Άγιος Παΐσιος: Γέροντα, φοβάμαι, όταν διακονώ μόνη μου στόν ξενώνα.
Εγώ, Γέροντα, φοβάμαι τά ταγκαλάκια.
Νά παρακαλάς τόν Χατζεφεντή νά τά κοκκαλώνη. Τί λές, δέν μπορεί;
Πώς δέν μπορεί, Γέροντα!
Τό ξέρεις ότι κοκκάλωσε ένα αυτοκίνητο; Είχε ξεχάσει ο οδηγός τά κλειδιά στήν πόρτα τού αυτοκινήτου καί τό έκλεψαν. Μόλις επικαλέσθηκε τόν Άγιο, κοκκάλωσε τό αυτοκίνητο στήν μέση τού δρόμου, κι έτσι αναγκάστηκαν οι κλέφτες νά τό παρατήσουν καί νά τό βάλουν στά πόδια.
Γέροντα, οι γιατροί είπαν ότι πρέπει νά κάνω εγχείρηση στό κεφάλι
Πήγαινε νά χτυπήσης τό κεφάλι σου στήν αγία κάρα τού Αγίου Αρσενίου**. Δέν είδες πώς τήν βόλεψε τήν άλλη αδελφή ο Άγιος; Έκανε τήν επέμβαση χωρίς νυστέρι καί χωρίς νά τό καταλάβη ούτε η ίδια. Δόξα τώ Θεώ! Μήν αμφιβάλλης ότι θά βολέψη κι εσένα.
Βοηθάει ο Άγιος Αρσένιος.Ένας γιατρός μέ παρακάλεσε νά προσευχηθώ γιά τό κοριτσάκι του πού είναι άρρωστο. Παρακάλεσα τόν Άγιο Αρσένιο καί τό βοήθησε λίγο. Νά κάνετε κι εσείς κομποσχοίνι, γιά νά αποτελειώση ο Άγιος τό θαύμα του καί νά γνωρίσουν οι επιστήμονες τήν θεία επιστήμη τού Θεού, γιά νά δοξασθή τό όνομά Του. Τό θαύμα είναι μυστήριο μόνο ζήται καί δέν εξηγείται τό μυαλό δέν μπορεί νά τό ερμηνεύση
Ο Γέροντας υπαινίσσεται συγκεκριμένα θαύματα πού είχε κάνει ο Άγιος Αρσένιος (Χατζεφεντής), όταν ζούσε, αναγκάζοντας κάποιους κλέφτες όχι μόνο νά φύγουν άπρακτοι,αλλά νά τού ζητήσουν καί συγχώρηση. (Βλ. Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης, σ. 9697, 102103 κ.ά.).
Μέ τήν συμβουλή αυτήν ο Γέροντας Παΐσιος δέν απορρίπτει τήν ιατρική βοήθεια, αλλά θέλει νά μάς παρακινήση νά ζητούμε μέ πίστη τήν βοήθεια τών Αγίων.
Τά θαύματα τού Αγίου Αρσενίου μέ τούς κλέφτες
(Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης, σ. 9697, 102103)
1ο περιστατικό
Ο Στέφανος Ζαχαρόπουλος διηγήθηκε ότι άλλη μιά φορά πήγαν πάλι νά ληστέψουν τόν Χατζεφεντή τέσσερις Κούρτοι (Τούρκοι άγριας φυλής). Ο Πατήρ εκείνη τήν ώρα καθόταν στό δέρμα καί διάβαζε (έκανε ανάγνωση). Είδε τούς κλέφτες πού άνοιξαν τήν πόρτα του, αλλά δέν τούς μίλησε καθόλου. Εκείνοι μπήκαν μέσα στό κελλί του καί έψαχναν δεξιά καί αριστερά· νόμιζαν ότι θά βρούν λίρες. Ο Πατήρ Αρσένιος εξακολούθησε τήν μελέτη του, χωρίς νά τούς μιλήση.
