Όταν τα χελιδόνια μένουν από τροφή και το κρύο πλησιάζει, ξεκινούν το ταξίδι τους για τα θερμά κλίματα. Εκεί θα βρουν πολύ ήλιο και αρκετή τροφή. Ένα χελιδόνι πετά μπροστά, δοκιμάζει τον αέρα και δείχνει το δρόμο. Όλα τα υπόλοιπα χελιδόνια ακολουθούν την πορεία του.
Όταν οι ψυχές μας μένουν από τροφή στον υλικό κόσμο κι όταν η κρυάδα του θανάτου πλησιάζει, τότε τι καλά θα ήταν να υπήρχε ένα χελιδόνι σαν κι εκείνο, να μας οδηγήσει σε τόπο θερμό, όπου θα βρίσκαμε πολλή πνευματική ζέστη και τροφή! Υπάρχει άραγε τέτοιος τόπος; Και μπορούμε άραγε να βρούμε τέτοιο χελιδόνι;
Έξω από την Εκκλησία του Χριστού δεν υπάρχει κανένας που να μπορεί να δώσει αξιόπιστη απάντηση στο ερώτημα αυτό. Μόνο η Εκκλησία γνωρίζει και μάλιστα με βεβαιότητα. Η Εκκλησία γνωρίζει το κομμάτι εκείνο του παραδείσου που νοσταλγεί η ψυχή μας, τώρα που ζεί στο παγωμένο σύθαμπο της επίγειας ύπαρξής μας. Γνωρίζει επίσης το ευλογημένο εκείνο χελιδόνι, το πρώτο που πετάει προς τον τόπο της νοσταλγίας, της επαγγελίας, που διαλύει το σκοτάδι, διαπερνά με τα δυνατά φτερά του τη βαριά ατμόσφαιρα ανάμεσα σε γη και ουρανό κι ανοίγει το δρόμο για το σμήνος που ακολουθεί. Κι ακόμα η στρατευόμενη Εκκλησία στη γη θα σού πεί γι’ αμέτρητα σμήνη χελιδονιών που ακολούθησαν το πρώτο Χελιδόνι και πέταξαν μαζί Του στον ευλογημένο τόπο, όπου αφθονούν όλα τ’ αγαθά, τον τόπο της αιώνιας άνοιξης.
Θα έχεις αντιληφθεί πως με το σωστικό αυτό χελιδόνι εννοώ τον αναληφθέντα Κύριο Ιησού Χριστό. Ο ίδιος δεν είπε πως είναι η Οδός; Δεν είπε ο ίδιος στους αποστόλους, «πορεύομαι ετοιμάσαι τόπον υμίν· και εάν πορευθώ και ετοιμάσω υμίν τόπον, πάλιν έρχομαι και παραλήψομαι υμάς προς εμαυτόν» (Ιωάν. ιδ’ 2, 3); Και πριν απ’αυτό δεν τους είχε πεί, «καγώ εάν υψωθώ εκ της γης, πάντας ελκύσω προς εμαυτόν» (Ιωάν. ιβ’ 32); Ολ’ αυτά που ο ίδιος είχε πεί, άρχισαν να εκπληρώνονται λίγες βδομάδες αργότερα και συνεχίζουν να εκπληρώνονται μέχρι σήμερα και θα εκπληρώνονται ως τη συντέλεια του κόσμου. Αυτό σημαίνει πως ο Χριστός, που ήταν η αρχή της πρώτης δημιουργίας του κόσμου, έγινε αρχή και της δεύτερης δημιουργίας η η ευλογημένη ανακαίνιση της παλιάς.
Η αμαρτία έδεσε τα φτερά του Αδάμ και των απογόνων του κι έτσι απομακρύνθηκαν όλοι από τον Θεό, τους τύφλωσε ο ίδιος πηλός από τον οποίο είχαν πλαστεί. Ο Χριστός, ο πρώτος Αδάμ και πρώτος Άνθρωπος, ο πρωτότοκος πάσης κτίσεως, ήταν ο πρώτος που αναλήφθηκε με πνευματικά φτερά στον ουρανό, στο θρόνο της αιώνιας δόξας και δύναμης. Βάδισε το δρόμο προς τον ουρανό και άνοιξε όλες τις πύλες του για τους πιστούς που έχουν ανοιγμένα τα πνευματικά φτερά τους, όπως ο αετός ανοίγει το δρόμο για τα αιτόπουλα, όπως το χελιδόνι που πετά πρώτο, επικεφαλής, δείχνει στο σμήνος το δρόμο κι εκμηδενίζει την αντίσταση του αέρα.
