, αλλά και προώθησε τον οργανωμένο μοναστικό βίο.[5] Για να ανταποκριθεί στα ποιμαντικά του καθήκοντα επιδόθηκε στη μελέτη της χριστιανικής αλλά και της φιλοσοφικής γραμματείας. Κυρίως χρησιμοποίησε τον Φίλωνα, τον Ωριγένη και τον Μ. Βασίλειο. Διάβαζε σιωπηλά, πράγμα ασυνήθιστο για την εποχή, και προτιμούσε να γράφει ο ίδιος τα έργα του, παρά να χρησιμοποιεί γραμματέα. Αλληλογραφούσε με έλληνες επισκόπους, όπως με τον Μέγα Βασίλειο, από του οποίου τη σκέψη επηρεάστηκε ιδιαίτερα.῾Η πολιτική του, όμως, σε σχέση με την Εκκλησία της Ανατολής δεν μπορεί να θεωρηθεί ιδιαίτερα επιτυχής, γιατί έπασχε από έλλειψη κατανόησης προσώπων και νοοτροπιών.[6] Αντιστάθηκε με όλες τις δυνάμεις του στην αρειανική αίρεση, και μάλιστα διαμορφώνοντας την αντιαρειανική πολιτική του αυτοκράτορα της Δύσης Γρατιανού. Κοιμήθηκε στο Μιλάνο στις 4 Απριλίου του 397, έχοντας πραγματοποιήσει σημαντικό ποιμαντικό και συγγραφικό έργο.[7]
Από το πρώτο μεγάλο πλήγμα κατά του Αρειανισμού με τη σύνοδο του Σιρμίου, οπότε καταδικάσθηκαν οι Ιλλυροί αρειανοί επίσκοποι, ως το τέλος της ζωής του, ο ΄Αμβρόσιος έδωσε νικηφόρους πολέμους για την οριστική καταρράκωση του ήδη φθίνοντος αρειανισμού[8] και την εδραίωση ορθόδοξου φρονήματος στην Εκκλησία: «…μέσα σε μια δεκαετία από την άνοδό του στον επισκοπικό θρόνο, ο Αμβρόσιος είχε την ικανοποίηση να γίνει μάρτυρας της αποκατάστασης της Νικαιακής ορθοδοξίας στην πράξη σε όλα τα μέρη της δυτικής αυτοκρατορίας».[9] Από τη δράση του αυτή προέκυψαν μία σειρά εξηγητικών, ηθικοασκητικών και θεολογικών έργων, τα οποία,
αν και όχι ιδιαιτέρως πρωτότυπα, διαμόρφωσαν σε μεγάλο βαθμό, και μάλιστα σε συμφωνία με την ελληνική θεολογία, τις βάσεις της δυτικής θεολογίας. Μεγάλη είναι, ακόμη, η προσφορά του στη λειτουργική ζωή, αφού εισηγήθηκε έμπρακτα και με επιτυχία τους αντιφωνικούς λειτουργικούς ύμνους στη Δύση,[10] συνθέτοντας ο ίδιος και εμπνέοντας άλλους να συνθέσουν. Όπως γράφει ο Παπαδόπουλος, «ο Αμβρόσιος έγινε σημείο προσανατολισμού, φρονήματος και δράσεως εκκλησιαστικής, όπως ήταν στην Ανατολή ο Βασίλειος και παλαιότερα ο Αθανάσιος. Εδώ ακριβώς βρίσκεται το μεγαλείο και η προσφορά του Αμβρόσιου και γι᾽ αυτό τιμήθηκε και τιμάται ως μέγας διδάσκαλος στην Δύση, αλλά και στην Ανατολή».[11]῾ Η μνήμη του εορτάζεται στις 7 Δεκεμβρίου.
Η ΟΝΟΜΑΣΙΑ Περί του Μυστηρίου της Ενσαρκώσεως του Κυρίου απαντά στις παρ. 11 και 63 του ίδιου του έργου, και ελαφρώς παρηλλαγμένη («Περί της Ενσαρκώσεως του Κυρίου» η «Περί της Ενσαρκώσεως του Κυρίου κατά Απολλιναριστών») αναφέρεται από μεταγενέστερους συγγραφείς. Το Περί ενσαρκώσεως θα πρέπει να εγράφη μετά το 381, δηλαδή μετά από τα Περί Πίστεως και Περί αγίου Πνεύματος έργα του Αμβρόσιου. Σύμφωνα με τον Παυλίνο της Νόλα, η εκφώνηση της ομιλίας αυτής οφείλεται σε πρόκληση δύο αρχιθαλαμηπόλων του αυτοκράτορα, οι οποίοι έκλιναν προς τον αρειανισμό. Ο Αμβρόσιος εκφώνησε την ομιλία του μετά τη λειτουργία στη Βασιλική των τειχών (Basilica portiana).῾Η αρχική αναφορά στον Κάιν και τον Άβελ (Κεφ. 1-2), χωρίς να είναι άσχετη με το θέμα της ομιλίας, οφείλεται στην αναμονή των αρχιθαλαμηπόλων, οι οποίοι είχαν υποσχεθεί ότι θα παρίστανται, αλλά εν τω μεταξύ σκοτώθηκαν σε ατύχημα. Αφού οι δύο αυλικοί δεν εμφανίζονταν, ο Αμβρόσιος προχώρησε στο κύριο μέρος της ομιλίας του (κεφ. 3-7). Τα τρία τελευταία κεφάλαια (8-10) δεν ανήκουν στην ομιλία που εκφώνησε τότε ο Αμβρόσιος, αλλά προσετέθησαν μετά τη σύνοδο της Ακυληίας και αποτελούν απάντησή του σε ερώτημα του Παλλάδιου της Ρατιάρα, το οποίο του μετέφερε ο αυτοκράτορας Γρατιανός.[12]
[irp posts=”388803″ name=”Αγιος Αμβρόσιος: Γιατί είναι προστάτης της δικαιοσύνης”]
Το Περί ενσαρκώσεως έργο του Αμβρόσιου έχει ως πηγές του «την Προς Επίκτητον επιστολή του Αθανασίου και το Κατά Ευνομίου Α΄ – Β΄ του Βασιλείου».[13] Το περιβάλλον, στο οποίο εγράφη το Περί Ενσαρκώσεως, φαίνεται και μέσα από το ίδιο το έργο, όπου ο Αμβρόσιος γράφει: «Πιο γρήγορα θα με αφήσει η ημέρα παρά τα ονόματα των αιρετικών και των διάφορων παρατάξεων».[14] Τα θεολογικά ζητήματα βρίσκονταν τότε στο επίκεντρο του κοινωνικού ενδιαφέροντος.[15] Οι Ευνομιανοί, πάντως, τους οποίους επίσης πολεμάει το Περί ενσαρκώσεως, δεν ήταν πολυάριθμοι στη Δύση. Τον Αμβρόσιο απασχόλησαν περισσότερο οι Ομοιανοί, οι οποίοι μιλούσαν αόριστα για ομοιότητα Πατέρα και Υιού, χωρίς να διευκρινίζουν σε τι ακριβώς συνίσταται η ομοιότητα αυτή.[16]
Ο Αμβρόσιος δείχνει ότι, σύμφωνα με τις βιβλικές μαρτυρίες, ο Χριστός ήταν τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, χωρίς να αλλοιωθεί καμμία από τις δύο φύσεις με την ένωση στο πρόσωπό Του. Σημαντικώτερο είναι το τελευταίο μέρος του έργου, όπου σχολιάζεται ο όρος «αγέννητος», με τον οποίο οι Ευνομιανοί όριζαν την ουσία του Πατρός και ισχυρίζονταν ότι ο Υιός είναι δημιούργημα. Πίσω από την «τεχνική» αυτή διατύπωση πρέπει να διακρίνει κανείς ένα πλήθος θεολογικών προβλημάτων, που ταλαιπώρησαν την Εκκλησία για πολλούς αιώνες. Κύριο ζήτημα είναι η σημασία των εννοιών της ταυτότητας, της ενότητας, και της διαφοράς σε σχέση με τις έννοιες της σύνθεσης και της απλότητας.
