Άγιος Παΐσιος: Θυμάμαι, στον στρατό το σύνολο είχε έναν κοινό σκοπό. Προσπαθούσα εγώ, αλλά η θυσία υπήρχε και στους άλλους, άσχετα αν πίστευαν ή όχι στην άλλη ζωή.
«Γιατί να σκοτωθή ο άλλος; είναι οικογενειάρχης», έλεγαν, και πήγαιναν αυτοί σε μια επικίνδυνη επιχείρηση. Η θυσία που έκαναν αυτοί είχε μεγαλύτερη αξία από την θυσία που έκανε ένας πιστός. Ο πιστός πίστευε στην θεία δικαιοσύνη, στην θεία ανταπόδοση, ενώ αυτοί δεν γνώριζαν ότι δεν πάει χαμένη η θυσία που έκαναν και ότι θα έχουν να λάβουν γι’ αυτήν στην άλλη ζωή.
Στην Κατοχή, τότε με τον Δαβάκη, οι Ιταλοί είχαν κάνει συλλήψεις νέων αξιωματικών, τους έβαλαν σε ένα καράβι και τους βούλιαξαν. Ύστερα, τους πρώτους που έπιασαν, τους βασάνισαν, για να μαρτυρήσουν ποιοί έχουν όπλα. Εκεί να δήτε κοσμικοί άνθρωποι τί θυσία έκαναν! Στην Κόνιτσα, κοντά στο σπίτι μας, εκεί που έχτισαν τώρα τον Ναό του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, πρώτα ήταν τζαμί. Τους έκλειναν μέσα στο τζαμί και τους έδερναν όλη την νύχτα με βούρδουλα που είχε επάνω κολτσίδες όλο αγκάθια ή με καλώδια γδαρμένα· έβγαιναν έξω τα σύρματα, έδεναν και στην άκρη μολύβια και μ’ αυτά τους χτυπούσαν· και αυτό το ατσαλένιο σύρμα πήγαινε και έγδερνε το δέρμα. Για να μην ακούγωνται οι φωνές, τραγουδούσαν ή έβαζαν μουσική. Από ᾿δώ βγήκε το «ξύλο μετά μουσικής». Τους κρεμούσαν και ανάποδα και έβγαζαν οι καημένοι αίμα από το στόμα, αλλά δεν μιλούσαν, γιατί σκέφτονταν: «Αν μαρτυρήσουμε εμείς – ήξεραν ποιοί είχαν ντουφέκια –, ύστερα θα χτυπούν τον καθέναν, για να μαρτυρήση». Γι’ αυτό οι πρώτοι είπαν: «Ας πεθάνουμε εμείς, για να τους αποδείξουμε ότι δεν έχουν οι άλλοι ντουφέκια».
Και ήταν μερικοί που για μια οκά ή για πέντε οκάδες αλεύρι έλεγαν ότι ο τάδε π.χ. έχει δύο ντουφέκια. Πεινούσε ο κόσμος και πρόδιδαν τους άλλους. Οπότε και μερικοί Ιταλοί από ένα τάγμα που ήταν νόθα παιδιά και ήταν βάρβαροι με όλα τα κόμπλεξ που είχαν, έβγαζαν το άχτι τους. Έπαιρναν τα μικρά παιδιά, τα έβαζαν τα καημένα γυμνά πάνω στην μασίνα που έκαιγε και τα πατούσαν να καούν. Τα έκαιγαν, για να μαρτυρήσουν οι γονείς που έχουν το ντουφέκι. «Δεν έχω, δεν έχω», έλεγαν οι μεγάλοι και εκείνοι έκαιγαν τα παιδάκια. Θέλω να πώ, εκείνοι προτίμησαν να πεθάνουν, αν και ήταν κοσμικοί άνθρωποι, για να μη φάνε και οι άλλοι ξύλο ή για να μην τους σκοτώσουν. Με αυτόν τον τρόπο έσωσαν πολύ κόσμο. Έτσι από μερικά παλληκάρια κρατήθηκε το Έθνος!
Όσοι πεθαίνουν παλληκαρίσια, δεν πεθαίνουν. Αν δεν υπάρχη ηρωισμός, δεν γίνεται τίποτε. Και να ξέρετε, ο πιστός είναι και γενναίος. Ο Μακρυγιάννης ο καημένος τί τράβηξε! Και σε τί χρόνια!
– «Κάπνισαν τα μάτια μου», λέει κάπου, Γέροντα.
