ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ: Εις την Πεντηκοστήν, κατά την οποίαν ενήργησε το Πνεύμα το Άγιον εις τους Αποστόλους
Α´. Μεταβολήν του νού.
Β´. Μεταβολήν της καρδίας.
Γ´. Μεταβολήν της γλώσσης.
Α΄
Συλλογίσου αγαπητέ, πως το Πανάγιον Πνεύμα όταν κατέβη εις το υπερώον εν είδει πυρίνων γλωσσών, ωσάν ένας σφοδρότατος άνεμος και βροντή, εγέμισεν όλον τον οίκον, εις τον οποίον ήσαν καθήμενοι οι θείοι Απόστολοι και επροσηύχοντο· «και επλήρωσε τον οίκον, ου ήσαν καθήμενοι» (Πραξ. β´. 2)· και τον έκαμεν ωσάν μίαν κολυμβήθραν, ως λέγει ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, διά να βαπτίση τους Αποστόλους με την θείαν χάριν του, περί του οποίου τούτου βαπτίσματος προείπεν εις αυτούς ο Κύριος· «υμείς δε βαπτισθήσεσθε εν Πνεύματι αγίω ου μετά πολλάς ταύτας ημέρας (Πραξ. α´ 5). Επλήρωσε δε τον οίκον, ου ήσαν καθήμενοι, κολυμβήθραν αυτόν απεργαζομένη πνευματικήν, και πληρούσα την του Σωτήρος επαγγελίαν, ην και αυτήν αναλαμβανόμενος προς αυτούς έλεγεν, ότι Ιωάννης μεν εβάπτισεν ύδατι, υμείς δε βαπτισθήσεσθε εν Πνεύματι αγίω…αλλά και την κλήσιν ην αυτοίς επέθηκεν, επαληθεύουσαν έδειξε· διά γαρ του εξ ουρανού τούτου ήχου, όντως υιοί βροντής γεγόνασιν οι Απόστολοι» (Λόγος εις την Πεντηκ.) Τότε δη τότε αυτό το Πανάγιον Πνεύμα ενήργησεν εις τους Αποστόλους τρεις μεταβολάς (και αυταί αι μεταβολαί είναι κυρίως ο καρπός και των παρόντων πνευματικών γυμνασμάτων).
Η α´ μεταβολή ήτο του νοός των Αποστόλων, η οποία μετέβαλεν εις αυτούς εκείνας τας πρώτας ιδέας όπου είχον περί των πράγματων του κόσμου τούτου και τους έκαμε να γνωρίσουν καθαρά το ταπεινόν και μάταιον των παρόντων αγαθών, και εξεναντίας να γνωρίσουν το μεγαλείον και αιώνιον των μελλόντων, ώστε εκείνοι οι ίδιοι όπου ολίγον προτήτερα φιλονικούσαν αναμεταξύ τους ποίος από αυτούς να ήτο ο πρώτος και μεγαλύτερος· «εγένετο δε και φιλονικία εν αυτοίς το τις αυτών δοκεί είναι μείζων» (Λουκ. κβ´ 24). Ύστερα αφ’ ου έλαβαν το Πνεύμα το Άγιον, εμετρούσαν διά μεγάλην ευτυχίαν, το να είναι μικρότεροι από όλους· το να καταφρονούνται από όλους διά τον Χριστόν και το να λογίζωνται ασθενείς, μωροί, άτιμοι, όνειδος, σκύβαλα και σκουπίδια του κόσμου και των ανθρώπων· «ημείς μωροί διά Χριστόν, ημείς ασθενείς, ημείς άτιμοι, ως περικαθάρματα του κόσμου εγεννήθημεν, πάντων περίψημα έως άρτι» (Α´ Κορ. δ´ 10).
