Για το ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς: Ο Άγιος Νικόλαος (Βελιμίροβιτς), επίσκοπος Οχρίδας και Ζίτσας (1880-1956), ήταν ένας διεισδυτικός θεολόγος της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, που αναβίωσε τη μοναστική ζωή και τη λαϊκή ευσέβεια στη Σερβία.
Ήταν ακόμη ένας παραγωγικός συγγραφέας και στοχαστής και ανεδείχθη επίτιμος διδάκτορας πολλών ονομαστών πανεπιστημίων. Υπήρξε ανυπέρβλητος ιεροκήρυκας και σωστά ονομάστηκε «Χρυσόστομος της Σερβίας». Η Εκκλησία αντλεί ακόμα και σήμερα από το πνευματικό του θησαυροφυλάκιο και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς τον αποκαλεί ως «τον δέκατο τρίτο Απόστολο του Χριστού».
Ο άγιος γεννήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1880 στο χωριό Λέλιτσα της νότιας Σερβίας. Αποφοίτησε από το γυμνάσιο στην κοντινή πόλη Βάλιεβο και στη συνέχεια εισήλθε στη θεολογική Σχολή του Βελιγραδίου. Ειδικεύτηκε στη Βέρνη, τη Γενεύη, το Λονδίνο και την Αγία Πετρούπολη. Στη Βέρνη υποστήριξε τη διδακτορική του διατριβή στη θεολογία με θέμα «Η Ανάσταση του Θεού», ενώ στη Γενεύη ειδικεύθηκε στη φιλοσοφία.
Όταν επέστρεψε από τη Δυτική Ευρώπη, εκάρη μοναχός στο μοναστήρι της Ρακόβιτσα (1909) λαμβάνοντας το μοναχικό όνομα Νικόλαος και στη συνέχεια δίδαξε θεολογία στη Θεολογική Ακαδημία «Άγιος Σάββας» του Βελιγραδίου.
Συμμετείχε ως εθελοντής στους πολέμους 1912-1918, κήρυξε και βοήθησε τα θύματα. Το 1915 η κυβέρνηση τον έστειλε στην Αμερική και την Αγγλία και, όταν το 1919 επέστρεψε στη Σερβία, εξελέγη Επίσκοπος Ζίτσης. Το έτος 1920 ο επίσκοπος Νίκολαος μετατέθηκε στην Αρχιεπισκοπή της Οχρίδας, αλλά λόγω της επιμονής του Συμβουλίου των Επισκόπων και του λαού, το έτος 1936, επέστρεψε στη Ζίτσα.
Ο επίσκοπος Νικόλαος ίδρυσε ορφανοτροφεία και εργάστηκε ακούραστα για την ανοικοδόμηση των ναών και των μοναστηριών, που είχαν καταστραφεί λόγω των πολέμων. Με το παράδειγμά του και τo κήρυγμά του ο επίσκοπος Νίκολαος ενίσχυσε την πίστη πολλών εμπειροπόλεμων στρατιωτών, οι οποίοι ως Ορθόδοξοι Σέρβοι στράφηκαν υπό την πνευματική του καθοδήγηση στο μοναχισμό.
Το 1941 οι Γερμανοί κατακτητές τον φυλάκισαν πρώτα στο μοναστήρι στη Λουμπόστιβα και αργότερα στη Βοϊλόβιτσα. Στις 15 Σεπτεμβρίου 1944 οι Ναζί οδήγησαν τον Επίσκοπο Νικόλαο μαζί με τον Πατριάρχη Γαβριήλ Σρέμπσκι στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου, απ΄όπου απελευθερώθηκε από τους Συμμάχους στις 8 Μαΐου 1945.
Το επόμενο έτος ο Επίσκοπος Νικόλαος μετέβη στις Ηνωμένες Πολιτείες λόγω της κακής του υγείας και υπηρέτησε εκεί την Εκκλησία μέχρι το θάνατό του, γράφοντας και διδάσκοντας στη Νέα Υόρκη, στο Τζορνταβίλε και στο Σάουθ Κέντον. Μεταξύ των πνευματικών του παιδιών στο εξωτερικό ήταν ο Άγιος Ιωάννης της Σαγκάης (Μαξίμοβιτς) και ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς.
Ο επίσκοπος Νικόλαος εκοιμήθη στις 18 Μαρτίου 1956, καθώς προετοιμαζόταν με προσευχή για να τελέσει τη θεία Λειτουργία της Κυριακής. Μέχρι το 1991 τα λείψανά του αναπαύονταν στο σερβικό μοναστήρι του Αγίου Σάββα στο Λιμπερστίλλε στις (ΗΠΑ), από το οποίο μεταφέρθηκαν στο χωριό του. Λίγο αργότερα αναγνωρίστηκε ως άγιος από τη Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία. Έτσι η μνήμη του τιμάται δύο φορές, στις 5 Μαρτίου, ημέρα του θανάτου του και στις 20 Απριλίου, ημέρα που τα λείψανα του ανακομίσθηκαν στη Σερβία και τώρα αναπαύονται στην εκκλησία του “Αγίου Νικολάου” στη Λέλιτσα.
Μας άφησε μια πλούσια πνευματική κληρονομιά, που συλλέχθηκε και δημοσιεύτηκε από τον Επίσκοπο Σάμπατς-Βελέβσκι, Λαυρέντιο καταλαμβάνοντας 15 τόμους.
Μετάφραση από τα σέρβικα
Γεώργιος Ιω. Αβραμόπουλος
θεολόγος