[irp posts=”350411″ name=”Ιωάννης Σιδηράς: Τετραλογία μνημοσύνης Ποντιακού Ελληνισμού”]
«Τις δώση μοι πτέρυγας ωσεί περιστεράς και πετασθήσομαι και καταπαύσω;» (Ψαλμ. νδ’ 7), αναφωνεί θλιμμένος ο Ψαλμωδός πριν από την έλευση του Χριστού. Γιατί; Εξηγεί ο ίδιος: «η καρδιά μου εταράχθη εν εμοί, και δειλία θανάτου επέπεσεν επ’ εμέ· φόβος και τρόμος ήλθεν επ’ εμέ, και εκάλυψέ με σκότος» (Ψαλμ. νδ’ 5, 6). Τέτοια τρομερή αίσθηση νεκρικής υπαρξιακής αγωνίας πρέπει να επικρατούσε στις ερημιές αυτής της ζωής, σαν εφιάλτης σκοτεινός που βάραινε όλο το λογικό και δίκαιο κόσμο πριν από την έλευση του Χριστού.
«Ποιος θα μου δώσει φτερά για να πετάξω μακριά απ’αυτή τη ζωή;» πρέπει να ήταν η ερώτηση που έκαναν πολλές ευγενικές κι ευαίσθητες ψυχές. Αλλά που θα κατευθυνθείς, αμαρτωλή ανθρώπινη ψυχή; Μπορείς ακόμα να ονειρεύεσαι, να νιώθεις τον τόπο της θαλπωρής και του φωτός απ’ όπου εξορίστηκες; οι πύλες έκλεισαν πίσω σου, τις προσέχουν τα χερουβίμ με τα πύρινα ξίφη τους, για να εμποδίσουν την προσέγγισή σου. Η αμαρτία κόλλησε τα φτερά σου, όχι τα φτερά του πτηνού, μα τα θεικά, κι έχεις εγκλωβιστεί στη γη. Χρειάζεσαι κάποιον για να σ’ ελευθερώσει πρώτα από τα δεσμά της αμαρτίας, να σε καθαρίσει και να να σε βοηθήσει να σταθείς όρθιος. Μετά χρειάζεσαι κάποιον να τοποθετήσει νέα φτερά, για να μπορέσεις να πετάξεις. Μετά θα χρειαστείς κάποιον άλλον, κάποιον πολύ δυνατό, για τον οποίο θα παραμερίσουν τα χερουβίμ με τα πύρινα ξίφη, ώστε για χάρη Του να περάσεις στην ένδοξη πατρίδα σου. Και τελευταίο, έχεις ανάγκη από κάποιον που θα ζητήσει για λογαριασμό σου έλεος από τον Δημιουργό, ώστε να σε δεχτεί ξανά στον τόπο της αιώνιας πατρίδας.
Αυτός ο «κάποιος» ήταν άγνωστος στον προχριστιανικό κόσμο. Αυτοαποκαλύφτηκε ως Κύριος και Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός, Υιός του Ζώντος Θεού. Από αγάπη για σένα κατέβηκε από τον ουρανό στη γη, ντύθηκε ανθρώπινη σάρκα, φυλακίστηκε για χάρη σου, επειδή ήσουν φυλακισμένος, ίδρωσε, κρύωσε, πείνασε και δίψασε, δέχτηκε εμπτυσμούς, καρφώθηκε στο σταυρό, έμεινε στον τάφο τρεις μέρες, κατέβηκε στον Άδη για να καταστρέψει μια φυλακή χειρότερη από την παρούσα ζωή, που είχε προετοιμαστεί για σένα όταν η ψυχή σου θα χωριζόταν από το σώμα. Και ολ’ αυτά για να σε σώσει από εκεί που κυλιόσουν στη λάσπη της αμαρτίας, να σε κάνει να σταθείς όρθιος. Μετά αναστήθηκε «εκ νεκρών», για να δώσει και σε σένα φτερά, να πετάξεις στον ουρανό. Τελικά αναλήφθηκε στον ουρανό για ν’ ανοίξει και για σένα το δρόμο, να σε οδηγήσει στα σκηνώματα των αγγέλων.