– Ναι, κάπνισαν τα μάτια του. Από την ένταση και την αγωνία που είχε, ήταν σαν να έβγαζαν υδρατμούς τα μάτια του. Βρέθηκε σ᾿ εκείνη την κατάσταση και από πόνο και αγάπη θυσιαζόταν συνέχεια. Δεν σκέφθηκε, δεν υπολόγισε ποτέ τον εαυτό του. Δεν φοβήθηκε μην τον σκοτώσουν, όταν αγωνιζόταν για την πατρίδα. Ο Μακρυγιάννης ζούσε πνευματικές καταστάσεις. Αν γινόταν καλόγερος, πιστεύω ότι από τον Άγιο Αντώνιο δεν θα είχε μεγάλη διαφορά. Τρεις χιλιάδες μετάνοιες έκανε και είχε και τραύματα και πληγές. Άνοιγαν οι πληγές του, έβγαιναν τα έντερά του, όταν έκανε μετάνοιες, και τα έβαζε μέσα. Τρεις δικές μου μετάνοιες κάνουν μία δική του. Έβρεχε το πάτωμα με τα δάκρυά του. Εμείς, αν ήμασταν στην θέση του, θα πηγαίναμε στο νοσοκομείο να μας υπηρετούν. Θα μας κρίνουν οι κοσμικοί!
Οι ήρωες με τί παλληκαριά αντιμετώπιζαν στον αγώνα τον θάνατο! Μου έλεγε ένας μοναχός που ήταν μαζί με τον Κονδύλη – ο Κονδύλης ήταν πατριώτης, ήρωας: Όταν οι Έλληνες με τον πόλεμο στην Μικρά Ασία είχαν κάνει αποβίβαση κοντά στην Πόλη, ο Κονδύλης μέσα στο καράβι, μόλις είδε από μακριά την Πόλη, έκανε σαν τρελλός. «Βρέ παιδιά, θα πεθάνουμε που θα πεθάνουμε, φώναζε. Τί σήμερα, τί αύριο! Να πεθάνουμε παλληκαρίσια, βρέ παιδιά! Ας πεθάνουμε ήρωες για την πατρίδα». Δεν είχε υπομονή ούτε να προσεγγίσουν στην ξηρά. Από την αγωνία, από την λαχτάρα που είχε, δεν είδε ότι το καράβι δεν είχε ακουμπήσει ακόμη στην ξηρά, πήδηξε και έπεσε μέσα στην θάλασσα! Τόσο πολύ! Δεν ήξερε και κολύμπι, έτρεξαν, τον έβγαλαν.
– Η γιαγιά μου είχε πολλή παλληκαριά. Είχε πάντοτε μαζί της για ασφάλεια ένα γιαταγάνι! Βλέπεις, χήρα γυναίκα ήταν, με δυο παιδιά, πώς να τα βγάλη πέρα με τους Τούρκους! Δύσκολα χρόνια!… Την φοβόνταν όλοι. Παλληκάρι! Μια φορά ένας κλέφτης είχε πάει να κλέψη σε ένα αμπέλι που ήταν κοντά στα μνήματα. Για να τον φοβηθούν, φόρεσε ένα πουκάμισο άσπρο μέχρι κάτω. Ύστερα μπήκε στα μνήματα, έτσι όπως ήταν με το άσπρο πουκάμισο, και γύριζε εκεί μέσα. Τότε έτυχε να περάση από τα μνήματα η γιαγιά μου. Ο κλέφτης, μόλις την είδε, ξάπλωσε κάτω και έκανε τον πεθαμένο, για να την φοβερίση, να νομίση ότι είναι βρυκόλακας. Εκείνη όμως τον πλησίασε και του είπε: «Εσένα, αν ήσουν καλός άνθρωπος, θα σε είχε λειώσει το χώμα»! Γυρίζει μετά το γιαταγάνι από την ανάποδη και αρχίζει να τον δέρνη. Τον είχε σακατέψει. Ούτε ήξερε ποιός ήταν. Ύστερα άκουσε στο χωριό ότι ο τάδε είναι σακατεμένος και έτσι έμαθε ποιός ήταν.
Στην εποχή μας σπανίζουν τα παλληκάρια. Οι άνθρωποι είναι νερόβραστοι. Γι᾿ αυτό, Θεός φυλάξοι, αν γίνη ένας πόλεμος, άλλοι από φόβο θα πεθάνουν, άλλοι θα μείνουν στον δρόμο από μια μικρή ταλαιπωρία, γιατί συνήθισαν στην καλοπέραση. Παλιά, τί παλληκαριά είχαν! Στην Μονή Φλαβιανών, στην Μικρά Ασία, είχαν πιάσει οι Τούρκοι έναν άνδρα και τον έσφαξαν. Μετά είπαν στην γυναίκα του: «Ή θα αρνηθής τον Χριστό ή θα σφάξουμε και τα παιδιά σου». «Τον άνδρα μου, τους λέει εκείνη, τον πήρε ο Χριστός, τα παιδιά μου τα εμπιστεύομαι στον Χριστό και εγώ τον Χριστό δεν Τον αρνούμαι». Τί παλληκαριά! Όταν δεν υπάρχη στον άνθρωπο ο Χριστός, πώς να υπάρχη αυτή η παλληκαριά; Σήμερα οι άνθρωποι χωρίς Χριστό χτίζουν την ζωή τους στα μπάζα.
Εκείνα τα χρόνια ήταν και οι μητέρες παλληκάρια και τα παιδιά παλληκάρια.