Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης: Η μητέρα μου Κλεονίκη –διηγείται η κ. Ολυμπία Παγώνη από το Χαλάνδρι Αθηνών– μαζί με τρία ακόμα άτομα, φιλενάδες της, θέλησαν το Πάσχα του 1985 ή 1986 να πάνε για προσκύνημα στα Ιεροσόλυμα μέσα στην Μεγάλη Εβδομάδα.
Είχαν ενημερωθή για όλο το πρόγραμμα της εκδρομής και η μητέρα μου ως συνήθως πήγε στον Άγιο να πάρη την ευλογία του για το ταξίδι.
– Γέροντα, θέλουμε να πάμε εκδρομή στους Αγίους Τόπους.
– Πώς θα πάτε, αεροπορικώς;
– Όχι, με κρουαζερόπλοιο σκεφτόμαστε να κλείσουμε.
– Πότε θα φύγετε;
– Μ. Τρίτη.
– Πού θα μείνετε;
– Θα φτάσουμε στο Κάιρο Μ. Πέμπτη και θα μείνουμε εκεί σε κάποιο ξενοδοχείο. Την Μ. Παρασκευή θα είμαστε…
– Όχι, όχι, να μην πάτε, γιατί θα ταλαιπωρηθήτε. Μέσα στις γιορτές έχει πολλούς προσκυνητές και πολλή φασαρία. Θα κουραστήτε πολύ, γι’ αυτό καλύτερα να πάτε μετά τις γιορτές.
Η μητέρα μου ενημέρωσε τις φίλες της και η πρώτη είπε πως και εκείνη δεν μπορούσε, γιατί αρρώστησε ο άντρας της. Η δεύτερη έφερε αντιρρήσεις και επέμενε να πραγματοποιηθή το ταξίδι. Η τρίτη δεν ήθελε, γιατί είχε αρρωστήσει το εγγονάκι της και έπρεπε να το προσέχη. Τελικά το ταξίδι ακυρώθηκε για όλες.
Την Μ. Πέμπτη γυρίζοντας από την εκκλησία καθήσαμε για λίγο στο σαλόνι και βλέπαμε ειδήσεις στην τηλεόραση. Έκπληκτοι ακούγαμε ότι δύο όροφοι στο ξενοδοχείο του Καΐρου είχαν παραδοθή στις φλόγες και πολλοί Έλληνες προσκυνητές πηδούσαν από τις βεράντες σε δίχτυα που είχε απλώσει η Πυροσβεστική κάτω στον δρόμο. Δεν υπήρξαν θύματα, αλλά όλοι αυτοί υπέστησαν μεγάλη ψυχική οδύνη, καθώς πηδούσαν από τόσο ψηλά.
Ένα άλλο θαυμαστό γεγονός αφορά τον γυιό μου Διονύσιο. Όταν έφτασε 6,5 ετών, η αδερφή μου η Μαριάννα που το είχε βαφτίσει επέμενε να πάη Δημοτικό σχολείο στο Κολλέγιο Αθηνών (στο νέο τότε κτίριο Κάντζα). Έτσι πήγε και έκανε την σχετική αίτηση και απογοητευμένη μας είπε πως υπάρχουν 560 αιτήσεις και μετά από κλήρωση θα εδέχοντο 56 παιδάκια (δηλαδή η αναλογία ήταν ένα στα δέκα).
Η αδερφή της μητέρας μου, η Μαρία (που ήταν και η πρώτη που “ανακάλυψε” τον Άγιο στο Μήλεσι), χωρίς να μας το πη, πήγε στον Άγιο με σκοπό να του μιλήση για το θέμα. Μόλις μπήκε μέσα ο Άγιος γελούσε, σήκωσε το χέρι του και της έκανε νεύμα να φύγη «Σύρε, σύρε… για το παιδί ήρθες… σύρε, σύρε…» και γελούσε. Πιστέψαμε όλοι ότι όλα θα πάνε καλά.