Τώρα αδελφέ στοχάσου ανίσως έγινε και εις εσέ αυτή η μεταβολή του νοός διά μέσου τούτων των πνευματικών γυμνασμάτων όπου ανάγνωσες και έως εις ποίον βαθμόν έφθασες, διότι ανίσως και έως τώρα ενόμισες ένα μεγάλον καλόν, το να σε τιμούν και να σε έχουν οι άνθρωποι εις υπόληψιν, το να ζης εις την καρδίαν πάντων, ήγουν το να σε αγαπούν όλοι, το να γυρεύης πάντοτε καινούργιαις ηδοναίς και να εξοδεύης εις αυταίς τον καιρόν όπου σου εδόθη διά να κερδίσης τα αιώνια αγαθά και το να ζης με τέλη και αντιρρήσεις κοσμικάς, φανερόν είναι ότι ο νούς σου ωδηγείτο έως τώρα από το πνεύμα του κόσμου και όχι από το Πνεύμα του Θεού και πρέπει διά τούτο να λυπήσαι και να μετανοής διότι απέθανεν ο Χριστός και ανέστη και ανελήφθη εις τους ουρανούς, όχι διά να σου δώση το πνεύμα του κόσμου, αλλά διά να σου δώση το Πνεύμα το ιδικόν του και εσύ με την κακήν ζωήν όπου έζησες δεν έγινες δεκτικός του θείου του Πνεύματος· «ημείς δε ου το πνεύμα του κόσμου ελάβομεν, αλλά το πνεύμα το εκ του Θεού» (Α´ Κορ. β´ 12). Πρέπει όμως από τώρα και ύστερα να είσαι αποφασισμένος να κάμνης όλα τα εναντία, ήγουν να οδηγήσαι με τας διδασκαλίας του Ευαγγελίου και του Αγίου Πνεύματος, και να μη λογιάζης άλλην τιμήν, παρά εκείνην όπου σε μεγαλύνει εμπρός εις τον Θεόν και να μη ψηφάς άλλο καλόν, παρά εκείνο όπου σου προξενεί την απόλαυσιν του Παραδείσου. Είναι καλόν σημάδι πως η χάρις του Αγίου Πνεύματος άρχισε να φωτίζη τον νούν σου και θέλει να σε μεταβάλη από εκείνον όπου ήσουν εις άνδρα άλλον, καθώς είναι γεγραμμένον περί του Σαούλ· «και εφαλείται επί σε Πνεύμα Κυρίου, και στραφήση εις άνδρα άλλον» (Α´. Βασιλ. ι´. 6) και πρέπει διά τούτο να χαίρης και να ευχαριστής τον Κύριον όπου σε εφώτισε με το Άγιόν του Πνεύμα, διά να μη περιπατής πλέον ωσάν νήπιος, αλλά ωσάν άνδρας τέλειος· «ότε ήμην νήπιος, ως νήπιος εφρόνουν ως νήπιος ελογιζόμην· ότε δε γέγονα ανήρ, κατήργηκα τα του νηπίου» (Α´. Κορ. ιγ´ 11)· και διά να μη ακολουθής πλέον το φρόνημα της σαρκός όπου είναι θάνατος αλλά το φρόνημα του Πνεύματος όπου είναι ζωή· «το γαρ φρόνημα της σαρκός θάνατος· το δε φρόνημα του Πνεύματος, ζωή και ειρήνη» (Ρωμ. η´. 6).
Αισχύνθητι λοιπόν διά την περασμένην ζωήν όπου έζησες όχι ωσάν οικείος του Χριστού, αλλά ωσάν ξένος και αλλότριος, με το να μη είχες το Πνεύμα του Χριστού, επειδή κατά τον Απόστολον· «είτις Πνεύμα του Χριστού ουκ έχει ούτος, ουκ έστιν αυτού» (Ρωμ. η´ 9). Και παρακάλεσαι ταπεινώς το Άγιον Πνεύμα να μεταβάλη τελείως τον νούν σου εις το θείον του θέλημα, φωτίζωντάς τον με την χάριν του. Όχι κατά την επιφάνειαν αλλά κατά βάθος διά να μη υστερηθής και εσύ τον φωτισμόν και την χάριν του και να λέγης με τον Δαβίδ· «και το φως των οφθαλμών μου, και αυτό ουκ έστι μετ’ εμού» (Ψαλμ. λζ´ 10)· αλλά μάλλον να λαμβάνης επάνω εις τον αμυδρότερον φωτισμόν, άλλον καθαρώτερον και λαμπρότερον φωτισμόν και να λέγης· «εν τω φωτί σου οψόμεθα φως» (Ψαλμ. λε´ 10). Πως δε να συγκρατής τον φωτισμόν τούτον του Αγίου Πνεύματος εις τον νούν σου και πως να μη τον αφήσης να σβύση; Άκουσον τι σου λέγει ο θείος Χρυσόστομος· καθώς το φως του λύχνου με το λάδι ανάπτει και συγκρατείται, και όταν σωθή το λάδι τότε σβύνει και αυτό, έτσι και η χάρις του Αγίου Πνεύματος ανάπτει και μας φωτίζει, όταν έχωμεν καλά έργα, και ελεημοσύνην εις την ψυχήν μας. Όταν δε τα καλά έργα λείψουν και η ελεημοσύνη, αναχωρεί από ημάς και το φως του Αγίου Πνεύματος· «καθάπερ γαρ το λυχνιαίον φως ελαίω κατέχεται και αναλωθέντος τούτου, κακείνο σβέννυται, ούτω δη και η του Πνεύματος χάρις, παρόντων μεν ημίν έργων αγαθών, και ελεημοσύνης πολλής επιχεομένης τη ψυχή, μένει καθάπερ ελαίω κατεχομένη η φλοξ· ταύτης δε ουκ ούσης, άπεισι και αναχωρεί» (Τομ. Θ´ λόγος 55). Καθώς και το Πνεύμα Κυρίου όπου εδόθη εις τον Σαούλ, ανεχώρησεν από λόγου του με το να μη είχε γνώμην ορθήν και έργα θεάρεστα· «Πνεύμα Κυρίου απέστη από Σαούλ» (Α´. Βασιλ. ις´ 14)· διά τούτο και ο Παύλος παραγγέλει γράφων· «το Πνεύμα μη σβέννυτε» (Α´. Θεσσ. ε´ 19).