Εφόσον δεχόμαστε, πως ο Θεός είναι απλός, με το οποίο δεν διαφωνούσαν ούτε οι οπαδοί του Αρείου, πως πρέπει να εξηγηθεί ο λόγος για πρόσωπα του Θεού – πως συμβιβάζεται η τριαδική ύπαρξη του Θεού με την απλότητά Του; Όλες οι αιρέσεις έχουν εδώ τη ρίζα τους, ανεξάρτητα από επί μέρους διαφορές: πως είναι δυνατόν να νοηθεί οποιαδήποτε διαφορά, οποιαδήποτε διαφοροποίηση, στον Θεό, χωρίς να καταργείται η θεία απλότητα; Ο Αμβρόσιος χρησιμοποιεί την ελληνική πατερική σκέψη της εποχής του για να απαντήσει σ᾽ αυτές ακριβώς τις απορίες.[17]
[1]Ἡ ἀδελφή του Μαρκελλίνα χειροθετήθηκε παρθένος ἀπὸ τὸν πάπα Λιβέριο τὰ Χριστούγεννα τοῦ 353 στὴ Ρώμη, ὅπου εἴχε ἤδη πάει καὶ ὁ Ἀμβρόσιος μαζὶ μὲ τὴ μητέρα καὶ τοὺς δύο ἀδελφούς του.
[2] Βλ. F. Homes Dudden, The life and times of St. Ambrose, vol. I, Oxford at the Clarendon Press 1935, p. 10.
[3] Βλ. Περὶ ἐνσαρκώσεως κεφ. 8, παρ. 82, PL 875a. Πρβλ. R. W. Muncey, The New Testament text of Saint Ambrose, Cambridge 1959, σ. xxxvi κ.ἑ (‘The Greek text implied by St Ambrose’).
[4] Βλ. Quasten J., Patrology v. IV, ed. Angelo di Berardino, tr. Rev. Placid Solari, O.S.B., Christian Classics, ἄ.ἔ., σελ. 144-180.
[5] Περισσότερα δὲς στὸ ἔργο μας, Πηγὲς τοῦ δυτικοῦ μοναχισμοῦ στὸν 4ο καὶ τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ.
[6] Βλ. Home Dudden, ἔνθ. ἀν., σ. 216.
[7] Ἔγραψε ἔργα Ἑρμηνευτικά, μὲ θέματα ποὺ ἐπέλεγε κυρίως ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, μὲ τὴν ἐξαίρεση τοῦ ὑπομνήματος στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Λουκᾶ ( Ἑξαήμερος [περ. 388] – ἰδιαιτέρως δημοφιλὲς ἔργο στὴ Δύση· πηγές του εἶναι κυρίως ὁ Μέγας Βασίλειος, ἀλλὰ καὶ ὁ Ὠριγένης καὶ ὁ Ἱππόλυτος Ρώμης – Περὶ Παραδείσου, Περὶ Κάιν καὶ Ἄβελ, Περὶ Νῶε, Περὶ Ἀβραάμ, Περὶ Ἰσαὰκ καὶ ψυχῆς, Ἑρμηνεία τοῦ Κατὰ Λουκᾶν, κ.ἄ.), Ἠθικὰ καὶ ἀσκητικά (Περὶ καθηκόντων τοῦ κλήρου, Περὶ παρθενίας, κ.ἄ.), Δογματικά (Περί πίστεως [περ. 379] – πηγές του κυρίως ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ Δίδυμος καὶ ὁ Ἱλάριος – Περὶ ἁγ. Πνεύματος – ὅπου καὶ πάλι ἀκολουθεῖ τὴν ἑλληνικὴ πατερικὴ παράδοση καὶ κυρίως τὸν Δίδυμο καὶ τὸν Μ. Βασίλειο, – Περὶ τοῦ μυστηρίου τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Κυρίου – τὸ ὁποῖο καὶ μεταφράζουμε ἐδῶ, – κ.ἄ.), Διάφορα κηρύγματα, ἐπιστολὲς καὶ λειτουργικὰ κείμενα. Ὁ Ἀμβροσιαστής, ὁ σωζόμενος ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Ἀμβροσίου συγγραφέας τῶν ὑπομνημάτων στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου, δὲν ἔχει ἀκόμη ταυτιστεῖ, ἀλλὰ θεωρεῖται σύγχρονος μὲ τὸν Ἀμβρόσιο.