Τώρα δεν έχεις λόγο ν’ αναστενάζεις με φόβο και τρόμο, όπως ο προφητάνακτας Δαβίδ, ούτε να επιθυμείς πτέρυγας ωσεί περιστεράς. Τώρα εμφανίστηκε ο Αετός, που άνοιξε τα φτερά Του και σού έδειξε το δρόμο. Το μόνο που έχεις να κάνεις, είναι ν’ αναπτύξεις τα πνευματικά φτερά που σού δόθηκαν όταν βαφτίστηκες στο όνομά Του και να επιθυμήσεις μ’ όλη σου την ψυχή ν’ ανεβείς εκεί όπου αναλήφθηκε ο Ίδιος. Ο Κύριος έκανε τα ενενήντα εννιά από τα εκατό βήματα που χρειάζεσαι για τη σωτηρία σου. Δεν θα προσπαθήσεις να κάνεις το βήμα που απέμεινε για να επιτύχεις τη σωτηρία σου, όταν μάλιστα «ούτω γαρ πλουσίως επιχορηγηθήσεται υμίν η είσοδος εις την αιώνιον βασιλείαν του Κυρίου ημών και Σωτήρος ᾿Ιησού Χριστού» (Β’ Πετρ.α’ 11);
Η Ανάληψη του Κυρίου από τη γη στον ουρανό ήταν τόσο απρόσμενη στους ανθρώπους, όσο ήταν και στους αγγέλους η ελευσή Του από τον ουρανό στη γη κι η κατά σάρκα γένννησή Του. Αλλά και ποιο γεγονός στη ζωή Του δεν αντιπροσωπεύει κάτι μοναδικό κι απρόσμενο στον κόσμο; Όπως οι άγγελοι παρατηρούσαν με θαυμασμό πως ξεχώριζε ο Θεός το φως από το σκοτάδι στην πρώτη δημιουργία και το νερό από την ξηρά, πως τοποθέτησε τα άστρα στον ουράνιο θόλο και πως δημιούργησε τα φυτά και τα ζώα από τη γη και τελικά έπλασε τον άνθρωπο, δίνοντάς του ψυχή ζώσα, έτσι κι εμείς όλοι βλέπουμε με θαυμασμό τα γεγονότα της ζωής του Σωτήρα μας, από τον Ευαγγελισμό της Παναγίας Παρθένου ως και την ένδοξη Ανάληψή Του στο όρος των Ελαιών. Από μια πρώτη ματιά ήταν όλα απρόσμενα, αναπάντεχα. Όταν όμως γίνεται φανερό πως υπηρετούν το σχέδιο της σωτηρίας μας, όλοι οι λογικοί άνθρωποι πρέπει να κραυγάσουν με χαρά και να δοξολογήσουν τη δύναμη του Θεού, τη σοφία και την αγάπη Του για το ανθρώπινο γένος.
Δεν μπορείς ν’ αφαιρέσεις κάποιο γεγονός από τη ζωή του Χριστού και να μη παραμορφώσεις ολόκληρο το έργο Του, όπως δεν μπορείς να κόψεις το χέρι ενός ανθρώπου η το πόδι του και να μη τον παραμορφώσεις, ή να βγάλεις από τον ουράνιο θόλο το φεγγάρι ή ένα μέρος από τα μυριάδες άστρα και να μην παραμορφώσεις την τάξη και το κάλλος του ουρανού. Γι’ αυτό μη σκέφτεσαι πως ίσως «δεν ήταν απαραίτητο ν’ αναληφθεί ο Κύριος». Όταν μερικοί από τους Ιουδαίους αναγκάστηκαν να παραδεχτούν και να κραυγάσουν πως «καλώς πάντα πεποίηκε» (Μαρκ. ζ’ 37), πως εμείς που βαφτιστήκαμε στο όνομά Του να μην πιστέψουμε πως όλα όσα έκανε ήταν καλά; Όλα τα σχεδίασε και τα έφτιαξε με μεγάλη σοφία. Και η Ανάληψή Του ήταν καλά σχεδιασμένη, με πολλή σοφία, όπως ήταν κι η Ενσάρκωση, το Βάπτισμα, η Μεταμόρφωση κι η Ανάστασή Του. «Συμφέρει υμίν ίνα εγώ απέλθω» (Ιωάν. ιστ’ 7), είπε ο Κύριος στους μαθητές Του.
Βλέπεις πως ρυθμίζει και κάνει τα πάντα για το καλό των ανθρώπων; Κάθε λόγος και κάθε πράξη Του έχουν ως σκοπό τους το καλό όλων μας. Διαφορετικά δεν θα είχε αναληφθεί. Ας μείνουμε όμως στο ίδιο το γεγονός της Ανάληψης, όπως το περιγράφει ο ευαγγελιστής Λουκάς στα δυό του έργα: στο Ευαγγέλιο και στις Πράξεις των Αποστόλων.
***
Είπε ο Κύριος στους μαθητές Του: «είπεν αυτοίς ότι ούτω γέγραπται και ούτως έδει παθείν τον Χριστόν και αναστήναι εκ νεκρών τη τρίτη ημέρα» (Λουκ. κδ’ 46). Από ποιόν γέγραπται; Το Άγιο Πνεύμα το έγραψε, μέσω των προφητών στο νόμο του Μωυσή, στους προφήτες και στους Ψαλμούς. Ο Κύριος εκτιμά τα βιβλία αυτά, στο μέτρο που αναφέρονται προφητικά σε όσα επρόκειτο να του συμβούν. Εκεί είχαν γραφεί κι εκπληρώθηκαν. Εκεί υπήρχε η σκιά, εδώ η ζωή κι η αλήθεια.
«Τότε διήνοιξεν αυτών τον νούν του συνιέναι τας γραφάς» (Λουκ. κδ’ 45). Η «διάνοιξη» του νού είναι θαύμα ίσο με ανάσταση νεκρών, γιατί κάτω από το πυκνό πέπλο της αμαρτίας, η ανθρώπινη αντίληψη βρίσκεται στο σκοτάδι του τάφου. Διαβάζει, μα δεν καταλαβαίνει, κοιτάζει, μα δε βλέπει, αφουγκράζεται, μα δεν ακούει. Ποιος άνθρωπος στην Ιερουσαλήμ είχε δεί κι είχε διαβάσει καλύτερα από τους Γραμματείς τα λόγια των Γραφών; Μα τα προσέξανε τόσο λίγο! Γιατί ο Κύριος δεν τράβηξε τον πυκνό πέπλο από το νού τους, ώστε να κατανοήσουν κι αυτοί όπως οι απόστολοι; Επειδή οι απόστολοι θέλησαν να γίνει αυτό ενώ οι Γραμματείς αρνήθηκαν. Επειδή οι Γραμματείς κι οι πρεσβύτεροι είπαν ότι «ούτος ο άνθρωπος αμαρτωλός εστι» και περίμεναν την ευκαιρία για να τον σκοτώσουν, οι απόστολοι όμως είπαν: «Κύριε, προς τίνα απελευσόμεθα; ρήματα ζωής αιωνίου έχεις» (Ιωάν. στ’ 68). Ο Θεός «διανοίγει το νού» εκείνων που το θέλουν· χορηγεί το ζων ύδωρ σ’ αυτούς που διψάνε, αποκαλύπτεται σε όσους τον αναζητούν.
«Ούτω γέγραπται και ούτως έδει…» Αν την Αγία Γραφή την είχαν γράψει συνηθισμένοι άνθρωποι, με ανθρώπινη αντίληψη, ο Υιός του Θεού δεν θα είχε αναφερθεί στα κείμενά τους. Τα κείμενα των προφητών όμως ήταν έργα του Αγίου Πνεύματος. Κι ο Θεός, που είναι πιστός στις υποσχέσεις Του, έστειλε το Μονογενή Του Υιό για να εκπληρώσει τις προφητείες και να τηρήσει τις επαγγελίες Του. «Ούτως έδει…» είπε Εκείνος που βλέπει ολόκληρο τον κτιστό κόσμο, από τη μια άκρη στην άλλη, όπως ο άνθρωπος βλέπει μια γραμμένη σελίδα που έχει μπροστά του. Κι όταν ο πάνσοφος λέει πως «ούτως έδει…» δεν είναι καταγέλαστοι οι τυφλοί που λένε πως δεν ήταν απαραίτητο να γίνει η Ανάληψή Του; Έπρεπε να γίνει. Ο Κύριος έπρεπε να πάθει στην ώρα Του, να χαρεί στην αιωνιότητα. Έπρεπε ν’ αναστηθεί, για ν’ αναστηθούμε κι εμείς στην αιώνια ζωή.
«Και κηρυχθήναι επί τω ονόματι αυτού μετάνοιαν και άφεσιν αμαρτιών εις πάντα τα έθνη, αρξάμενον από Ιερουσαλήμ» (Λουκ. κδ’ 47). Ο Μάρκος στο ευαγγέλιό του αναφέρει το ίδιο με άλλα λόγια: «κηρύξατε το ευαγγέλιον πάση τη κτίσει» (Μαρκ. ιστ’ 15). Πάση τη κτίσει σημαίνει σε όλους τους ανθρώπους. Ο άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος, στην ΙΣΤ΄ ομιλία του λέει: «Ο άνθρωπος έχει κάτι κοινό με όλη την κτίση. Με την πέτρα έχει την ίδια ύπαρξη· με το ξύλο, τη ζωή· με τα ζώα, τις αισθήσεις· με τους αγγέλους, το νού… Έτσι με την έκφραση πάση τη κτίσει πρέπει να εννοήσουμε τον άνθρωπο».
Αν ο Κύριος Ιησούς δεν είχε πάθει και δεν είχε πεθάνει για τις αμαρτίες μας, ποιος από μας θα γνώριζε πως η αμαρτία είναι τέτοιο θανατηφόρο δηλητήριο; Αν δεν είχε αναστηθεί, ποιος από μας, που είχε ανακαλύψει πόσο φοβερό πράγμα είναι η αμαρτία, θα είχε ελπίδα; Τότε η μετάνοια θα ήταν ανώφελη, η συγχώρηση αδύνατη. Η μετάνοια συνδέεται με το πάθος, η συγχώρηση με την ανάσταση, μέσω της Θείας χάρης. Με τη μετάνοια ο παλιός άνθρωπος της αμαρτίας πεθαίνει, οδηγείται στον τάφο. Με τη συγχώρηση γεννιέται ο νέος άνθρωπος, στην καινούργια ζωή.
Προσέξτε! Εδώ είναι οι πιο χαρμόσυνες ειδήσεις για όλα τα έθνη της γης, ξεκινώντας από τα Ιεροσόλυμα. Είναι εκείνα που είπε ο αρχάγγελος Γαβριήλ στο δίκαιο Ιωσήφ με τα λόγια του προφήτη: «Αυτός γαρ σώσει τον λαόν αυτού από των αμαρτιών αυτών» (Ματθ. α’ 21). Αυτά βεβαιώνει ο ίδιος ο Κύριος, με την εμπειρία Εκείνου που έπαθε και το δικαίωμα Αυτού που νίκησε. Γιατί λέει όμως, αρξάμενον από Ιερουσαλήμ; Γιατί στην Ιερουσαλήμ έγινε η μέγιστη θυσία για ολόκληρη την ανθρωπότητα, επειδή εκεί έλαμψε από τον τάφο το φως της Ανάστασης. Αν η Ιερουσαλήμ αντιπροσωπεύει το νού του ανθρώπου, κατά κάποιο μυστηριώδη τρόπο είναι ευνόητο πως η μετάνοια κι η ταπείνωση πρέπει να ξεκινήσουν από το νού κι από κεί να διαχυθούν σ’ ολόκληρη την ύπαρξη.
Η υπερηφάνεια του νού έστειλε το σατανά στην κόλαση· η υπερηφάνεια του νού χώρισε τον Αδάμ και την Εύα από τον Θεό, ώθησε τους Φαρισαίους και τους Γραμματείς να σκοτώσουν τον Χριστό. Η υπερηφάνεια του νού είναι το πιο πρόσφορο έδαφος για ν’ αναπτυχθεί η αμαρτία ως τις μέρες μας. Αν ο νούς του ανθρώπου δεν γονατίσει μπροστά στον Χριστό, τα γόνατά του δεν θα λυγίσουν. Όποιος ξεκίνησε να ειρηνέψει το νού του με τη μετάνοια, άρχισε ήδη να θεραπεύει και τα βαθύτερα τραύματά του.
«Υμείς δε εστε μάρτυρες τούτων» (Λουκ. κδ’ 48). Μάρτυρες σε τι; Μάρτυρες των παθών του Κυρίου, της ένδοξης Ανάστασής Του. Μάρτυρες της ανάγκης για μετάνοια, μάρτυρες της αλήθειας, της άφεσης των αμαρτιών. Όταν ο απόστολος Παύλος από διώκτης άλλαξε κι έγινε απόστολος, ο Κύριος του είπε: «εις τούτο γαρ ώφθην σοι, προχειρίσασθαί σε υπηρέτην και μάρτυρα ων τε είδες ων τε οφθήσομαί σοι» (Πραξ. κστ’ 16). Κι ο απόστολος Πέτρος είπε στο πρώτο κήρυγμά του προς το λαό μετά την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος: «Τούτον τον Ιησούν ανέστησεν ο Θεός, ου πάντες ημείς εσμεν μάρτυρες» (Πραξ. β’ 32). Λέει επίσης κι ο απόστολος κι ευαγγελιστής Ιωάννης: «ο εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ο εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν… απαγγέλλομεν υμίν την ζωήν την αιώνιον» (Α’ Ιωάν. α’1, 3).
Οι απόστολοι ήταν αυτόπτες μάρτυρες του κηρύγματος του Χριστού, των θαυμάτων Του κι όλων εκείνων που έγιναν στη διάρκεια της επίγειας ζωής Του, όλων αυτών στα οποία θεμελιώθηκε η σωτηρία μας. Άκουσαν, είδαν, συμμετείχαν στην Αλήθεια. Ήταν οι πρώτοι που μπήκαν στο πλοίο της σωτηρίας, για να γλιτώσουν από τον κατακλυσμό της αμαρτίας και να μπορέσουν να βάλουν κι άλλους στο πλοίο για να τους σώσουν. Ο νούς τους απαλλάχτηκε από την υπερηφάνεια κι οι καρδιές τους καθαρίστηκαν από τα πάθη. Ο ίδιος ο Κύριος τους διαβεβαίωσε γι’ αυτό: «ήδη υμείς καθαροί εστε διά τον λόγον ον λελάληκα υμίν» (Ιωάν. ιε’ 3). Κι ήταν μάρτυρες όχι μόνο των εξωτερικών πραγμάτων, που μπορούσαν να δούν, ν’ ακούσουν, να ερευνήσουν και ν’ αγγίξουν σχετικά με το λόγο του Θεού. Ήταν μάρτυρες και της εσωτερικής αναγέννησης και ανακαίνισης του ανθρώπου, με τη μετάνοια και την κάθαρση από την αμαρτία. Το ευαγγέλιο δεν ανοίχτηκε μόνο μπροστά στα μάτια και τ’ αυτιά τους, αλλά και μέσα τους, στην καρδιά και το νού τους. Στα τρία χρόνια που ήταν μαθητές του Χριστού, στην καρδιά και το νού τους έγινε ολόκληρη επανάσταση.
Η επανάσταση αυτή συνίστατο στην οδυνηρή διαδικασία θανάτου του παλαιού ανθρώπου, και στην ακόμα πιο οδυνηρή γέννηση μέσα τους του νέου, του καινού άνθρωπου. Πόσους νεκρικούς πόνους δοκίμασε η ψυχή τους ωσότου αναγεννηθούν, φωτιστούν και μπορέσουν τελικά ν’ αναφωνήσουν: «ημείς οίδαμεν ότι μεταβεβήκαμεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Α’ Ιωάν. γ’ 14); Πόσος χρόνος, πόσος κόπος, πόση αμφιβολία, φόβος, αγωνία, περιπλάνηση και έρευνα, ώσπου να γίνουν αληθινοί και πιστοί μάρτυρες των σωματικών παθών, του θανάτου και της Ανάστασης του Κυρίου Ιησού, καθώς και των δικών τους πνευματικών παθών, του θανάτου και της ανάστασής τους; Εκείνο τον καιρό βέβαια οι απόστολοι δεν ήταν αρκετά ώριμοι και πνευματικά σταθεροί.
Γι’ αυτό και ο Κύριος συνέχισε να τους καθοδηγεί σαν παιδιά και να τους ενθαρρύνει τη στιγμή του χωρισμού με τα λόγια: «Ουκ αφήσω υμάς ορφανούς» (Ιωάν. ιδ’ 18). Γι’ αυτό κι έμεινε μαζί τους σαράντα μέρες μετά την Ανάστασή Του «οις και παρέστησεν εαυτόν ζώντα μετά το παθείν αυτόν εν πολλοίς τεκμηρίοις, δι᾿ ημερών τεσσαράκοντα οπτανόμενος αυτοίς και λέγων τα περί της βασιλείας του Θεού» (Πραξ. α’ 3). Και τελικά τους υποσχέθηκε να τους στείλει το Άγιο Πνεύμα, δύναμιν εξ ύψους.
«᾿Εξήγαγε δε αυτούς έξω έως εις Βηθανίαν, και επάρας τας χείρας αυτού ευλόγησεν αυτούς. και εγένετο εν τω ευλογείν αυτόν αυτούς διέστη απ᾿ αυτών και ανεφέρετο εις τον ουρανόν». (Λουκ. κδ’ 50-51). Τι μεγαλειώδης, τι συγκινητική αναχώρηση από τη γη! Εκεί στην άκρη του Όρους των Ελαιών, με θέα το λόφο όπου ο νεκρός Λάζαρος αναστήθηκε και ξαναγύρισε στην πρόσκαιρη αυτή ζωή, ο αναστημένος Κύριος αναλήφθηκε στα άπειρα ύψη της αιώνιας ζωής. Αναλήφθηκε στον ουρανό, όχι στ’ άστρα, μα πάνω απ’ αυτά. Δεν πήγε κοντά στους αγγέλους, αλλά πάνω απ’ αυτούς, πάνω από τις ουράνιες δυνάμεις, πάνω από τους χορούς των αθανάτων κι ουράνιων υπάρξεων, πάνω απ’ όλα τα παραδείσια ενδιαιτήματα των αγγέλων και των αγίων.
Αναλήφθηκε ψηλά, εκεί που δεν τον φτάνουν τα μάτια των Χερουβίμ, στο θρόνο του Ουράνιου Πατέρα, στο μυστικό θυσιαστήριο της Αγίας και Ζωοποιού Τριάδος. Τα μέτρα που έχουν αυτά τα ύψη δεν υπάρχουν στο δημιουργημένο κόσμο. Το μόνο συγκρίσιμο μέγεθος ίσως είναι το βάθος όπου έριξε η υπερηφάνεια τον Εωσφόρο, ο οποίος αποστάτησε από τον Θεό. Το βάθος όπου ο Εωσφόρος θέλει να ρίξει ολόκληρο το ανθρώπινο γένος.
Ο Κύριος Ιησούς μας έσωσε από τον ατέλειωτο αυτό όλεθρο. Κι αντί για τα βάθη της αβύσσου, μας ανάστησε στα θεία ύψη του ουρανού. Για δυό λόγους μας ανάστησε: Πρώτο επειδή ο ίδιος αναστήθηκε ως άνθρωπος κατά σάρκα, όπως είμαστε κι εμείς· και δεύτερο επειδή δεν αναστήθηκε για δική Του χάρη αλλά για μας, για να μας ανοίξει το δρόμο της ειρήνευσης με τον Θεό. Αναλήφθηκε με το αναστημένο σώμα Του, εκείνο που οι άνθρωποι είχαν σκοτώσει κι είχαν θάψει στη γη. Τους ευλόγησε με τα χέρια Του, που έφεραν τα σημάδια από τα καρφιά.
Ευλογημένε, πολυεύσπλαχνε Κύριε, πόσο μεγάλο είναι το έλεός Σου! Η ιστορία της έλευσής Σου στον κόσμο ξεκίνησε με ευλογία και τελειώνει με ευλογία. Όταν ο αρχάγγελος Γαβριήλ ανάγγειλε την ελευσή Σου στον κόσμο, χαιρέτησε την Παναγία Μητέρα Σου με τα λόγια: «Χαίρε, κεχαριτωμένη… ευλογημένη συ εν γυναιξί!» (Λουκ. α’ 28). Τώρα που αποχαιρετάς εκείνους που πίστεψαν σε Σένα, άνοιξες διάπλατα τα χέρια Σου και τους έδωσες την ευλογία Σου. Ω, υπερευλογημένε! Ω, Πηγή κάθε ευλογίας! Ευλόγησε και μας, όπως ευλόγησες τους αποστόλους Σου!
