ΑΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ – Από το Άγιο Πνεύμα φωτισμένος ο Απόστολος Παύλος μας παρουσιάζει γι’ άλλη μια φορά τα μυστήρια του Θεού.
Γράφοντας στους Κορινθίους, μιλάει για δύοανθρώπους: «Ο πρώτος άνθρωπος εκ γης χοικός, ο δεύτερος άνθρωπος ο Κύριος εξ ουρανού. Οίος ο χοικός, τοιούτοι και οι χοικοί και οίος ο επουράνιος, τοιούτοι και οι επουράνιοι· και καθώς εφορέσαμεν την εικόνα του χοικού, φορέσομεν και την εικόνα του επουρανίου».
Πρώτος άνθρωπος είναι ο Αδάμ, που έπλασε ο Θεός «χούν λαβών από της γης», γι’ αυτό και ονομάστηκε χοικός. Αυτόν τον άνθρωπο τον έβαλε ο Θεός μέσα στον παράδεισο, όπου μπορούσε να συναναστρέφεται με τους αγγέλους Του, να Τον δοξολογεί μαζί μ’ αυτούς και να δέχεται τις θείες ελλάμψεις Του. Είχε, όμως, πάρει θεική εντολή, να μη φάει «από του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν», για να μην παραδοθεί στον θάνατο. Αλλ’ αυτός, παραβαίνοντας την εντολή του Θεού, έφαγε από το δέντρο της γνώσεως του καλού και του κακού. Και μόλις έφαγε, έχασε την αθωότητά του και είδε την γύμνωσή του. Ύστερ’ απ’ αυτό στερήθηκε τ’ αγαθά του Θεού. Με την αποδοχή της δόλιας προτροπής του φιδιού, τυφλώθηκε ψυχικά και δεν είχε πιά την δυνατότητα να βλέπει την ανέκφραστη θεία δόξα. Έπεσε, βλέπετε, θύμα της πλάνης του διαβόλου, φιλοδοξώντας να γίνει Θεός! Αλλ’ αντί γι’ αυτό, έχασε και τα θεία δώρα που είχε. Έγινε φθαρτός και θνητός και άλογος, σαν τ΄ άλογα κτήνη, όπως λέει ο προφήτης Δαβίδ: «Παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς». Από την θεόσδοτη δόξα και την απόλαυση της αθάνατης ζωής, γκρεμίστηκε στην ατιμία και στην φθορά. Έχασε τον ανεκτίμητο πνευματικό του πλούτο κι έγινε τραγικά και αξιοθρήνητα φτωχός. Αυτός είναι ο χοικός άνθρωπος, ο πρώτος Αδάμ.
Ας έρθουμε τώρα στον δεύτερο Αδάμ. Δεν είναι παρά ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, «Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού», «άναρχος Υιός ανάρχου Πατρός». Αυτός, «ων εν τω Πατρί», κατέβηκε στην γη, σαρκώθηκε «εκ Πνεύματος Αγίου», από τα παρθενικά σπλάχνα της Παναγίας Θεοτόκου, κι έγινε όμοιος με μας σε όλα, εκτός από την αμαρτία. Σκοπός της σαρκώσεώς Του ήταν ν’ ανακαινίσει τον παλαιό άνθρωπο και όλους εκείνους που γεννήθηκαν απ’ αυτόν και γεννιούνται από τους απογόνους του, αφού είναι όμοιοι με τους γεννήτορές τους. Επειδή, δηλαδή, ο Αδάμ, μετά την παράβαση, έγινε φθαρτός και θνητός και πνευματικά φτωχός, επειδή, μ’ έναν λόγο, έγινε «χοικός», έτσι «χοικοί» ήταν και όσοι γεννήθηκαν απ’ αυτόν, φθαρτοί και θνητοί και με τέτοια πνευματική γύμνια, που δεν διέφεραν σχεδόν από τ’ άλογα ζώα.
Από την ψυχή του ανθρώπου έφυγε η θεική ωραιότητα, και μέσα της μπήκε η δαιμονική εμπάθεια. Τόσο πολύ μάλιστα σκοτίστηκε από τον διάβολο ο άνθρωπος, σε τέτοια αγνωσία κατάντησε, που έφτασε στο σημείο ν’ αφήσει την λατρεία του αληθινού Θεού και να θεοποιήσει την γη, τον ήλιο, την σελήνη, τ’ άστρα, τα κτίσματα γενικά, ακόμα και τα αισχρά πάθη. Το κακό ήταν γενικό, πανανθρώπινο. «Πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν», κατά τον ψαλμωδό. «Διό και παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εν ταίς επιθυμίαις των καρδιών αυτών», γράφει ο απόστολος Παύλος, «εις ακαθαρσίαν του ατιμάζεσθαι τα σώματα αυτών εν αυτοίς, οίτινες μετήλλαξαν την αλήθειαν του Θεού εν τω ψεύδει, και εσεβάσθησαν και ελάτρευσαν τη κτίσει παρά τον κτίσαντα».
Απ’ αυτήν την ζοφερή κατάσταση θέλησε ο Θεός να μας βγάλει. Μας λυπήθηκε, ήρθε στην γη απλός και ταπεινός, κι έζησε ανάμεσά μας σαν κοινός άνθρωπος.
Γνωρίζουμε όλοι, ότι ο Θεός έπλασε τον Αδάμ. Ύστερα τον έριξε σε έκσταση, τον ύπνωσε, και παίρνοντας μια από τις πλευρές του, δημιούργησε την γυναίκα. Η πλευρά του Αδάμ είναι η γυναίκα. Απ’ αυτήν, λοιπόν, την πλευρά του Αδάμ σαρκώθηκε ο Υιός και Λόγος του Θεού και «ωκοδόμησε» την Εκκλησία, «ην περιεποιήσατο διά του ιδίου αίματος». Γι’ αυτό είναι ο δεύτερος, ο νέος Αδάμ, «απόγονος» και «συγγενής» του πρώτου, κι έτσι συγγενής «κατά σάρκα» όλων των ανθρώπων, όπως βεβαιώνει ο ιερός Χρυσόστομος: «Την σάρκα ενδυσάμενος (ο Χριστός), ενεδύσατο την ανθρωπότητα». Ο Χριστός είναι δίκαιος, άγιος και αθάνατος· εμείς αμαρτωλοί, φθαρτοί και θνητοί. Μαζί Του μας συνδέει όμως η σαρκική συγγένεια. Γι’ αυτό μεσίτευσε στον Πατέρα Του να μας χαρίσει την σωτηρία, να μας ξαναδώσει την αθανασία, να μας επαναφέρει στην προπτωτική κατάσταση, στο «αρχαίον κάλλος».
Τα μέσα τώρα της σωτηρίας και της απαλλαγής μας από την δουλεία του θανάτου και της φθοράς, είναι η πίστη στον λυτρωτή μας Χριστό και η εφαρμογή των σωτήριων παραγγελιών Του.
Αν τηρήσουμε, δηλαδή, ο,τι γράφει το Ευαγγέλιο, που δεν είναι παρά ο τρόπος και ο δρόμος επιστροφής στην αθανασία, θα γίνουμε νέοι άνθρωποι, όχι χωματένιοι αλλά ουράνιοι, παιδιά του ουράνιου Πατέρα, όμοιοι μ’ Αυτόν χαρισματικά. Αν όμως καταφρονήσουμε τις εντολές του Θεού, τις λυτρωτικές και ζωογόνες, τότε θα χάσουμε όλα τ’ αγαθά Του. Και όπως ο Αδάμ μέτα την παράβαση διώχθηκε από τον παράδεισο και αποξενώθηκε από την δόξα του Θεού, έτσι κι εμείς, όταν αμαρτάνουμε, χωριζόμαστε από την Εκκλησία των δούλων του Θεού και ξεσκίζουμε το θεικό ένδυμα της ψυχής μας. Έτσι, στερούμαστε την αιώνια ζωή, το ανέσπερο και παντοτινό φως, τον αγιασμό, την θέωση, «παν δώρημα τέλειον εκ του Πατρός των φώτων». Και ενώ, πριν αμαρτήσουμε, ήμασταν ουράνιοι άνθρωποι και επίγειοι άγγελοι, γινόμαστε πάλι «χοικοί», όπως και ο πρώτος Αδάμ μετά την πτώση του. Ακόμα χειρότερα, γινόμαστε υπόδικοι θανάτου και ατέλειωτης κολάσεως στην «γέενα του πυρός». Δεν χάνουμε απλά τον αισθητό παράδεισο, όπως ο Αδάμ, αλλά βγάζουμε τον εαυτό μας από την βασιλεία των ουρανών και του στερούμε τα αιώνια εκείνα αγαθά, «α οφθαλμός ουκ είδε και ούς ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν Αυτόν».
Ύστερα απ’ όσα αναφέραμε, ας εξετάσουμε καλά αν τηρούμε τις εντολές του Θεού. Ας αναρωτηθούμε σοβαρά: Εκμεταλλευόμαστε το τάλαντο της σωτηρίας και το χάρισμα του αγιασμού, ή μήπως το χώσαμε βαθιά μέσα στην γη της αμέλειας και της αμαρτίας; Πως να μας αγαπήσει ο Θεός, αν δεν τηρούμε τις εντολές Του; Μας το είπε καθαρά: «Ο αγαπών με, τας εντολάς μου τηρήσει και εγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αυτώ εμαυτόν». Αυτά δεν είναι λόγια ανθρώπινα, αλλά λόγια άγια του Δεσπότου Χριστού.
Ας μην είμαστε λοιπόν ελαστικοί απέναντι στην συνείδησή μας. Ας κρίνουμε τον εαυτό μας αυστηρά και τότε θα διαπιστώσουμε, ότι εμείς οι ίδιοι είμαστε οι αίτιοι του χωρισμού μας από τον Θεό. Ας μετανοήσουμε, ας κλάψουμε για την άθλια κατάστασή μας, και ας αγωνιστούμε πιά να φορέσουμε «την εικόνα του επουρανίου».