Η κλήρωση έγινε στο αμφιθέατρο παρουσία των γονέων και πολλών παιδιών. Ανέβαινε κάποιος γονέας από την δεξιά σκαλίτσα, άνοιγε το πορτάκι της κληρωτίδας, έβγαζε ένα διπλωμένο χαρτάκι (κλήρο) με ένα νούμερο που ανήκε σε κάποιο παιδάκι. Το έδινε στην επιτροπή και ανακοινώνανε τον επιτυχόντα. Ο γυιός μου από 4 χρονών είχε γνωρίσει τον Άγιο, τον είχε ευλογήσει στο κεφαλάκι του και του είχε ευχηθή εγκάρδια. Έτσι του είπα να προσεύχεται όση ώρα γίνεται η κλήρωση, για να μας βοηθήση ο Άγιος.
Μετά την 12η κλήρωση ο γυιός μου τινάχθηκε επάνω, έτρεξε και προσπερνώντας την σειρά των γονέων που θα τραβούσαν κλήρο έφτασε μπροστά στην κληρωτίδα, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών για να φτάση, άνοιξε το πορτάκι και πήρε έναν κλήρο. Το νούμερο του γυιού μου ήταν 183. Όταν ο υπεύθυνος άνοιξε το χαρτάκι, είπε «εκατόν ογδόντα…» και εγώ που είχα σηκωθή από την θέση μου είπα «τρία», λέγοντας όλο το όνομα του γυιού μου.
Ο Διευθυντής σηκώθηκε έκπληκτος και είπε: «Αυτό που συνέβη είναι απίστευτο. Δεν έχει ξαναγίνει ποτέ στα χρονικά του σχολείου μας». Από τότε το καθιερώσανε και βάζανε παιδάκια να τραβούν τους κλήρους. Τώρα όλοι μας γελούσαμε, όπως είχε γελάσει ο Άγιος, όταν τον επισκέφτηκε η θεία μου. Τύχη δεν υπάρχει.
Πολλές φορές που πηγαίναμε στον Άγιο, άπλωνε το χέρι του, έπαιρνε από κοντά του, χωρίς να τα κοιτάξη και χωρίς να τα μετρήση, απλά λευκά ξύλινα σταυρουδάκια και μας τα έδινε για ευλογία. Τα μετρούσαμε και ήταν πάντοτε 7 (ίσως επειδή τα μυστήρια της Εκκλησίας είναι 7). Ένα απόγευμα η μητέρα μου έψαξε σε όλο το σπίτι, για να βρη μερικά, διότι την επόμενη ημέρα ήθελε να τα δωρίση σε κάποιους γνωστούς μας. Στεναχωρέθηκε, διότι μάταια έψαχνε. Δεν βρήκε ούτε ένα. Κατά καιρούς τα χάριζε. Ακόμη και αργά το βράδυ ξανακοίταξε στα συρτάρια μήπως βρεθή κάποιο, αλλά μάταια. Ο πατέρας μου την καθησύχασε λέγοντας πως την επομένη πρωί-πρωί θα την πάη στο Μήλεσι.
Πριν προλάβουνε να φύγουνε από το σπίτι, πολύ πρωί ακόμη χτύπησε η πόρτα μας. Ήταν η Εμμανουέλα (πνευματικό τέκνο του Γέροντα), η οποία είπε τα εξής: «Ο Γέροντας έδωσε στην Γερόντισσα πρωί-πρωί αυτές τις δύο τσαλακωμένες χαρτοπετσέτες, με την εντολή να μου τις δώση εμένα και να μου πη “πήγαινε αυτά στην κυρία Κλεονίκη νωρίς-νωρίς, γιατί τα περιμένει και τα χρειάζεται”». Όταν η μητέρα μου άνοιξε τις χαρτοπετσέτες, είδε έκπληκτη 7 μικρά σταυρουδάκια.
Από το βιβλίο: «Ο Όσιος Πορφύριος (Μαρτυρίες – Διηγήσεις – Νουθεσίες)». Α’. Μαρτυρίες. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη», σελ. 140.