[8] Τὴν ἐποχὴ ποὺ ἔδρασε ὁ Ἀμβρόσιος, «ὁ ἀρειανισμὸς εἶχε θεολογικὰ νικηθεῖ στὰ μεγάλα κέντρα, ἀλλὰ διατηροῦσε τὴν ὁρμή του στὸ Ἰλλυρικό, στὶς ἐπαρχίες πρὸς τὸν Δούναβη καὶ δὴ στὸ Μιλάνο, τοῦ ὁποίου ὁ ἐπίσκοπος, ὁ Αὐξέντιος, ἦταν ἀρειανός (+ 373). Οἱ αὐτοκράτορες τῆς Δύσεως καὶ μάλιστα ὁ Γρατιανὸς καὶ ὁ Μ. Θεοδόσιος ἦταν φιλορθόδοξοι ἢ ὀρθόδοξοι καὶ ὁ Ἀμβρόσιος τοὺς ἐπηρέαζε ἀποφασιστικά» (Βλ. Στυλ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Β΄, Ἀθήνα 1990, σ. 645).
[9] Βλ. Homes Dudden, ἔνθ. ἀν., σ. 206.
[10] Οἱ ὁποῖοι, σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ ἰδίου, ἀμέσως ἔγιναν ἀγαπητοὶ ἀπὸ τοὺς πιστούς, βλ. Serm. contr. Auxent. 34.
[11] Βλ. Στυλ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Β΄, Ἀθήνα 1990, σ. 644.
[12] Τὸ ἐρώτημα ἦταν, «πῶς γίνεται τὸ ἀγέννητο καὶ τὸ γεννητὸ νὰ ἔχουν τὴν ἴδια φύση καὶ ὑπόσταση (οὐσία)»;
[13] Βλ. Στυλ. Παπαδόπουλος, ἔνθ. ἀν., σ. 649.
[14] Βλ. Περὶ ἐνσαρκώσεως 35: “dies me citius defecerit quam nomina haereticorum diversarumque sectarum”.
[15] Εἰδικὰ στὴν Ἀνατολὴ τὰ συζητοῦσαν ἀκόμη καὶ στὰ καφενεῖα, ὅπως μαρτυροῦν ὁρισμένα κείμενα τῶν Πατέρων.
[16] Κυρίως ἐδέχοντο τὸν Υἱὸ ἠθικῶς ὅμοιο μὲ τὸν Πατέρα. Στοὺς ὁμοιανοὺς ἀνῆκε καὶ ὁ προκάτοχος τοῦ Ἀμβροσίου στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῶν Μεδιολάνων Αὐξέντιος.
[17] Περισσότερα γιὰ τὸ ὅλο θέμα μπορεῖ νὰ δεῖ κανεὶς στὸ ἔργο μας Περί του ομοουσίου.
Περὶ τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐνσαρκώσεως τοῦ Κυρίου