ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΛΑΝΑΣ: Ο Άγιος Νικόλαος Πλανάς είναι ένας μεγάλος άγιος της Εκκλησίας μας, ένα πρότυπο ολοκληρωμένου ανθρώπου, ο οποίος, μπορεί να γίνει οδηγός μας στους ασέληνους δύσκολους καιρούς που διανύουμε.
Θα προσπαθήσω στις γραμμές που ακολουθούν, να παρουσιάσω τις πτυχές εκείνες του μεγάλου άνδρα, που τον καθιστούν γνήσιο φορέα του ελληνορθοδόξου ιδεώδους και ακόμα φορέα του ησυχαστικού και κολλυβαδικού πνεύματος, τα οποία οριοθετούν την γνήσια ορθόδοξη πνευματικότητα. Ιδιαίτερα το κολλυβαδικό κίνημα, όπως είναι γνωστό, μας επανέφερε στις γνήσιες πηγές της Ορθοδοξίας μας και μας απάλλαξε από τις παρείσακτες δυτικές επιδράσεις του σχολαστικισμού, του δικανικού και ευσεβιστικού πνεύματος, που είχαν παρεισφρήσει στην Ορθόδοξη Ανατολή και είχαν αλλοιώσει ως ένα σημείο την ορθόδοξη παράδοσή μας.
Ας αρχίσουμε όμως με το βίο του αγίου. Γεννήθηκε στην αγιοτόκο Νάξο στα 1851. Γονείς του ο Καπετάν Γιάννης και η υπέροχη Αυγουστίνα, εύποροι και ευσεβείς. Είχαν ιδιόκτητο καΐκι, το οποίο πήγαινε στη Σμύρνη, στην Κωνσταντινούπολη και ως την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ενέπνευσαν στον Νικόλαο την άδολη και απλοϊκή ορθόδοξη πίστη, η οποία έχει πολύ μεγαλύτερη αξία από όλες τις ακαδημαϊκές περγαμηνές και τίτλους. Το μικρό ιδιόκτητο εκκλησάκι του αγίου Νικολάου στο κτήμα τους είχε γίνει το δεύτερο σπίτι για τον μικρό Νικόλαο. Του άρεσε να παίζει τον παπά.
Έβαζε ένα σεντόνι για φελόνι και έκανε λειτουργία. Έψελνε τόσο κατανυκτικά και μελωδικά που σταματούσαν οι διαβάτες να τον ακούσουν και να ευφρανθούν!
Πρότυπό του και πρώτος του δάσκαλος ο παππούς του, πατέρας της μητέρας του, σεβάσμιος και ευσεβής ιερέας Γεώργιος Μελισσουργός. Πρώτο του αναγνωστικό το Ψαλτήρι και τα άλλα εκκλησιαστικά βιβλία. Από μικρός βοηθούσε τον ιερέα παππού του στα ιερατικά του καθήκοντα. Εκείνος τον μύησε στην ευλάβεια και το δέος του Ιερού Βήματος. Εκείνος του ενέπνευσε την αγάπη για το Θεό, το αίσθημα της αφοσίωσης σε Εκείνον, την ιερότητα της προσευχής, την υποχρέωση της ακρίβειας τελέσεως των Ιερών Μυστηρίων και των ιερών ακολουθιών.
Του ενέπνευσε επίσης την απλότητα και την ταπείνωση, όπως και την αγάπη και το σεβασμό προς όλους ανεξάρτητα τους ανθρώπους. Ιδιαίτερα τον έμαθε να αγαπά τους ενδεείς και όσους βρίσκονται σε θλίψεις.
Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών πέθανε ο πατέρας του. Η χήρα μητέρα του πήρε το Νικόλαο και την αδελφή του και ήρθαν να ζήσουν στην Αθήνα στην περιοχή του αγίου Παντελεήμονος Ιλισσού, όπου υπήρχαν πολλοί Ναξιώτες. Μοιράστηκε με την αδελφή του την πατρική περιουσία, αλλά ο ίδιος είχε βάλλει ενέχυρο το μερίδιό του και για τούτο έμεινε φτωχός σε όλη του τη ζωή.
Σε ηλικία δεκαεπτά ετών νυμφεύτηκε τη σεμνή νέα Ελένη Προβελέγγιου από τα Κύθηρα, κατόπιν πιέσεως της μητέρας του. Από αυτόν τον γάμο απέκτησε έναν γιο, ονόματι Ιωάννη. Αλλά σύντομα αρρώστησε και πέθανε η σύζυγός του. Διακατέχονταν από σφοδρό πόθο να υπηρετήσει την Εκκλησία. Ο Θεός τον αξίωσε να εισέλθει στο Άγιο Θυσιαστήριο. Στις 28 Ιουλίου του 1879 χειροτονήθηκε διάκονος στο ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Πλάκας και στις 2 Μαρτίου 1885 πρεσβύτερος στο ναό του Αγίου Παντελεήμονος Ιλισσού, όπου τοποθετήθηκε εφημέριος, και να εξυπηρετεί και το ναό του Αγίου Ιωάννου Κυνηγού, της οδού Βουλιαγμένης, όπου την εποχή εκείνη η περιοχή ήταν αμπέλια και στάνες και όπου ζούσαν μόνο οκτώ οικογένειες βοσκών.
Παράλληλα εξυπηρετούσε και το μικρό παρεκκλήσι του Αγίου Ελισσαίου στο σημερινό Μοναστηράκι, όπου λειτουργούσε καθημερινά και με περισσή ευλάβεια και θείο ζήλο, έχοντας ως ψάλτες τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη.
Ο Παπα-Νικόλας Πλανάς δεν άργησε να φημισθεί ως ένας από τους πλέον ενάρετους κληρικούς της Αττικής. Η ευλάβειά του, η καλοσύνη του, η ταπεινοφροσύνη του, η ανεξικακία του, η συχγωρητικότητά του, η απλότητά του, ο γλυκύς και πράος λόγος του, η συμπόνια του για τους υποφέροντες, η αφιλαργυρία του, το ακτινοβόλο πρόσωπό του έκανε τους Αθηναίους να τον αγαπήσουν και να τον σέβονται.
Προπάντων όμως τους ενθουσίαζε η αγάπη του για το Θεό και η σχολαστικότητά του και η ιεροπρέπειά του στη Θεία Λατρεία. Όταν λειτουργούσε έχανε την αίσθηση ότι βρισκόταν στη γη, αλλά ότι βρισκόταν στο ουράνιο θυσιαστήριο του Υψίστου και λειτουργούσε με τους αγίους και τους αγγέλους. Ήταν τόσο μεταρσιωμένος που δεν μπορούσε πολλές φορές να συνεννοηθεί με τους βοηθούς του κατά την ώρα της Θείας Λατρείας!
Ήταν ολιγογράμματος, έκανε φραστικά λάθη στα αναγνώσματα, αλλά όχι και στις ευχές που τις είχε μάθει σωστά από μνήμης. Τα ακούσια φραστικά του λάθη όχι μόνο τα συγχωρούσε το εκκλησίασμα, αλλά τους ευχαριστούσαν κιόλας, διότι τα είχαν συνδυάσει με τον άδολο και απλοϊκό χαρακτήρα του. Η μεγαλύτερή του ευχαρίστηση ήταν οι ολονυχτίες, οι οποίες εκτείνονταν ως τις πρώτες πρωινές ώρες, όπου σπάνια καθόταν, αλλά στέκονταν όρθιος μπροστά στην Αγία Τράπεζα προσευχόμενος. Ζούσε για να λειτουργεί.
Ο ναός ήταν το πραγματικό του σπίτι. Τις ιερές ακολουθίες τις θεωρούσε ως πρώτιστη υποχρέωσή του για την αέναη δοξολογία του Θεού, διότι ζούσε ο μακάριος εκείνος άνδρας την συνεχή παρουσία Του στη ζωή του και γεύονταν ακατάπαυστα τις θείες δωρεές Του! Αλλά τις ιερές ακολουθίες του ναού τις συνέχιζε και στο φτωχικό του σπίτι. Η προσωπική προσευχή του ήταν ατέλειωτη. Ολόκληρη η ζωή του ήταν προσευχή και δοξολογία στο Θεό. Δεν υπήρχε χρόνος κενός στην καθημερινότητά του, που να μην μνημονεύει το όνομα του Θεού, να μην δοξολογεί το άγιο όνομά Του, να μην Τον ευχαριστεί και να μην δέεται για όλους τους ανθρώπους και τελευταία για τον εαυτό του.
Παράλληλα προσπαθούσε να απαλύνει τον πόνο, τα βάσανα, τις θλίψεις και τη φτώχεια των βασανισμένων, αρρώστων και ενδεών ανθρώπων. Ο ασθενικός και αφιλοχρήματος εκείνος άνδρας έβρισκε το σθένος μα και τα υλικά μέσα, για να ανακουφίσει όσους υποφέρουν. Ό, τι του έδιναν για να επιβιώσει ο ίδιος, διότι την εποχή εκείνη δεν μισθοδοτούνταν οι κληρικοί, εκείνος το έδινε στους φτωχούς. Είναι βεβαιωμένο πως μισθοδοτούσε έντεκα οικογένειες χηρών και ορφανών.
Τους βοηθούσε μέχρι να γίνουν τα ορφανά δεκατεσσάρων ετών. Ο ίδιος ήταν λιτός και ασκητικός. Νήστευε όλες τις σαρακοστές της Εκκλησίας, ακόμη και όταν ήταν άρρωστος δεν κατάλυε το λάδι. Το περίσσευμα από τις νηστείες του το εξοικονομούσε για τους φτωχούς. Η μεγαλύτερή του χαρά ήταν όταν ελεούσε και έβλεπε χαρά στα πρόσωπα των φτωχών.
Ο παπα- Νικόλας Πλανάς αξιώθηκε από το Θεό να φέρει τα σημεία της αγιότητας και ενώ όσου ζούσε, για τα οποία ποτέ του δεν καυχήθηκε. Υπάρχουν πάμπολλες μαρτυρίες για θαύματα που έκανε εν τη ζωή. Θεράπευσε ασθενείς, έβγαλε δαιμόνια από δαιμονισμένους, προφήτευε τα μέλλοντα. Ήταν ολοφάνερο πως η χάρις του Θεού δρούσε μέσω του αγιασμένου του προσώπου. Αλλά είχε και το χάρισμα του παρηγορητή. Χιλιάδες άνθρωποι μορφωμένοι και αμόρφωτοι, επιστήμονες και αγράμματοι έτρεχαν να πάρουν τη σοφή συμβουλή του σε δύσκολα και δυσεπίλυτα προβλήματα.
Ο έχων τη θεία φώτιση παπα- Νικόλας έδινε τη λύση και καθοδηγούσε κάθε απελπισμένο και πονεμένο από τα χτυπήματα της ζωής. Ο ίδιος δεν σπούδασε σε πανεπιστήμια και ανώτερα σχολεία, ή Γυμνάσια, Λύκεια και Εκκλησιαστικές Σχολές για να αποκομίσει κοσμική σοφία. Δε γνωρίζουμε αν φοίτησε καν στο Ελληνικό λεγόμενο Σχολείο της εποχής του. Ήταν όπως προαναφέραμε ολιγογράμματος, αλλά του δωρίθηκε, από τον Πατέρα των Φώτων, η θεία σοφία, η οποία είναι ασύγκριτα ανώτερη από την ανθρώπινη σοφία. Διέθετε ως εκλεκτό δοχείο της χάριτος του Θεού, τον φωτισμό του Παναγίου Πνεύματος.
Για πενήντα και πλέον χρόνια υπηρέτησε με συνέπεια, ευλάβεια και φόβο Θεού το Ιερό Θυσιαστήριο και ταυτόχρονα το λαό του Θεού. Ο προσωπικός του αγώνας, οι θυσίες και οι κόποι του ιερατικού και ποιμαντικού του έργου έφθειραν το λεπτοκαμωμένο σώμα του αγίου κληρικού. Η φυσική φθορά της ανθρώπινης φύσης έφερε τον παπα- Νικόλα στο τέρμα του επί γης βίου του. Ήταν Κυριακή του Ασώτου, 28 Φεβρουαρίου 1932 όταν τέλεσε τη Θεία Λειτουργία για τελευταία φορά.
Λίγο πριν τελειώσει η Θεία Λειτουργία, ένοιωσε αδιαθεσία και έπεσε λιπόθυμος. Έντρομοι οι πιστοί τον σήκωσαν, τον συνέφεραν και τον μετέφεραν στο φτωχικό του σπίτι. Αλλά παρ’ όλες τις φροντίδες των αφοσιωμένων σε εκείνον πιστών άφησε την τελευταία του πνοή στις 2 Μαρτίου του ιδίου έτους. Πριν παραδώσει την αγιασμένη ψυχή του στον Κύριο που τόσο αγάπησε στη ζωή του και υπηρέτησε πιστά, έκαμε το σημείο του Τιμίου Σταυρού και ψιθύρισε το λόγιο του αποστόλου Παύλου: «τον δρόμον τετέλεκα» και ακόμη: «Δόξα σοι ο Θεός».
Ευλόγησε με το ασθενικό και αγιασμένο χέρι του τους παρισταμένους ψελλίζοντας: «η Θεία Χάρη να σας ευλογεί» και έκλεισε τα κουρασμένα σωματικά του μάτια για πάντα, ενώ η ψυχή του φτερούγησε στον ουρανό για να τελεί εκεί αέναα την αγαπημένη του Λειτουργία στον Ύψιστο, αντάμα με τους αγγέλους και τους αγίους. Άφησε την Στρατευομένη Εκκλησία, την οποία υπηρέτησε με συνέπεια σε όλη του τη ζωή και συντάχτηκε στην Θριαμβεύουσα!
Το θλιβερό μαντάτο της κοιμήσεως του αγαπημένου στους Αθηναίους ιερέα, τους γέμισε θλίψη, διότι αισθάνθηκαν το μεγάλο πνευματικό κενό, που άφησε η αναχώρησή του στους ουρανούς. Το τίμιο σκήνωμά του τέθηκε για λαϊκό προσκύνημα στον ιερό ναό του Αγίου Ιωάννη Βουλιαγμένης, όπου εφημέρευε.
Αναρίθμητα πλήθη πιστών από όλη την Αττική, και όχι μόνο, στεκόταν ώρες στη σειρά, με δάκρυα στα μάτια, για να ασπασθούν την αγιασμένη δεξιά του χείρα, να πάρουν την ευχή του και να αγιαστούν. Σύσσωμο το ιερατείο, με επικεφαλής τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, και τα αναρίθμητα πλήθη των πιστών, έγινε πάνδημη κηδεία.
Η μνήμη του πιστού λαού δεν έσβησε ποτέ για τον παπα- Νικόλα Πλανά, τον οποίο θεωρούσε άγιο εξ’ αρχής. Κορυφαίοι λογοτέχνες αναμόχλευσαν την ιερή του μνήμη, όπως ο Παπαδιαμάντης, ο Κωστής Μπαστιάς και ο Φώτης Κόντογλου. Το 1992 η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ύστερα από πρόταση του επιχώριου επισκόπου κ. Αμβροσίου, έκαμε την επίσημη αγιοκατάταξή του, κατ’ απαίτηση και φανέρωση του εκκλησιαστικού αισθήματος.
Διότι για μας τους Ορθοδόξους η πράξη αγιοκατάταξης εκφράζει την αυτοσυνειδησία του λαού του Θεού. Εν προκειμένω: ο λαός ζήτησε και η Μητέρα Εκκλησία αποφάνθηκε για την αγιότητα του παπα- Νικόλα. Κατατάχτηκε στο αγιολόγιο ως Άγιος Νικόλαος Πλανάς και η μνήμη του εορτάζεται στις 2 Μαρτίου, την ημέρα της οσιακής του κοίμησης. Την ίδια χρονιά στις 29 Αυγούστου του 1992 έγινε εκταφή των ιερών του λειψάνων, τα οποία τοποθετήθηκαν σε αργυρή λάρνακα και τοποθετήθηκαν στο δεξιό κλίτος του Ιερού Ναού Αγίου Ιωάννου Βουλιαγμένης, για την προσκύνηση των πιστών και τον αγιασμό τους, και τα οποία θαυματουργούν.
Ο μακαριστός δε μητροπολίτης Πατρών Νικόδημος Βαλινδράς, υμνογράφος και μουσουργός, συνέθεσε την ασματική του ακολουθία.
Αυτός υπήρξε ο Άγιος Νικόλαος Πλανάς, το αγιασμένο τέκνο της αγιοτόκου νήσου Νάξου. Ο γνήσιος εργάτης της νοητού αμπέλου του Θεού. Ο άδολος άνθρωπος, ο οποίος, όπως λένε οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, «διέσωσε το κατ’ εικόνα». Το ζωντανό παράδειγμα για μας τους σύγχρονους ορθοδόξους Έλληνες, ο ζωντανός οδοδείκτης για την πνευματική μας πορεία.
Είδαμε εν συντομία τον αγιασμένο βίο του Αγίου Νικολάου Πλανά. Ας δούμε τώρα τις πνευματικές του καταβολές, τις οποίες ενστερνίστηκε και αξιώθηκε μιας τέτοιας αγίας ζωής και μιας υποδειγματικής ποιμαντικής διακονίας, εφάμιλλη των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας μας.
Αναφέραμε και παραπάνω ότι ο Άγιος Νικόλαος Πλανάς υπήρξε ο ενσαρκωτής του κολυβαδικού κινήματος. Για να καταλάβουμε σε ποιο σημείο τον επηρέασε, καλό είναι να αναφέρουμε λίγα στοιχεία γι’ αυτό. Ας μη λησμονούμε ότι ένας από τους πρωτεργάτες αυτού του σημαντικού πνευματικού κινήματος υπήρξε ο επίσης μεγάλος Ναξιώτης Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, τον οποίο σέβονταν και ευλαβούνταν ιδιαιτέρως ο Άγιος Νικόλαος Πλανάς.
Κολλυβαδικό κίνημα ονομάζεται η μεγάλη πνευματική αναγέννηση που συντελέστηκε στο χώρο της Ορθόδοξης Ελλάδας κατά τον 18ο και συνεχίστηκε και το 19ο αιώνα. Κολλυβάδες αποκαλούσαν ειρωνικά τους πρωτεργάτες αυτού του κινήματος, οι αντίπαλοί του, το οποίο ξεκίνησε από την αντίδρασή τους να μην τελούνται τα ιερά μνημόσυνα την χαρμόσυνη ημέρα της Κυριακής, αλλά το Σάββατο, που είναι αφιερωμένο στους κεκοιμημένους. Σύντομα πήρε μεγάλη έκταση. Συνοδεύτηκε με την επιστροφή στη διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, με την έκδοση των έργων τους.
Με την επιστροφή στη γνήσια ορθόδοξη λατρεία. Με την προτροπή για συχνή Θεία Κοινωνία των λαϊκών. Κι όλα αυτά διότι η Εκκλησία μας τη σκοτεινή εκείνη εποχή βρισκόταν υπό τριπλή κατοχή, ήτοι: τη βάρβαρη και απάνθρωπη ισλαμική εξουσία των κατακτητών Οθωμανών, την απίστευτη εισβολή των δυτικών μισιοναρίων (παπικών και προτεσταντών), οι οποίοι με την ανοχή των τούρκων και διαθέτοντας τεράστια ποσά, εκλατίνιζαν και εκπροτεστάντιζαν συστηματικά τους Ορθοδόξους ραγιάδες, και τέλος, η εισβολή των άθεων γραμμάτων, του ορθολογισμού και γενικά του άθεου ουμανισμού, από τους φραγκοσπουδαγμένους Έλληνες, οι οποίοι επιχειρούσαν να αφαιρέσουν το Θεό, την ευλάβεια και την ορθόδοξη πίστη από τις ψυχές των υποδούλων Ορθοδόξων.
Οι Κολλυβάδες, με επικεφαλής τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, τον Άγιο Μακάριο Νοταρά, τον Άγιο Αθανάσιο Πάριο, τον Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη και τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, πρόβαλαν ισχυρή αντίσταση προς αυτές τις προκλήσεις και πρόβαλαν την γνήσια ορθόδοξη παράδοση. Αυτή η παράδοση πέρασε στον κλήρο και το λαό και διέσωσε την ορθόδοξη αυτοσυνειδησία μας. Το κολλυβαδικό κίνημα είχε βαθύτατες ελληνορθόδοξες ρίζες κι’ αυτό φαίνεται στα έργα των κολλυβάδων, προωθώντας το τρίπτυχο α) γνήσια ορθόδοξη πίστη, β) ελληνορθόδοξη παιδεία, γ) ελληνορθόδοξο τρόπο ζωής.
Οι αρχές και οι επιδιώξεις του κολλυβαδικού κινήματος έγιναν δεκτές από τον ελληνικό ορθόδοξο λαό. και στους αγωνιστές της Εθνικής μας Παλιγγενεσίας. Αυτές τις αρχές εξέφραζε ο Μακρυγιάννης, ο Κολοκοτρώνης, ο Κανάρης, ο Καραϊσκάκης, ο Παπαφλέσσας, η Μπουμπουλίνα, κ.α. Αυτές τις αρχές ενστερνίστηκαν οι πρωτεργάτες της «Φιλορθοδόξου Εταιρείας» (Κοσμάς Φλαμιάτος, Κωνσταντίνος Οικονόμου, Χριστόφορος Παπουλάκος, κ.α.), οι οποίοι αγωνίστηκαν κατά της νέας μορφής σκλαβιάς του λαού μας, που προωθούσαν οι άθεοι «διαβασμένοι» της Εσπερίας και είχαν ταυτιστεί με την βαυαροκρατία, η οποία επιχειρούσε να αφαιρέσει και τα τελευταία ψήγματα της ορθοδόξου παραδόσεώς μας. Αυτές τις αρχές εξέφρασαν αργότερα και οι μεγάλοι λογοτέχνες μας Α. Παπαδιαμάντης και Α. Μωραϊτίδης.
Αυτές τις αρχές ενστερνίστηκε και ο Άγιος Νικόλαος Πλανάς. Δεν είναι άσχετο το γεγονός ότι είχαν κοινή καταγωγή μαζί με τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη. Ο μεγάλος αυτός άνδρας είχε ισχυρούς δεσμούς με τη Νάξο, όπου διοχέτευσε και εκεί το κολλυβαδικό πνεύμα. Προφανώς ο σεβάσμιος ιερέας Γεώργιος Μελισσουργός, παππούς του παπα- Νικόλα Πλανά, είχε γνωρίσει και διδαχθεί από ανθρώπους που είχαν γνωρίσει τον άγιο Νικόδημο και διδαχθεί από αυτόν.
Είναι σίγουρο, πως ο σεβάσμιος και ευλαβής εκείνος κληρικός, είχε μιλήσει στον εγγονό του, τον μετέπειτα παπα- Νικόλα, για τον Άγιο Νικόδημο και το ανανεωτικό κίνημα που ήρθε από το Άγιο Όρος, για να εκτοπίσει το παρείσακτο δυτικό πνεύμα από την Εκκλησία και να επαναφέρει την ορθόδοξη πατερική παράδοση. Φαίνεται πως ο ιερέας, ακολουθούσε την ανανέωση αυτή και τη μετέδωσε, μαζί με την υπόλοιπη στοιχειώδη εκπαίδευση στον εγγονό του Νικόλαο. Η εμμονή του μικρού του εγγονού να παίζει τον ιερέα και να ψάλλει στο ιδιωτικό τους παρεκκλήσι, φανερώνει τη μύησή του στην ορθόδοξη πνευματικότητα και ιδιαίτερα στην αξία της θείας λατρείας, η οποία, όπως ήδη προαναφέραμε, ήταν βασικό στοιχείο της κολλυβαδικής ανανέωσης.
Μελετώντας με προσοχή το βίο του αγίου Νικολάου Πλανά, είναι εύκολο να διαπιστώσει ο οιοσδήποτε ότι ο απλοϊκός εκείνος λειτουργός ζούσε κυριολεκτικά να λειτουργεί! Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως από τα πενήντα και πλέον χρόνια της ιερατικής του διακονίας το μισό τουλάχιστον χρόνο τον πέρασε μπροστά στην Αγία Τράπεζα λειτουργώντας! Αν προσθέσουμε και τις κατ’ ιδίαν προσευχές του, τότε ολόκληρος ο βίος του ήταν λειτουργικός! Ό, τι δηλαδή υπαγόρευε και πρέσβευε η κολλυβαδική παράδοση, η οποία έθεσε στο περιθώριο το δυτικοφερμένο λειτουργικό τυπικό, το φορμαρισμένο με συγκεκριμένους τύπους, απογυμνωμένο από τη δροσιά της ορθόδοξης πνευματικότητας.
Η μεγάλη χαρά του ήταν οι ολονυχτίες, οι οποίες εκτείνονταν ως τις πρώτες πρωινές ώρες. Εκείνος πάντα όρθιος και δεόμενος μπροστά από το Ιερό Θυσιαστήριο, για 8, 9 ή και 10 ώρες! Η καρέκλα ήταν έπιπλο άχρηστο γι’ αυτόν. Απορούσε το εκκλησίασμα για την αντοχή του αυτή, η οποία δεν είναι εύκολο να εξηγηθεί με ορθολογικά κριτήρια. Ο μακαριστός π. Φιλόθεος Ζερβάκος είχε πει «Τον παπα-Νικόλα άλλη τις ξένη δύναμις τον εβάσταζε: η δύναμις του Θεού, η χάρις του Αγίου Πνεύματος». Αλλά και μετά το πέρας της ολονυχτίας πήγαινε για ολιγόωρο ύπνο και το πρωί της επομένης λειτουργούσε ξανά, ως το μεσημέρι ή και το απόγευμα! Καμιά κόπωση δε διακρίνονταν στο πρόσωπό του, αλλά μια ευδιάκριτη γλυκιά ιλαρότητα και γλυκύτητα. Αξίζει να αναφέρουμε το γεγονός ότι μνημόνευε όλους τους πιστούς, ζωντανούς και κεκοιμημένους σε κάθε Θεία Λατρεία.
Κάθε έναν που γνώριζε τον συμπλήρωνε στα δίπτυχά του, για να τον μνημονεύει εσαεί, κάνοντας ποτέ του διακρίσεις. Τα πολυάριθμα χαρτάκια του τα αποκαλούσε «συμβόλαια γραμμάτια και γραμμάτια» και τα έφερε πάντα μαζί του στις τσέπες του τριμμένου ράσου του.
Αλλά και μετά την μακρόσυρτη ακολουθία δεν πήγαινε στο φτωχικό του να αναπαυθεί, αλλά τον περίμεναν ομάδες πιστών από όλη την Αττική και όχι μόνο, να εξομολογηθούν ή να τον συμβουλευτούν. Μαζί τους, όχι μόνον αγράμματοι ή ολιγογράμματοι πιστοί, αλλά και εγγράμματοι, ακόμα και επιστήμονες ερχόταν να φωτιστούν από τον ολιγογράμματο μεν, αλλά φωτισμένο από το Θεό ιερέα. Και στην εξομολόγηση ακολουθούσε το κολλυβαδικό πνεύμα. Στην εποχή του είχε κυριαρχήσει το δυτικό νομικίστικο και δικανικό πνεύμα, για την έννοια της αμαρτίας και της αφέσεως. Η αμαρτία θεωρούνταν, και θεωρείται στη δυτική χριστιανική παράδοση, παράβαση συγκεκριμένης νομικής διάταξης, η οποία διαταράσσει τη θεία δικαιοσύνη, και η οποία πρέπει να ικανοποιηθεί με συγκεκριμένη ποινή για να λάβει έτσι την άφεση ο εξομολογούμενος. Αυτά όμως ήταν άγνωστα για τον παπα- Νικόλα Πλανά. Ως φορέας της γνήσιας πατερικής παραδόσεως, την οποία, όπως είπαμε είχαν επαναφέρει οι κολλυβάδες, έβλεπε την αμαρτία, όχι δικανικά, ως παράβαση νόμου, αλλά ως αποτυχία του ανθρωπίνου προσώπου να αυτοπραγματωθεί με τις δικές του δυνατότητες, αυτονομημένος από το Χριστό και το εκκλησιαστικό σώμα. Θεωρούσε τον αμαρτωλό ως πνευματικά ασθενή, ως αποτυχημένο, και έτσι τον αντιμετώπιζε. Όποια αμαρτία, μικρή ή μεγάλη, και αν άκουγε, ουδέποτε ταράσσονταν, πολλώ δε μάλλον θύμωνε, διότι είχε προικισθεί ο ολιγογράμματος εξομολόγος από το Θεό να ανατέμνει με ακρίβεια την ανθρώπινη ψυχή και να βρίσκει το κατάλληλο φάρμακο να τη θεραπεύσει από την ασθένεια της αμαρτίας. Με πατρική στοργή, για το άρρωστο πνευματικά παιδί του, προσπαθούσε να του δείξει την αστοχία του, την αποτυχία του, το λάθος του, το οποίο αν δε δεχόταν τα φάρμακα που του πρότεινε, ίσως αυτό του στοίχιζε την σωτηρία του. Δεν αποθάρρυνε κανέναν, όσο μεγάλος αμαρτωλός και να ήταν, αλλά έδινε στον καθένα την ελπίδα της σωτηρίας δια της ειλικρινούς μετανοίας, που είναι χάρισμα από το Θεό και ουδέποτε ατομική κατάκτηση του καθενός. Σύστηνε την ταπείνωση, την προσευχή, τη συμμετοχή στα Ιερά Μυστήρια και την αγαθοεργία ως μέσα σωτηρίας και ουδέποτε ως αυτοσκοπό για τη σωτηρία. Ουδέποτε έδωσε ελπίδα ότι τα «επιτίμια» είναι ποινές, οι οποίες εξιλεώνουν τον αμαρτωλό, αλλά παιδαγωγικά μέσα, για να αποδεχτεί ο αμαρτωλός της θεία σώζουσα χάρη. Άλλωστε ο ίδιος έβαζε τέτοια «επιτίμια», τα οποία όχι μόνο μπορούσαν να τηρηθούν, αλλά και να συνεφέρουν τον αμαρτωλό. Με διάθεση συμπόνιας και καλοσύνης εικόνιζε τον πατέρα του ασώτου της γνωστής ευαγγελικής παραβολής, στην ψυχή του οποίου δεν υπήρχε χώρος για θυμό και αποκατάσταση κάποιας τρωθείσας αξιοπρέπειας. Άκουγε με προσοχή την εξαγόρευση, προσευχόταν ταυτόχρονα για την πνευματική θεραπεία του εξομολογουμένου και συμβούλευε συνεχώς. Ο κάθε εξομολογούμενος ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση και ως εκ τούτου τον αντιμετώπιζε ανάλογα. Ένα αστεφάνωτο ζευγάρι το οδήγησε στη μετάνοια και στο ιερό μυστήριο. Δε δεχόταν πρόσφορα από γυναίκες που ενέμεναν στην αμαρτία, για να τις συνετίσει, με τον τρόπο αυτό, και σχεδόν πάντα το κατόρθωνε.
Στους πονεμένους και πεφορτισμένους από τις δοκιμασίες του βίου ήταν ο συμπονετικός παρηγορητής και ο σοφός συμβουλάτορας. Η γνώμη του θεωρούνταν σημαίνουσας αξίας και γι’ αυτό έτρεχε πλήθος κόσμου να τον συμβουλευτεί και να εναποθέσει στο ασθενικό και μικροσκοπικό του κορμί και στη μεγάλη καρδιά του τα προβλήματά του, διότι είχε παγιωθεί στη συνείδησή του ότι ο ταπεινός εκείνος κληρικός είχε χώρο στην καρδιά του για τον κάθε έναν πιστό.
Για τον εαυτό του ήταν αυστηρός, για τους άλλους όμως ανεκτικός και επιεικής. Συγχωρούσε του πάντες. Συγχώρεσε το νεωκόρο του ναού, ο οποίος είχε την κακή συνήθεια να τον μουντζώνει συχνά. Δε δίσταζε να ζητά συγνώμη από τους συνεργάτες του όταν τους κούραζε από την επιμονή του στις μακρόσυρτες ακολουθίες «σας παιδεύω, παιδιά μου, να με συγχωρέσετε», «να με συγχωρέσεις… είμαι λιγάκι παράξενος!» έλεγε! Το μόνο που δεν συγχωρούσε ήταν την εμμονή όσων δεν συγχωρούσαν τους άλλους. Αναφέρεται πως θεωρούσε ένοχο δια παντός έναν κληρικό που είχε αφορίσει μια γυναίκα και πέθαναν και οι δύο ασυγχώρητοι. Σύστηνε την αγάπη και την υπομονή, ως βασικά εφόδια για την πορεία της επίγειας ζωής. «Να είστε αγαπημένοι παιδιά μου» , «κάντε υπομονή και ο Θεός θα δώσει τη λύση» έλεγε.
Στην προσωπική του ζωή ζούσε ασκητικά, σαν μοναχός στον κόσμο. Έτρωγε ελάχιστο και λιτότατο φαγητό, που αποτελούνταν κυρίως από χόρτα, τα οποία μάζευε ο ίδιος πέριξ του Ιερού Ναού Αγίου Ιωάννου στο σημερινό Νέο Κόσμο των Αθηνών, όπου τότε ήταν αγροτική περιοχή. Όταν δε νήστευε έτρωγε και λίγο γάλα, που του έδιναν οι βοσκοί της περιοχής. Πολλοί πιστοί του προσέφεραν φαγητό, αλλά αυτός το προσέφερε κρυφά σε άλλους φτωχούς. Νήστευε με ακρίβεια όλες τις νηστείες της Εκκλησίας. Κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή ξηροφαγούσε. Τη μεγάλη Εβδομάδα ήταν σχεδόν νηστικός, συντηρούνταν με ελάχιστα μουσκεμένα παξιμάδια και νερό. Από το βράδυ της Μ. Πέμπτης μέχρι την Ανάσταση δεν έβαζε τίποτε στο στόμα του, παρά λίγο νερό!
Συνδύαζε με συνέπεια την τριπλή μοναχική ησυχαστική άσκηση: της αδιάλειπτης προσευχής, της νηστείας και της αγρυπνίας. Ο Παπα- Νικόλας, χωρίς να έχει ιδιαίτερες γνώσεις για την ησυχαστική παράδοση της Εκκλησίας μας, τη βίωνε ο ίδιος με ακρίβεια! Γι’ αυτό αξιώθηκε από το Θεό να θαυματουργεί ενώ ακόμη ζούσε. Η ευσεβής παράδοση των Αθηναίων διέσωσε πολλά θαύματα που επιτέλεσε. Ένα από τα πολλά θαύματά του υπήρξε το, κατόπιν θερμής προσευχής του, θαύμα της ανεξήγητης προμήθειας προσφόρου για τη Θεία Λειτουργία. Αξιώθηκε επίσης να έχει και προορατικό χάρισμα, το χάρισμα της προφητείας. Είχε προαναγγέλλει το θάνατο αρρώστου παιδιού «Ο Ηλίας θα πεθάνει, μού το είπαν ο άγ. Ιωάννης και ο άγ. Παντελεήμων», όπως και έγινε! Φυσικά ο ίδιος, μέσα στην ταπεινότητά του δε δεχόταν ότι θαυματουργούσε τα ζωντανά θαύματα, που έβλεπε ο λαός, τα ονόμαζε «σημεία από το Θεό» και όχι δικά του κατορθώματα. Θεωρούσε απόλυτα φυσιολογική τη θαυμαστή επέμβαση του Θεού στη ζωή. Το προορατικό του χάρισμα ουδέποτε το διαφήμισε και φρόντιζε να μην το μαθαίνει ο κόσμος. Είναι γνωστό πως πολλά παιδιά τον έβλεπαν την ώρα της Θείας Λειτουργίας να ίπταται στον αέρα, να μην πατά στη γη, να στέκεται σε ένα σύννεφο! Το αγαπούσαν άλλωστε τα παιδιά, τα οποία τον αποκαλούσαν «Παππού» και εκείνος ανταπέδιδε μια υπέρμετρη αγάπη για εκείνα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ουδέποτε δυσανασχετούσαν κατά την ώρα της Λατρείας, δεν έκλαιγαν, δε φώναζαν και δεν έπαιζαν, όπως συνήθως κάνουν. Συνωστίζονταν ποιο παιδί θα ντυθεί «παπαδάκι» στο Ιερό Βήμα. Αυτά τα παιδιά τον έβλεπαν κατά την ώρα της Θείας Λειτουργία να μην πατά στη γη και έντρομα έτρεχαν και το έλεγαν στους γονείς τους! Αλλά και οι μεγάλοι είχαν την αίσθηση της αγιότητάς του. Τον σέβονταν και τον αγαπούσαν όλοι οι Αθηναίοι. Όταν τον συναντούσαν στο δρόμο, έβγαζαν τα καπέλα τους, του φιλούσαν το χέρι και ζητούσαν την ευλογία του. Οι γυναίκες τον πλησίαζαν φορώντας τα μαντίλια τους, όπως έμπαιναν στην εκκλησία. Οι αμαξάδες σταματούσαν τις άμαξες για να προσπεράσει. Όταν ερχόταν στην εκκλησία φρόντιζαν να τον περιμένουν πολλοί πιστοί, οι οποίοι του μιλούσαν και προσπαθούσαν να τον πλησιάσουν και να τον αγγίξουν. Τον διέκρινε μια σπάνια ευγένεια και καλοσύνη. Είχε για όλους έναν καλό λόγο και ποτέ δεν κακολογούσε κανέναν. Μια απίστευτη και πρωτόγνωρη γαλήνη ήταν μόνιμα φωλιασμένη στην καρδιά του. Ο θυμός ήταν άγνωστο συναίσθημα γ’ αυτόν, πολλώ δε μάλλον η κακία και η εκδίκηση. Δεν άφηνε κανένα περιθώριο αντιπάθειάς του στον κόσμο και γι’ αυτό εκείνος τον αγαπούσε και τον υπολήπτονταν. Σε κάποια αυθάδη κοπέλα της είχε πει: «Λες να μην μπορώ και εγώ να βρίσω; Δεν το κάνω όμως διότι αυτό θα με βλάψει!». Ήταν ανεξίκακος. Έκανε πως δεν καταλάβαινε που τον έκλεβε συστηματικά ο μέθυσος ψάλτης του ονόματι Αλέκος, τον οποίο παρατηρούσε με αγάπη: «ήσυχα Αλέκο, ήσυχα»! Ο π. Φιλόθεος Ζερβάκος σημείωσε: «Ο π. Νικόλαος ουδέποτε εταράχθη, ουδέποτε εθύμωσε, πάντας ηγάπα, υπέρ πάντων ηύχετο. Είχε δε την νοεράν προσευχήν, το χαροποιόν πένθος, το αείρυτον δάκρυον, άτινα τον κατέστησαν πράον και κληρονόμον της γης των πραέων, της Βασιλείας των Ουρανών».