Αφού τελικά δέν βρήκαν τίποτε οι κλέφτες, πήγαν νά φύγουν, καί ο ένας Κούρτης πήρε τά δύο σκεπάσματα πού είχε ο Πατήρ διπλωμένα σέ μία άκρη. (Αυτή ήταν όλη καί όλη η περιουσία του). Τί έπαθαν όμως; Ενώ ήθελαν νά φύγουν, δέν μπορούσαν νά βρούν τήν πόρτα, γιά νά βγούν, σάν νά είχαν τυφλωθή. Γύριζαν γύρω -γύρω μέσα στό κελλί του καί τήν πόρτα δέν τήν έβλεπαν. Επειδή τόν ενοχλούσαν τόν Πατέρα Αρσένιο στήν μελέτη του, τούς έδειχνε τήν πόρτα, γιά νά βγούν, αλλά εκείνοι δέν μπορούσαν νά τήν ιδούν καί συνέχεια γύριζαν γύρω γύρω. Τότε σηκώνεται ο Πατήρ, πιάνει τόν έναν Κούρτη καί τού λέγει:
Νά η πόρτα πού βγαίνουν οι κλέφτες καί πηγαίνουν στήν κόλαση!
Τότε μόνον μπόρεσαν νά φύγουν καί μετανόησαν καί ζήτησαν καί συγχώρεση οι ληστές. Ο Πατήρ τούς συγχώρεσε καί έφυγαν. Μετά τό ομολογούσαν αυτό πού έπαθαν καί στούς άλλους Κούρτες: «Αμάν, αμάν! Στόν Χατζεφεντή μήν πάτε νά κλέψετε, γιατί, καί νά μπήτε στό κελλί του, μετά τήν πόρτα δέν θά μπορήτε νά τήν βρήτε, γιά νά φύγετε»
2ο περιστατικό
Είχαν ληστέψει μιά φορά πάλι οι Τούρκοι Ιερά Σκεύη τής Εκκλησίας. Οι Φαρασιώτες ανησυχούσαν καί προσπαθούσαν νά βρούν τούς κλέφτες. Ο Χατζεφεντής όμως ατάραχος τούς λέγει: «Μήν ανησυχήτε· θά δήτε τόν Άϊ-Γιώργη νά τά φέρνη ξωπίσω». Όταν οι ληστές έφθασαν στό Κοζάν-Ταγή, ενώ ήταν μέρα καί ο ουρανός καθαρός, έπεσε απότομα μιά παράξενη μαυρίλα μπροστά τους, πού ήταν αδύνατο νά προχωρήσουν, ούτε καί τόν ποταμό Φεραχτίν ήταν δυνατόν νά περάσουν, πού είχαν μπροστά τους. (Τήν παράξενη αυτή μαυρίλα τήν είδε καί ο Αντώνιος Σταυρίδης από τό Ζίλε τής Καππαδοκίας).
Κατάλαβαν τότε οι ληστές ότι ήταν από τόν Θεό αυτό τό παράξενο φαινόμενο, καί γύρισαν πρός τά Φάρασα, γιά νά επιστρέψουν τά Ιερά Σκεύη.
Όταν όμως προχώρησαν λίγο τόν δρόμο πρός τά Φάρασα καί η μαυρίλα είχε φύγει, τό θεώρησαν γιά τυχαίο γεγονός καί γύρισαν ξανά μέ τά φορτωμένα ζώα γιά τό χωριό τους (γιά τουΚοζάν-Ταγή τήν κατεύθυνση). Μέ τό γύρισμα όμως γιά τό χωριό τους ένιωσαν κάποιον νά τούς δέρνη αοράτως καί νά τούς φέρνη έτσι καταπόδι μέχρι τά Φάρασα.
Έφθασαν μέ τά κλεμμένα Ιερά Σκεύη στά Φάρασα καί φώναζαν τούς Φαρασιώτες οι κλέφτες νά τά ξεφορτώσουν γρήγορα, γιατί αυτοί μέ τά χέρια τους προστάτευαν τά κεφάλια τους από τίς ξυλιές πού ένιωθαν αοράτως νά τρώνε.
Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου, ΛΟΓΟΙ ΣΤ΄ «Περί Προσευχής»,Ιερόν Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος»