ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ: Μια μητέρα µε ρώτησε πρόσφατα: Υπάρχει ανάσταση των νεκρών; Ο γιός της µαχόταν νότια του Μπίτολ και σκοτώθηκε.
Εκείνη περπατούσε στο πεδίο της µάχης και ξέθαβε τον ένα τάφο µετά τον άλλο,γιά να βρεί τον γιό της. Οι νεκροί κείτονταν ήδη πολύ καιρό κάτω από το χώµα και ήταν όλοι ίδιοι µεταξύ τους και ίδιοι µέ το χώµα. Η µητέρα γνώρισε τον γιό της από ένα περιλαίµιο στο στήθος. Δεν µπορούσε πιά να τον γνωρίσει από το πρόσωπο. Ακόµα και το ρούχο φαινόταν πιό αθάνατο από τον άνθρωπο που το φορούσε.
Η µητέρα δεν µπορούσε να κλάψει: η καταστροφική φρίκη του θανάτου έκανε γυαλί τα µάτια της και πάγωσε την ψυχή της. Μπροστά της υπήρχε ένα ανατριχιαστικό µυστήριο. Μια ζωή είχε γίνει κάρβουνο και πηλός. Από ανθρώπινο πλάσµα, που κάποτε ήταν σύνθετο µέρος του σώµατός της και της ψυχής της, από τον άνθρωπο που την αποκαλούσε µάνα, που κουβαλούσε το όπλο και µαχόταν στις µάχες, φάνηκε µπροστά στα µάτια της µιά χοϊκή, άµορφη µάζα, που ανακατευόταν µέ το χώµα -µία ανενεργή χωµάτινη µάζα, που δεν αισθανόταν πιά συγγένεια µέ κανέναν εκτός από το χώµα.
Μόλις που τόλµησε η µητέρα να πιάσει τον γιό µέ τα χέρια. Ήθελε τουλάχιστον να χαϊδέψει αυτή τη σκληρή ανάµνηση του όµορφου γιού της. Όµως τραβήχτηκε σαν από άσχηµο όνειρο: τα δάχτυλα δεν µπορούσαν να κρατηθούν στην επιφάνεια, αλλά αµέσως βυθίστηκαν βαθιά στο σαπισµένο σώµα όπως σε σάπια κολοκύθα. Φόβος περιέλαβε τη µητέρα. Αισθάνθηκε έναν αξεπέραστο γκρεµό ανάµεσα σ’ εκείνη και τον γιό της. Τίποτα δικό της και τίποτα αγαπητό δεν µπορούσε να δεί σ’ αυτό τον ανοιχτό τάφο, σ’ αυτό το σκοτεινό, υπόγειο χηµικό εργαστήριο. Ήρθε αποκαµωµένη, και όταν µού διηγήθηκε το φοβερό θέαµα, µέ ῥώτησε : «Υπάρχει ανάσταση των νεκρών;»…
…Άς οµολογήσουµε, αδέλφια, τον Θεό ως τον κυρίαρχο της ζωής και όχι τον θάνατο. Αυτή η οµολογία θα µάς οδηγήσει, στην εµπιστοσύνη προς τον ουράνιο Πατέρα µας, που θα γεµίσει την ψυχή µας µέ χαρά και προσευχή: «Θεέ, εµείς είµαστε σκόνη που εσύ ζωντάνεψες µέ το πνεύµά σου. Μάς τοποθέτησες σε µία κοιλάδα παραγεµισµένη µέ νεκρά οστά και σάπιο κρέας. Δώσε µας δύναµη, να µπορέσουµε να αντέξουµε την παραµορφωµένη όψη των νεκρών, των οποίων τον αριθµό και εµείς σήµερα-αύριο θα αυξήσουµε.
»Εσύ θα µάς αναστήσεις εκ νεκρών, Θεέ, όπως ανέστησες τον Υιό Σου, τον Χριστό, τον αδελφό µας. Εσύ δεν γέννησες τα παιδιά σου, Πατέρα, µόνο και µόνο για να κοιτάξουν στιγµιαία τον πολυτελή σου οίκο κι ύστερα να τα πετάξεις στο σκοτάδι, στη µεγαλύτερη φυλακή. Εσύ δεν τα γέννησες για να τους καταπίνει το σκοτάδι. Εσύ τα γέννησες για να είναι σύντροφοί σου στην αιωνιότητα.
»Δεν σε ρωτάµε, Πατέρα, µέ τι είδους σώµα θα µάς ντύσεις, στην άλλη ζωή, ούτε µέ ποία δύναµη θα µάς ζωντανέψεις. Όχι, όµως Σε παρακαλούµε µόνο: Δυνάµωσε την εµπιστοσύνη µας προς Εσένα και την πίστη µας στη ζωή. Αφού ό,τι Εσύ κάνεις µέ µάς, θα είναι ασύγκριτα σοφότερο από εκείνο που εµείς θα κάναµε µόνοι µας. Τα σχέδιά Σου είναι καλύτερα απ’ όλες τις επιθυµίες µας. Η δύναµή Σου υπερβαίνει όλη τη φαντασία µας. Εσύ που έχεις τη δύναµη να δηµιουργήσεις, έχεις δύναµη και να θανατώσεις, και Εσύ που έχεις δύναµη να θανατώσεις, έχεις τη δύναµη και να ζωντανέψεις.
Δηµιουργέ των ζωντανών ανάστησε τους νεκρούς, δηµιούργησε σε µάς τους ζωντανούς την πίστη στην ανάσταση, αφού χωρίς αυτή την πίστη είµαστε ζωντανοί νεκροί, και επισκέψου µας µετά το θάνατο, ώστε και εµείς, αν και νεκροί, να έρθουµε στη ζωή. Μόνο Εσύ να είσαι πάντα µαζί µας, στη ζωή και στο θάνατο, και εµείς θα έχουµε πάντα ό,τι επιθυµούµε. Αφού Εσύ είσαι η ζωή και ο ζωοδότης, από πάντα και για πάντα. Αµήν».