Όμως αυτή η αγάπη και η εκτίμηση του κόσμου δεν το οδήγησε στην ιδέα ότι είναι σπουδαίος. Αντίθετα μάλιστα καλλιεργούσε στο πρόσωπό του την άκρα ταπείνωση. Πίστευε και μιλούσε για τη δική του αναξιότητα και αμαρτωλότητα. Φρόντιζε να κρύβει επιμελώς τις αρετές του. Δε θα ήταν υπερβολικό να ισχυρισθούμε ότι ο παπα- Νικόλας Πλανάς αξιώθηκε να γίνει μιμητής παλαιών αγίων σαλών της Εκκλησίας μας. Των θαυμάσιων εκείνων αγίων, οι οποίοι προσποιούνταν τους διανοητικά αναπήρους, «τα περικαθάρματα του κόσμου», κατά τον απόστολο Παύλο, ασκώντας με αυτόν τον τρόπο την ύψιστη αρετή της ταπείνωσης και υποδηλώνοντας την κοσμική μηδαμινότητα. Με τη δική τους υποτιθέμενη «παραλογία» αποδείκνυαν την παραλογία του πτωτικού κόσμου. Ο παπα- Νικόλας Πλανάς άσκησε και την εν Χριστώ σαλότητα. Από σωματική διάπλαση ήταν πολύ κοντός. Μιλούσε ψευδά. Λόγω της ολιγογραμματοσύνης του έκανε, όπως προαναφέραμε, σοβαρά λεκτικά λάθη, όταν διάβαζε αναγνώσματα και ευχές στην εκκλησία. Μόνο στη Θεία Λειτουργία δεν έκανε λάθη, διότι τα είχε μάθει σωστά και τα έλεγε από στήθους. Όμως ποτέ δεν προκαλούσε σχόλια και γέλια, αντίθετα μάλιστα είχαν συνηθίσει τα λεκτικά του λάθη και τους άρεσαν κιόλας. Είχε συναίσθηση ότι δεν ήταν εγγράμματος και γι’ αυτό μιλούσε για το πρόσωπό του απαξιωτικά, ήτοι: «αγράμματος», «χωρίς προσόντα», «ελάχιστος», κλπ. Όταν μιλούσε για την αμαρτία και την ασέβεια, προέτασσε πάντοτε τον εαυτό του ως αμαρτωλό και ασεβή και μετά στιγμάτιζε τους άλλους. Όταν προέτρεπε για μετάνοια δεν έλεγε «μετανοήστε», αλλά «να μετανοήσουμε». Φορούσε ευτελή και τριμμένα ράσα και υποδήματα, τα ίδια για χρόνια. Το σπίτι του ήταν φτωχικό, από τα πλέον φτωχόσπιτα των Αθηνών. Ποτέ δεν παραπονέθηκε για τη φτώχια του. Ο ίδιος, όπως και όλοι οι ιερείς την εποχή εκείνη, χωρίς μισθό, συντηρούνταν από τα φιλοδωρήματα των ενοριτών. Ήταν απίστευτα απλός «Αυτή η απλότητα, σημειώνει ο Σεβ. Μητροπλίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος, ήταν και έκφραση τού χαρακτήρος του, αλλά κυρίως και προ παντός ήταν έκφραση της λειτουργικής και ασκητικής του εμπειρίας. Δεν επρόκειτο μόνο για μια εξωτερική απλότητα στους τρόπους, αλλά κυρίως για απλότητα πού προερχόταν από την ενότητα και την καθαρότητα τού εσωτερικού του κόσμου»
Αλλά δεν έβλεπε τους πιστούς μόνο ως ψυχές, αλλά και ως σώματα, τα οποία έχουν υλικές ανάγκες. Έτσι φρόντιζε τα φιλοδωρήματά του να τα δίνει, όπως τα έπαιρνε, στους φτωχούς, αφού πρώτα τα σταύρωνε. Στην τσέπη του δεν είχε ποτέ δεκάρα! Ως γνήσιος Ορθόδοξος και Έλληνας, έχοντας στην ψυχοσύνθεσή του το ελληνορθόδοξο κοινοτικό ιδεώδες ζούσε για τους άλλους. Τη ζωή των συνανθρώπων του τη θεωρούσε σημαντικότερη από τη δική του, διότι έβλεπε στο πρόσωπο του κάθε ενδεή, τον ίδιο το Χριστό. Έτσι ολόκληρη η ζωή του υπήρξε μια αδιάκοπη ελεημοσύνη. Το μερίδιο της μεγάλης πατρικής του περιουσίας, όπως αναφέραμε, το είχε βάλλει ενέχυρο για κάποιον φτωχό οφειλέτη, το οποίο ουδέποτε του το επέστρεψε. Έδινε κάθε μήνα επίδομα σε σπίτια χηρών και ορφανών. Ένα πάμφτωχο γεροντάκι για χρόνια έπαιρνε δυο φορές την εβδομάδα το επίδομά του, το οποίο τον συντηρούσε στη ζωή. Έτρεχε στα φτωχικά σοκάκια της Αθήνας για να συναντήσει δυστυχισμένους για να τους δώσει τον οβολό του. Επισκεπτόταν νεαρά ζευγάρια και τους έδινε τα πρώτα έξοδα του βίου τους. Είχε τους μυστικοσυμβούλους του να μαθαίνει ποιος είχε ανάγκη για να σπεύσει να τον βοηθήσει!