Λέγει γαρ ο μέγας Βασίλειος και καθώς άλλη μεν θερμότης ευρίσκεται εις τα σώματα καθ’ έξιν πολυχρόνιος, άλλη δε κατά διάθεσιν ολιγοχρόνιος, έτσι και το Πνεύμα το Άγιον, εις άλλους μεν παραμένει καθ’ έξιν διά την στρεότητα της καλής των γνώμης, ως ηκολούθησεν εις τον Ελδάδ και Μωδάδ, περί των οποίων γράφουσιν οι αριθμοί, ότι επροφήτευον πάντοτε· εις άλλους δε μόνον ευρίσκεται ως διάθεσις, και γρήγορα αναχωρεί διά το αστερέωτον της γνώμης των, ως ηκολούθησεν εις τον Σαούλ και εις τους εβδομήκοντα πρεσβυτέρους, οι οποίοι μίαν φοράν μόνον επροφήτευσαν, και ύστερον έχασαν της προφητείας το χάρισμα. Ως εν σώμασιν υγίεια, ή θερμότης, ή όλως ευκίνητοι διαθέσεις, ούτω και εν ψυχή πολλάκις υπάρχει το πνεύμα, τοις διά το της γνώμης ανίδρυτον ευκόλως ην εδέξατο χάριν απωθουμένοις οίος ο Σαούλ και οι πρεσβύτεροι οι εβδομήκοντα των υιών Ισραήλ, πλην του Ελδάδ και Μωδάδ· «τούτοις γαρ μόνοις εκ πάντων φαίνεται παραμείναν το Πνεύμα· και όλως ει τις τούτοις την προαίρεσιν παραπλήσιος» (Κεφ. κς´. Περί του Αγίου Πνεύματος).
Β΄
Συλλογίσου αγαπητέ την β´. μεταβολήν όπου έκαμε το Πανάγιον Πνεύμα εις την καρδίαν των Αποστόλων, οι οποίοι εις την αρχήν ήσαν τόσον φιλόζωοι, τόσον φιλόσαρκοι, τόσον δειλοί, όπου διά να φυλάξουν την ζωήν τους, ο ένας άφησε τον διδάσκαλόν του εις το πάθος και έφυγε γυμνός· «και εις τις νεανίσκος ηκολούθει αυτώ περιβεβλημένος σινδόνα επί γυμνού… ο δε καταλιπών την συνδόνα γυμνός έφυγεν απ’ αυτών» (Μαρκ. Ιδ´ 51. (Ούτος ήτο ο αδελφόθεος Ιάκωβος, όστις εφόρει ένα μόνον ιμάτιον εις όλην του την ζωήν, ως λέγει ο ιερός Θεοφύλακτος), ο άλλος τον ηρνήθη και όλοι οι άλλοι ανεχώρησαν· «και αφέντες αυτόν πάντες έφυγον». (Μαρκ. ιδ´. 51). Και τόσον ήσαν τρομαγμένοι ωσάν λαγωοί όπου έστεκαν κεκλεισμένοι από τον φόβον τους μέσα εις το υπερώον και δεν ετόλμων να εύγουν έξω σχεδόν εις όλον το διάστημα των πεντήκοντα ημερών όπου επέρασαν μετά την Ανάστασιν αλλ’ αφ’ ου κατέβη εις αυτούς το Άγιον Πνεύμα, μετέβαλε την ασθένειαν της καρδίας των εις ανδρείαν και γενναιότητα. Όθεν ευγήκαν έξω ωσάν τόσοι άφοβοι λέοντες και εκήρυττον τον εσταυρωμένον Ιησούν εμπρός εις όλον το πλήθος του λαού με μέτωπον ανοικτόν, με στήθος ανδρειωμένον και με τόλμην και παρρησίαν χωρίς να δειλιάσουν ούτε από φοβερισμούς, ούτε από δαρμούς, ούτε από βάσανα και μαρτύρια, ούτε από τον ίδιον θάνατον· αλλ’ επεθύμουν ταύτα πάντα ως τρυφάς και ξεφαντώματα και έχαιρον υπερβολικά όταν τα ελάμβανον· «οι μεν ούν επορεύοντο χαίροντες από προσώπου του συνεδρίου, ότι υπέρ του ονόματος αυτού κατηξιώθησαν ατιμασθήναι» (Πραξ. ε´. 