«Και ως ατενίζοντες ήσαν εις τον ουρανόν πορευομένου αυτού, και ιδού άνδρες δύο παρειστήκεισαν αυτοίς εν εσθήτι λευκή, οι και είπον· άνδρες Γαλιλαίοι, τι εστήκατε εμβλέποντες εις τον ουρανόν; ούτος ο ᾿Ιησούς ο αναληφθείς αφ᾿ υμών εις τον ουρανόν, ούτως ελεύσεται, ον τρόπον εθεάσασθε αυτόν πορευόμενον εις τον ουρανόν» (Πραξ. α’ 10-11). Οι δυό άνθρωποι που ήταν ντυμένοι εν εσθήτι λευκή, είναι δυό από τις αόρατες χορείες αγγέλων που συνόδευσαν τον Κύριό τους από τη γη στον ουρανό, όπως τον είχαν συνοδεύσει νωρίτερα από τον ουρανό στη γη, όταν έγινε η σύλληψή Του στη Ναζαρέτ κι η Γέννησή Του στη Βηθλεέμ. Στην Ανάληψη δυό απ’αυτούς με την πρόνοια του Θεού έγιναν ορατοί στα μάτια των ανθρώπων, για να δώσουν ένα μήνυμα στους μαθητές.
Το μήνυμα αυτό ήταν ζωτικής σημασίας γι’ αυτούς, απαραίτητο, για να μη νιώσουν μόνοι τους κι εγκαταλελειμμένοι μετά την αναχώρηση του Σωτήρα μας· «ούτος ο ᾿Ιησούς ο αναληφθείς αφ᾿ υμών εις τον ουρανόν, ούτως ελεύσεται, ον τρόπον εθεάσασθε αυτόν πορευόμενον εις τον ουρανόν, ούτως ελεύσεται». Αυτό είναι το μήνυμα που έστειλε ο Χριστός στους μαθητές μέσω των δύο αγγέλων Του.
Βλέπεις το μεγαλείο της αγάπης του Χριστού για τους ανθρώπους; Ακόμα και την ώρα της Ανάληψής Του στους ουρανούς, στο θρόνο της δόξας του τριαδικού Θεού, δεν ασχολήθηκε με τον εαυτό Του η με τη δόξα Του, μετά τις ταπεινώσεις που δέχτηκε, ούτε ν’ αναπαυτεί μετά το βαρύ έργο που έκανε όσο ζούσε στην επίγεια ζωή, αλλά με τους μαθητές Του, που έμειναν πίσω στη γη. Αν και τους είχε συμβουλεύσει πολύ ο ίδιος και τους είχε ενθαρρύνει, τους στέλνει και τους αγγέλους Του για να τους παρηγορήσει περισσότερο και να τους χαροποιήσει. Μ’ όλο που είχε υποσχεθεί πως θα τους στείλει το Άγιο Πνεύμα, τον Παράκλητο, αν και τους είχε πεί πως «ουκ αφήσω υμάς ορφανούς· έρχομαι προς υμάς» (Ιωάν. ιδ’ 18), ο ίδιος κάνει τώρα στην πράξη κάτι περισσότερο απ’ όσα είχε υποσχεθεί: τους φανερώνει αγγέλους από τον ουρανό, τους υπηρέτες κι αγγελιοφόρους Του, πρώτον για να τους πείσει για την εξουσία Του και δεύτερον για ν’ ανανεώσει με τα χείλη των αγγέλων την υπόσχεσή Του πως θα έρθει πάλι κοντά τους.