Έχει αξία να αναφέρουμε ενδεικτικά τι είπαν για τον άγιο Νικόλαο Πλανά δύο μεγάλοι λογοτέχνες μας ο Α. Παπαδιαμάντης και ο Φώτης Κόντογλου. «Γνωρίζω ένα ιερέα εις τας Αθήνας. Είναι ο ταπεινότερος των ιερέων και ο απλοϊκότερος των ανθρώπων είναι αξιαγάπητος, είναι απλοϊκός και ενάρετος, είναι άξιος του πρώτου Μακαρισμού του Σωτήρος» έγραψε ο Παπαδιαμάντης και ο Φώτης Κόντογλου σημείωσε στον πρόλογο κειμένου του: «Μακάριος είναι ο ιστορικός του. Αλλά μακάριος είναι και όποιος το διαβάζει και χαίρεται από τη βλογημένη απλότητά του. Απλός στάθηκε ο ιστορούμενος, απλός ο ιστορικός του, απλοί πρέπει νά είναι κι’ εκείνοι πού θα το διαβάσουν… Καρδιά πονηρή και άπιστη ας μην απλώσει ν’ ανοίξει τούτο το βιβλίο. Γνώρισμα τής Ορθοδοξίας είναι η απλότητα τής καρδιάς πού φέρνει την πίστη. Όλη η βιογραφία τού αγίου Νικολάου Πλανά δείχνει αυτόν το απλό Κληρικό, πού ξέρει να ποιμαίνει, να ανέχεται, να αγαπά, να είναι μια καύση καρδίας υπέρ όλης της κτίσεως». Θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας πως οι ευλαβικοί και απλοϊκοί ιερείς – ήρωες των άφθαστων διηγημάτων του Παπαδιαμάντη εικονίζουν τον Παπα – Νικόλα Πλανά!
Αυτός ήταν ο άγιος Νικόλαος Πλανάς. Ένας γνήσιος κληρικός και ένας αληθινός άγιος της Εκκλησίας μας. Υπήρξε γνήσιος και αληθινός, διότι δε βγήκε έξω από την ορθόδοξη εκκλησιαστική μας οριοθέτηση. Υπήρξε «Ο ποιμήν ο καλός» (Ιωάν.9,11) εις τύπον τους αρχιποίμενος Χριστού. Μέσα στην απλότητά του βίωσε με ακρίβεια την Ορθοδοξία και την ορθοπραξία. Έγινε άγιος διότι δεν γνώριζε και δεν αναγνώριζε άλλο Θεό, από τον Τριαδικό, ο Οποίος μας αποκαλύφτηκε από τον ένσαρκο Λόγο Του, το Σωτήρα μας Ιησού Χριστό. Δε γνώριζε και δεν αναγνώριζε άλλη Εκκλησία, από την Ορθοδοξία, την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού. Δε γνώριζε και δεν αναγνώριζε άλλη αλήθεια από την Ορθόδοξη Πίστη, την οποία μας παρέδωσαν απαραχάρακτη οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας μας. Δεν γνώριζε και δεν αναγνώριζε θεία χάρη, αγιασμό και σωτηρία εκτός της αληθινής Εκκλησίας του Χριστού, της Ορθοδοξίας. Δεν του πέρασε ποτέ από την απλοϊκή, μα θεοφώτιστη, σκέψη του ότι όλοι οι άνθρωποι λατρεύουν δήθεν τον ίδιο Θεό, με διαφορετικό τρόπο, όπως διατείνεται ο σύγχρονος διαχριστιανικός και διαθρησκειακός οικουμενισμός, ότι δήθεν όλες οι θρησκείες είναι διαφορετικοί δρόμοι για τη σωτηρία των ανθρώπων, διότι έτσι θα αναιρούσε τη μοναδικότητα του απολυτρωτικού έργου του Χριστού. Με την απόλυτη προσήλωσή του στη λειτουργική και ευχαριστιακή βίωση της ορθοδόξου πνευματικότητας, απόδειξε ότι ο μοναδικός σωτήρας και λυτρωτής του κόσμου είναι ο Χριστός και το μέσον της σωτηρίας είναι η Αγία Του Εκκλησία. Ότι η σωτηρία μας χαρίζεται από το Θεό και εμείς αποδεχόμενοι αυτή τη θεία δωρεά ανταποδίδουμε με την ευχαριστήρια συμμετοχή μας στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας μας. Αυτή τη σημασία είχε ο αέναος λειτουργικός βίος του αγίου Νικολάου Πλανά. Γι’ αυτό και η Εκκλησία δε λειτουργούσε ως θρησκεία στη συνείδηση του αγίου αυτού λειτουργού, αλλά ως τρόπος και στάση ζωής απέναντι στο Θεό.
Τοιούτος λοιπόν ιερέας έλαχε στους ευσεβείς Αθηναίους στους δύσκολους εκείνους χρόνους. Τοιούτος ιερέας θα πρέπει να αποτελεί και το πρότυπο των σημερινών και μελλοντικών κληρικών. Τοιούτο παράδειγμα μας αφήνει ως πολύτιμη παρακαταθήκη για τη δική μας πνευματική πορεία. Ως νοητός οδοδείκτης, η ολόφωτη προσωπικότητά του και το παράδειγμά του, μπορεί να μας βγάλει από τα σημερινά προσωπικά και κοινωνικά μας αδιέξοδα. Η λύση των σύγχρονων πολυποίκιλων προβλημάτων μας βρίσκεται στην εγκόλπωση των αξιών που ενστερνίστηκε και βίωσε ο άγιος Νικόλαος Πλανάς, στο ορθόδοξο ασκητικό ιδεώδες και στον ελληνορθόδοξο κοινοτικό τρόπο ζωής. Όσο γρηγορότερα κατανοήσουμε και υιοθετήσουμε αυτή την αλήθεια, τόσο γρηγορότερα θα φτάσουμε στη λύση των προβλημάτων μας. Όσο απεμπολούμε τον ελληνορθόδοξο τρόπο ζωής και αλληθωρίζουμε προς την ετερόδοξη Δύση, πολλώ δε μάλλον προς τον σύγχρονο θρησκευτικό συγκρητισμό, όχι μόνο λύτρωση να μην περιμένουμε, αλλά δραματική επιδείνωση των πρόβλημά των μας. Είθε οι αέναες προσευχές του αγίου Νικολάου Πλανά, στο ουράνιο θυσιαστήριο της Θριαμβεύουσας Εκκλησίας να μας συντροφεύουν στον προσωπικό και τον κοινωνικό μας βίο. Τις έχουμε απόλυτη ανάγκη!