41). Τότε ήθελες ιδεί εκείνον τον δειλότατον και φιλόζωον Πέτρον, όπου πρότερον δεν ηδυνήθη να ακούση χωρίς φόβον ούτε ένα ψιλόν λόγον ενός δυστυχισμένου κορασίου, πως εστάθη με τόσην αφοβίαν και τόλμην και εδημηγόρησε μεγαλοφώνως έμπροσθεν εις ένα μυριάριθμον πλήθος ανθρώπων, χωρίς να στοχάζεται πως είναι ολότελα άνθρωποι αλλά πως είναι κνώδαλα και φυτά ή λίθοι, και με την δημηγορίαν του είλκυσεν εις την πίστιν του Χριστού τρεις χιλιάδας λαού· «σταθείς δε Πέτρος συν τοις ένδεκα επήρε την φωνήν αυτού, και απεφθέγξατο αυτοίς» (Πραξ. β´. 14). Τότε ήθελες ιδή εκείνους τους αλιείς και αγραμμάτους πλουτισμένους από τόσην σοφίαν και σύνεσιν, ώστε να κάμνουν τους σοφούς και γραμματισμένους να εξίστανται και να απορούν· «και καταλαβόμενοι, ότι άνθρωποι αγράμματοί εισι και ιδιώται εθαύμαζον». (Πραξ. δ´ 13). Και τούτο διατί; διότι έδωκεν εις την καρδίαν αυτών χύμα γνώσεως το Πνεύμα το Άγιον, καθώς είναι γεγραμμένον περί του Σολομώντος· «και έδωκε Κύριος φρόνησιν τω Σολομών και χύμα καρδίας» (Γ´ Βασιλ. δ´ 29)· και διότι ήψατο Κύριος καρδίας αυτών ως γέγραπται» (Α´ Βασιλ. ι´ 26). Ω χάρις! ω ενέργεια! ω πυρ του Αγίου Πνεύματος, το οποίον όταν μίαν φοράν ανάψη την καρδίαν, τους λαγωούς κάμνει λέοντας, τους αδυνάτους δυνατούς, τους ασόφους σοφούς, τους πηλίνους κατασκευάζει πυρίνους και τους πρώην ανδριάντας μεταβάλλει εις άνδρας τελείους. Και τούτο είναι εκείνο όπου ο Θεός υπεσχέθη να δώση διά του Προφήτου Μιχαίου λέγων· «ουκ έσται ο επακούων αυτών, εάν μη εγώ εμπλήσω ισχύν εκ Πνεύματος Κυρίου» (Μιχ. γ´ 8).
Τώρα και εσύ αδελφέ όπου αναγινώκεις ταύτα, στοχάσου, εάν έλαβες αυτήν την γενναιότητα και θέρμην εις την καρδίαν σου διά να μη φοβήσαι σάρκα, κόσμον και κοσμοκράτορα, τούτο είναι σημείον πως μετεβλήθης από το Πνεύμα Κυρίου, καθώς είναι γεγραμμένον· «τότε μεταβαλεί το Πνεύμα και διελεύσεται, και εξιλάσεται· αύτη η ισχύς τω Θεώ μου» (Αββακ. α´ 11). Στοχάσου, και εάν εσύ προτήτερα εγύρευες με όλην την ορμήν των επιθυμιών σου τα αγαθά του κόσμου, τα πλούτη, τας δόξας, τας ηδονάς και ελόγιαζες ότι ήτο μακαριώτερος όποιος είχεν από αυτά τα αγαθά περισσότερα, ήξευρε ότι έως τώρα ήτο η καρδία σου πεπαλαιωμένη, αναίσθητος και πεπωρωμένη ωσάν πέτρα από το Πνεύμα του κόσμου και της σαρκός. Και λυπήσου διά τούτο και μετανόησον, πως εις τόσους χρόνους της ζωής σου, δεν έγινες άξιος να λάβης διά του Αγίου Πνεύματος μίαν καινούργιαν καρδίαν αισθητικήν του συμφέροντός σου, την οποίαν υπεσχέθη να σου δώση ο Θεός· «και δώσω υμίν καρδίαν καινήν και πνεύμα καινόν δώσω υμίν· και αφελώ την καρδίαν την λιθίνην εκ της σαρκός υμών και δώσω υμίν καρδίαν σαρκίνην και το πνεύμά μου δώσω εν υμίν» (Ιεζεκ. λς´. 26).
Εάν δε τώρα γυρεύης όλα τα εναντία και αντί να υπερηφανεύεσαι διά τα πλούτη, εσύ περισσότερον ταπεινώνεσαι και χαίρεις εις την πτωχείαν· αντί να θέλης τας τρυφάς και τα ξεφαντώματα, εσύ αγαπάς την ολιγάρκειαν και εγκράτειαν, ήξευρε, ότι το Πνεύμα το Άγιον άρχισε να μεταβάλη την καρδίαν σου εις άλλην καρδίαν, καθώς είναι γεγραμμένον περί του Σαούλ. «Και εγενήθη ώστε επιστραφήναι τω ώμω αυτού απελθείν από Σαμουήλ, μετέστρεψεν αυτώ ο Θεός καρδίαν άλλην». (Α´. Βασίλ. ι´. 9) Όθεν ευφράνθητι και ευχαρίστησαι τον Κύριον, όπου διά του Αγίου Πνεύματος, όχι μόνο σου εκαθάρισε τον νούν, αλλά και σου εθέρμανε την καρδίαν και θέλει να σε μεταβάλη από σαρκικόν εις πνευματικόν· από νήπιον μωρόν, εις άνδρα σοφόν· και από κοσμικόν και εθνικόν, εις αληθινόν χριστιανόν. Τοιαύτας γαρ θεοπρεπείς και παραδόξους μεταβολάς συνειθίζει να ενεργή το Πνεύμα το Άγιον, καθώς θεολογεί περί αυτού ο Μέγας Θεολόγος Γρηγόριος· «τούτο το Πνεύμα (σοφώτατον γαρ και φιλανθρωπότατον) αν ποιμένα λάβη, ψάλτην ποιεί πνευμάτων πονηρών κατεπάδοντα και βασιλέα του Ισραήλ αναδείκνυσιν· εάν αιπόλον συκάμινα κνίζοντα, προφήτην εργάζεται· τον Δαβίδ και τον Αμώς ενθυμήθητι· εάν μειράκιον ευφυές λάβη πρεσβυτέρων ποιεί κριτήν και παρ’ ηλικίαν· μαρτυρεί Δανιήλ ο νικήσας εν λάκκω λέοντας· εάν αλιέας εύρη, σαγηνεύει Χριστώ, κόσμον όλον τη του λόγου πλοκή συλλαμβάνοντας. Πέτρον λάβε μοι και Ανδρέαν και τους της βροντής υιούς τα πνευματικά βροντήσαντας· εάν τελώνας, εις μαθητείαν κερδαίνει και ψυχών εμπόρους δημιουργεί· φησί Ματθαίος, ο χθες τελώνης, και σήμερον ευαγγελιστής· εάν διώκτας θερμούς, τον ζήλον μετατίθησι, και ποιεί Παύλους αντί Σαύλων και τοσούτον εις ευσέβειαν, όσον εις κακίαν κατέλαβε». (λογ. Εις την Πεντηκοστήν).