Το σκοτάδι της άγνοιας σκορπάει φόβο και σύγχυση στην ψυχή. Το φως της γνώσης της αλήθειας παρέχει χαρά, δημιουργεί δύναμη και πίστη. Οι μαθητές βρίσκονταν σε σύγχυση και φόβο όταν ο Κύριος τους μιλούσε για το θάνατο και την Ανάστασή Του. Όταν όμως τον είδαν ζωντανό, αναστημένο, είχαν χαρά μεγάλη. Οι μαθητές θα πρέπει να ξαναβρέθηκαν σε σύγχυση και φόβο, όταν ο Κύριος τους μίλησε για την Ανάληψή Του στους ουρανούς και τον αποχωρισμό τους. Όταν αυτό όμως έγινε μπροστά στα μάτια τους, όπως το είχε προφητέψει, τότε γύρισαν μετά χαράς μεγάλης. Ο φόβος τους εξαφανίστηκε, η αμφιβολία τους διαλύθηκε, η σύγχυση τους εγκατέλειψε. Και τη θέση όλων αυτών πήρε η βεβαιότητα, μια θαυμάσια και ολοφώτεινη βεβαιότητα. Κι από τη βεβαιότητα αυτή προέκυψε δύναμη και χαρά. Βεβαιώθηκαν πως ο Κύριος και Διδάσκαλός τους είχε έρθει από τον ουρανό, αφού τώρα αναλήφθηκε στον ουρανό. πως τον έστειλε ο Πατέρας, αφού τώρα γύρισε στον Πατέρα. Πως ήταν και είναι στη γη, αφού άγγελοι τον συνοδεύουν και κάνουν το θέλημά Του. Με τη βεβαιότητα αυτή είχε συνδεθεί τώρα κι η βέβαιη πίστη τους πως θα ξανά ‘ρθει, τώρα όμως με δόξα και δύναμη, όπως τους είχε πεί πολλές φορές. Κι οι άγγελοι τώρα επανέλαβαν την υπόσχεσή Του. Γι’ αυτούς λοιπόν δεν έμενε τίποτ’ άλλο, παρά να τηρήσουν τις εντολές Του με ζήλο και θέρμη. Τους έδωσε εντολή να μείνουν στην Ιερουσαλήμ και να περιμένουν δύναμιν εξ ύψους. Κι εκείνοι γύρισαν στην Ιερουσαλήμ με μεγάλη και δικαιολογημένη χαρά, αλλά και με μεγάλη πίστη πως η δύναμις εξ ύψους θα τους επισκεφτεί.
«Και ήσαν διά παντός εν τω Ιερώ αινούντες και ευλογούντες τον Θεόν» (Λουκ. κδ’ 53). Σ’ άλλο σημείο αναφέρεται πως συνέχισαν όλοι ομοθυμαδόν να προσκαρτερούν στην προσευχή (Πραξ. α’ 14). Μετά απ’ όλα όσα είχαν δεί κι είχαν διδαχτεί, δεν μπορούσαν να κρατήσουν το νού τους μακριά από τον Κύριο, που αναλήφθηκε μπροστά στα μάτια τους, μα που ακριβώς γι’ αυτό το λόγο είχε μπεί μέσα στις ψυχές τους. Είχε ενοικήσει στην καρδιά τους με δύναμη και δόξα, κι εκείνοι αἰνοῦσαν διαρκῶς καὶ δοξολογοῦσαν τὸν Κύριο.
Ο Κύριος γύρισε κοντά τους πολύ πιο γρήγορα απ’ ο,τι περίμεναν. Δεν είχε έρθει ορατός, για να τον δούν τα σωματικά μάτια, μα είχε κατοικήσει μέσα τους, είχε μπεί στην ψυχή τους. Μα δεν είχε έρθει μόνος Του στην ψυχή τους, αλλά μαζί με τον Πατέρα, αφού ο Κύριος είχε πεί για όλους όσοι τον αγαπούν: «(Εγώ) και ο πατήρ μου… προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσωμεν» (Ιωάν. ιδ’ 23). Εκείνο που έμενε, ήταν να έρθει το Άγιο Πνεύμα και να κατοικήσει μέσα τους, για να τους κάνει τέλειους άντρες, στους οποίους ανακαινίζεται η εικόνα και η ομοίωση του Τριαδικού Θεού. Αυτό έπρεπε να περιμένουν στην Ιερουσαλήμ. Να περιμένουν ωσότου πραγματοποιηθεί.
Δέκα μέρες αργότερα κατέβηκε το Άγιο Πνεύμα, η δύναμις εξ ύψους, στην πρώτη αυτή χριστιανική Εκκλησία, για να μην εγκαταλείψει ποτέ την Εκκλησία του Χριστού μέχρι σήμερα και μέχρι τη συντέλεια του κόσμου.
Αινούμε κι ευλογούμε τον Κύριο, γιατί με την Ανάληψή Του φώτισε το νού μας για να δούμε το δρόμο και τον προορισμό της ζωής μας. Αινούμε κι ευλογούμε τον Πατέρα, που με την αγάπη Του ανταποκρίνεται στην αγάπη μας προς τον Υιό και ενοικεί, μαζί με τον Υιό, σε όλους εκείνους που ομολογούν και τηρούν τις εντολές Του. Έχουμε διαρκώς τον Πατέρα και τον Υιό στο νού μας, τους
αινούμε και τους ευλογούμε όπως έκαναν οι απόστολοι στην Ιερουσαλήμ κι αναμένουμε το Άγιο Πνεύμα, τον Παράκλητο, να έρθει και σε μας. Περιμένουμε Εκείνον που μας επισκιάζει όλους στο βάπτισμα, αλλά αποσύρεται όταν αμαρτάνουμε.
Είθε ν’ ανακαινιστεί μέσα μας ο πρώτος άνθρωπος, ο ουράνιος. Είθε κι εμεί μαζί με τους αποστόλους να αινούμε και να ευλογούμε τον αναληφθέντα στους ουρανούς Κύριο Ιησού Χριστό, στον Οποίο πρέπει κάθε δόξα και ύμνος, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
(Από το βιβλίο: “Αναστάσεως Ημέρα”, εκδ. Πέτρου Μπότση)