Εντράπου λοιπόν αδελφέ, διότι έως τώρα ήσουν μακράν από τέτοιους συλλογισμόυς, πορευόμενος εν τοις κακοίς θελήμασι της καρδίας σου και μη δίδωντας τόπον εις αυτήν, διά να κατοικήση το Πνεύμα το Άγιον· και συντόμως ειπείν, διότι έζησες ωσάν ένας ψυχικός μόνον άνθρωπος, ος ου δέχεται τα του Πνεύματος· «μωρία γαρ αυτώ εστι και ου δύναται γνώναι» (Α´. Κορ. β´ 14). Κάμε απόφασιν εις το υπόλοιπον της ζωής σου, να μη λυπήσης πλέον το Πνεύμα το Άγιον με καμμίαν άτακτον και κακήν όρεξιν της καρδίας σου, κατά την παραγγελίαν όπου σου δίδει ο Απόστολος· «και μη λυπήτε το Πνεύμα το Άγιον του Θεού» (Εφεσ. δ´. 30)· μηδέ να εναντιωθής ως σκληροκάρδιος εις το Άγιον αυτού θέλημα, κατά τους σκληροκαρδίους εκείνους Εβραίους, προς τους οποίους είπεν ο Στέφανος· «σκληροτράχηλοι και απερίτμητοι τη καρδία και τοις ωσίν· υμείς αεί τω πνεύματι τω αγίω αντιπίπτετε» (Πραξ. ζ´. 51)· αλλά να δώσης όλην την καρδίαν σου εις αυτό με όλας της τας επιθυμίας διά να ενοικήση καθώς αυτό το ίδιον πνεύμα σε προστάζει λέγον· «υιέ δος μοι την καρδίαν» (Παροιμ. κγ´. 26)· θέλεις δε δώσει την καρδίαν σου εις το Πνεύμα το Άγιον, εάν μελετάς πάντοτε εις αυτήν το όνομα του Ιησού του Υιού του Θεού με μίαν αδιάλειπτον προσευχήν. Επειδή το Πνεύμα το Άγιον μολονότι και εκπορεύεται εκ μόνου του Πατρός, όμως είναι και λέγεται και Πνεύμα του Υιού διά την ομοουσιότητα και εν τω Υιώ αναπαύεται και χαίρει όταν αυτός ονομάζεται· «εξαπέστειλεν ο Θεός το Πνεύμα του Υιού αυτού εν ταίς καρδίαις, κράζον αββά ο Πατήρ»· (Γαλ. δ´. 6)· ίνα διά της τοιαύτης νοεράς και πνευματικής προσευχής , εν μεν τω Πνεύματι θεωρής τον Υιόν, εν δε τω Υιω θεωρής τον Πατέρα, ως λέγει ο Μέγας Βασίλειος· και ίνα καταξιωθής διά της τοιαύτης νοεράς εργασίας, να εύρης και να ιδής νοερώς την χάριν του Αγίου Πνεύματος, την οποίαν έλαβες μεν διά του αγίου βαπτίσματος, την έχωσες δε ωσάν σπινθήρα μέσα εις τα πάθη και αμαρτίας.
Και τέλος πάντων, επειδή και το Πανάγιον Πνεύμα· ο άλλος παράκλητος, το συμπληρωτικόν πρόσωπον της Αγίας Τριάδος· ο χορηγός πάντων των χαρισμάτων η ζωή των ζώντων· η κίνησις των κινουμένων· και η τελειότης απάντων των όντων, ηθέλησεν εκ μόνης της φιλανθρωπίας του να ειδοποιήση εις την καρδίαν σου τας πρώτας γραμμάς και το πρώτον σχέδιον της χάριτός του, παρακάλεσαί τον να μη σε αφήση ατελή αλλά να φέρη εις τελειότητα αυτήν την ειδοποίησιν και το έργον όπου άρχισεν εις εσέ, χαρίζωντάς σου το χάρισμα της διαμονής και της μέχρι τέλους υπομονής εν τη αυτού χάριτι, το οποίον χάρισμα είναι το μεγαλύτερον από όλα τα χαρίσματα και αυτό μόνον συνιστά και επισφραγίζει τον εκάστου προορισμόν κατά τους θεολόγους και διά του χαρίσματος τούτου να σε αξιώση από εδώ ακόμη, να γίνης όλος πνευματικός, όλος αγγελοειδής, όλος άγιος και υιός Θεού, και Θεός κατά χάριν, απ’ εκεί όπου είσαι τώρα γη και σποδός· καθώς λέγει ο Μέγας Βασίλειος· «Πνεύμα Άγιον επελθόν εις ψυχήν ανθρώπου, έδωκε μεν ζωήν, έδωκε δε αθανασίαν· ήγειρε κείμενον· το δε κινηθέν κίνησιν αίδιον υπό Πνεύματος Αγίον, ζώον άγιου εγένετο· έσχε δε άνθρωπος αξίαν πνεύματος εισοικισθέντος εν αυτώ προφήτου, αποστόλου, αγγέλου Θεού, ων προ του, γη και σποδός»· (ομιλ. Περί του Πνεύματος του αγίου, ης η αρχή, ενθυμηθώμεν πάσα ψυχή).
Γ΄
Συλλογίσου αγαπητέ την γ´. μεταβολήν όπου ενήργησε το Πνεύμα το Άγιον εις την γλώσσαν των Αποστόλων· διότι εκείνοι όπου προτήτερα δεν ελαλούσαν άλλο παρά γήινα και χαμερπή διά δόξας και τιμάς προσωρινάς και ματαίας· «δος ημίν ίνα εις εκ δεξιών σου και εις εξ ευωνύμων σου καθίσωμεν εν τη δόξη σου» (Μαρκ. ι´. 37)· εκείνοι όπου ελάλουν περί του Χριστού ταπεινά και ευτελή· «επιστάτα, καλόν εστιν ημάς ώδε είναι και ποιήσωμεν σκηνάς τρεις, μίαν σοι και Μωσεί μίαν και μίαν Ηλία» (Λουκ. θ´. 33). Εκείνοι όπου πρότερον έφθασαν έως και να συμφωνήσουν με τον Ιούδαν και να κατηγορήσουν την ευλογημένην εκείνην Μαρίαν και να θυμωθούν καταπάνω της, διότι άλειψε τους πόδας του Ιησού με τόσον πολυέξοδον μύρον, λέγοντες με αγανάκτησιν· «εις τι η απώλεια αύτη του μύρου γέγονεν; ηδύνατο γαρ τούτο πραθήναι επάνω τριακοσίων δηναρίων και δοθήναι πτωχοίς και ενεβριμώντο αυτή» (Μαρκ. ιδ´. 4) Αυτοί λέγω οι ίδιοι, ύστερα από τον ερχομόν του Αγίου Πνεύματος, δεν ελαλούσαν πλέον δι’ άλλο, παρά διά τα μεγαλεία του Θεού, διά υψηλά και μεγάλα πράγματα διά την βασιλείαν των ουρανών, διά την θεολογίαν της Αγίας Τριάδος, διά το ακατανόητον μυστήριον της ενσάρκου οικονομίας· διότι είναι Θεός αληθινός ο Χριστός· με ρητορικήν ανήκουστον, με ελευθεροστομίαν ασύγκριτον και με γλώσσας διαφόρους· «ακούομεν λαλούντων αυτών ταίς ημετέραις γλώσσαις τα μεγαλεία του Θεού. (Πραξ. β´ 11).
Τώρα στοχάσου εσύ αγαπητέ τα λόγια όπου ωμιλούσες προτήτερα από τα παρόντα γυμνάσματα, και τα λόγια όπου πρέπει τώρα να λαλής, διά να λάβης και εσύ την μεταβολήν αυτήν της γλώσσης από την χάριν του Αγίου Πνεύματος· την γλώσσαν σου την έδωκεν ο Θεός αδελφέ όργανον διά να λαλής όλα τα καλά όχι τα κακά. Όθεν πρέπει να την μεταχειρίζεσαι και εσύ κατά τον σκοπόν όπου ο Θεός σου την έδωκεν· ήγουν εις το να δοξολογής και να αινής με αυτήν πάντοτε τον Θεόν, και να μελετάς τα θείά του λόγια καθώς γέγραπται· «πάσα γλώσσα εξομολογήσεται ότι Κύριος Ιησούς Χριστός εις δόξαν Θεού Πατρός» (Φιλιπ. β´ 11). Και πάλιν «και η γλώσσά μου μελετήσει την δικαιοσύνην σου, όλην την ημέραν τον έπαινόν σου»· (Ψαλμ. λδ´. 32)· και όχι εις το να λαλής λόγια ανευλαβή κατά του Θεού και εις το να ονομάζης το θείον του όνομα εις πράγματα μάταια· «ου λήψη γαρ φησι το όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω» (Εξοδ. κ´. 7) εις το να κατηγορής και να μέμφεσαι τον εαυτόν σου και όχι εις το να τον επαινής μόνος σου «εγκωμιαζέτω σε ο πέλας και μη το σον στόμα· αλλότριος, και μη τα σα χείλη» (Παροιμ. κζ´. 2). Εις το να συμβουλεύης τον αδελφόν σου όλα εκείνα όπου είναι συμφέροντα εις την σωτηρίαν του και να στερεώνης εις το καλόν και την αρετήν, και όχι εις το να ακονάς ως μάχαιραν την γλώσσάν σου κατ’ αυτού περιπαίζωντάς τον, κατηγορώντάς τον και υβρίζωντάς τον καταφρονητικώς με θυμόν· «ηκόνησαν ως ραμφαίαν την γλώσσαν αυτών» (Ψαλμ. ξγ´. 30) ή και δίδωντάς του κακάς συμβουλάς με λόγια απαλά μεν και φιλικά, επίβουλα δε και εχθρικά, διά να τον κακοποιήσης και να τον βλάψης· «ηπαλύνθησαν οι λόγοι αυτών υπέρ έλαιον και αυτοί εισι βολίδες» (Ψαλμ. νδ´. 24). Και διά να ειπώ με ένα λόγον, εις την γλώσσάν σου πρέπει να έχης τα μεγαλεία του Θεού, τα λόγια της παλαιάς και νέας Γραφής· τα περί της θείας προνοίας· τα περί της κρίσεως· και τα περί της αγαθότητός του· και όλαι αι συνομιλίαι σου να ήναι περί πνευματικών και θείων πραγμάτων και περί ωφελείας ψυχικής. Εάν περί τοιούτων μεταχειρίζεσαι την γλώσσάν σου, ήξευρε, ότι ο Κύριος έπλασε νοερώς την ιδικήν σου γλώσσαν, καθώς έπλασε ποτέ και του κωφού και μογιλάλου· «και πτύσας ήψατο της γλώσσης αυτού… και ελύθη ο δεσμός της γλώσσης αυτού». (Μαρκ. ζ´ 33). Και είναι καλόν σημάδι, ότι άρχισε το Πνεύμα το Άγιον να μεταβάλη και την ιδικήν σου γλώσσαν, και να λαλή αυτό δι’ αυτής, ως ποτέ ελάλει και διά των Αποστόλων και διά του Δαβίδ «Πνεύμα Κυρίου ελάλησεν εν εμοί και ο λόγος αυτού επί γλώσσης μου» (Β´. Βασιλ. κγ´. 2).
Εντράπου λοιπόν αδελφέ, πως έως τώρα ελάλεις ωσάν ένας σαρκικός και νήπιος και όχι ωσάν πνευματικός και τέλειος άνδρας· «ότε ήμην νήπιος, ως νήπιος ελάλουν» (Α´. Κορ. ιγ´ 11) και η γλώσσά σου εμελέτα την αδικίαν, καθώς λέγει ο Ησαίας· «η γλώσσα ημών αδικίαν μελετά» (νθ´. 3).
Αποφάσισαι εις το εξής να μη αφήνης να εύγουν από το στόμα σου λόγια σαπρά, λόγια γελοιώδη και μάταια, αλλά ωφέλιμα και σωτηριώδη προς οικοδομήν των ακουόντων, καθώς σου παραγγέλει ο Απόστολος· «πας λόγος σαπρός εκ του στόματος ημών μη εκπορευέσθω, αλλ’ είτις αγαθός προς οικοδομήν ίνα δω χάριν τοις ακούουσιν» (Εφέσ. δ´ 29)· διότι ο λόγος είναι σκιά του έργου, καθώς είπεν ένας σοφός (Ούτος εστίν ο Δημόκριτος ειπών· «λόγος έργου σκιή»)· και οι λόγοι οι κακοί προξενούν και τα έργα τα κακά, καθώς και εκ του εναντίου οι λόγοι οι καλοί προξενούν και τα έργα τα καλά. Διά τούτο είπε και ο Σολομών, ότι εις το χέρι της γλώσσης στέκεται η ζωή και ο θάνατος· «θάνατος και ζωή εν χειρί γλώσσης» (Παροιμ. ιη´. 21). Και καθώς όποιος βαστά μυρωδικά και τον εαυτόν του ευωδιάζει και τους άλλους ομοίως και όποιος βαστά βρωμερά και τον εαυτόν βρωμίζει και τους άλλους· τοιουτοτρόπως και όποιος λαλεί τα καλά λόγια, ή τα κακά και τον εαυτόν του ωφελεί, ή βλάπτει και τους ακούοντάς του.
Και τέλος πάντων, παρακάλεσε το Πνεύμα το Άγιον να δυναμώση τούτο όπου άρχισε να ενεργή εις εσέ· «δυνάμωσον ο Θεός τούτο, ο κατειργάσω εν ημίν» (Ψαλμ. ξζ´. 31)· και να δείξης μίαν τελείαν μεταβολήν εις την γλώσσάν σου διά της χάριτός του, ώστε να μη σε αφήση να σφάλης πλέον με αυτήν εις κανένα λόγον άπρεπον· «είτις εν λόγω ου πταίει, ούτος τέλειος ανήρ (Ιακωβ. γ´. 2)· αλλά να μεταχειρισθή την γλώσσάν σου ωσάν ένα κονδύλι, διά να την κινή με την δεξιάν του εις το να λαλής εκείνα μόνον όπου αυτό θέλει και βούλεται· ώστε όπου, συ μεν να λέγης· «η γλώσσά μου κάλαμος γραμματέως οξυγράφου» (Ψαλμ. μδ´ 2)· εκείνοι δε όπου σε βλέπουν και σου ακούουν, να λέγουν· «αύτη η αλλοίωσις της δεξιάς του υψίστου». (Ψαλμ. ος´ 10).