Η ανακήρυξη του Αγ. Νεκταρίου, ύστερα από εισηγητική πρόταση επιτροπής Καθηγητών Φυσικής Αγωγής, ως Προστάτη των Γυμναστών, μάς έδωσε την αφορμή να μελετήσουμε κατά πόσο είναι επίκαιρες οι σχετικές θέσεις του Αγίου σήμερα, ώστε να αναδειχθεί η συμβολή του.
Οι θέσεις του αυτές αναπτύσσονται στην ομιλία του «Περί Γυμναστικής», η οποία εκφωνήθηκε στις 21-8-1893 στα εγκαίνια του νεοσύστατου Γυμναστικού Συλλόγου Κύμης, όπου διετέλεσε Ιεροκήρυκας.[1] Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε ελαφρώς προσαρμοσμένο για γενικότερη χρήση στις 3-5-1901 σ’ ένα δυσεύρετο περιοδικό.[2]
Εντάσσεται, όμως, στα πλαίσια ενός παιδαγωγικού κειμένου του Αγίου με γενικότερο τίτλο «Περί των αποτελεσμάτων της αληθούς και ψευδούς μορφώσεως», που περιλαμβάνει άλλες δύο μελέτες, με σκοπό, όπως γράφει ο ίδιος, να συντελέσει στην αληθή μόρφωση και εκπαίδευση και στην περιστολή των κακών που μας έχουν κατακλύσει, εξαιτίας «της ατελούς μορφώσεως και της ψευδούς υπό των πραγμάτων υπολήψεως», το οποίο εξέδωσε και διένειμε δωρεάν.[3]
Όλοι οι κορυφαίοι Πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας, από τους πρώτους αποστολικούς χρόνους ήδη, και εμφανέστερα από τον δ΄ αιώνα και εξής, διδάσκουν ότι υπάρχει στενή ενότητα μεταξύ ψυχής και σώματος του ανθρώπου, τα οποία δημιουργήθηκαν ταυτόχρονα[4] και είναι αδιαχώριστα. Μάλιστα, χρησιμοποιούν παραστατικά παραδείγματα, για να καταδείξουν αυτή τη στενή σχέση. Εν ολίγοις, το σώμα ζωογονείται δια της ψυχής και η ψυχή ενεργεί δια του σώματος.[5] Γι’ αυτό, ολόκληρη η λατρευτική και μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας αναφέρεται στον όλο άνθρωπο αποτελούμενο από ψυχή και σώμα.[6]
Απ’ όλους τους Εκκλησιαστικούς Πατέρες, για την ανθρωπολογία του διακρίνεται ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, επειδή είναι η διεξοδικότερη, περιλαμβάνουσα τα δύο συγγράμματά του, «Περί κατασκευής του ανθρώπου» και «Περί της γενέσεως του ανθρώπου».
Κατ’ αρχάς, στο «Περί Γενέσεως» δίνει τον ορισμό του ανθρώπου, λέγοντας ότι δεν έχουμε, βέβαια, ανάγκη να δανειστούμε ξένους όρους, ούτε να εισαγάγουμε στην αλήθεια στοιχεία από τη φιλοσοφία της ματαιότητας: «Άνθρωπος εστί ποίημα Θεού λογικόν κατ’ εικόνα γενόμενον του κτίσαντος αυτόν».[7] Στο «Περί κατασκευής του ανθρώπου» ο Άγιος αποδεικνύει, αφενός σε όσους πιστεύουν ότι οι ψυχές προβιοτεύουν σε μια ιδιαίτερη κατάσταση και εξαιτίας της κακίας ξεπέφτουν και εισέρχονται στο σώμα (υποστηρίζουν και τη μετεμψύχωση) και αφετέρου σε όσους νομίζουν ότι οι ψυχές έρχονται εκ των υστέρων να εμψυχώσουν τα σώματα, πως ο άνθρωπος είναι ένας, συνιστάμενος από ψυχή και σώμα, και δεχόμαστε μία και κοινή την αρχή της συστάσεώς του.[8] Ο Θεός «εποίησε» τον εσωτερικό άνθρωπο και «έπλασε» τον εξωτερικό άνθρωπο[9] συγχρόνως.
Ο Άγιος Νεκτάριος, λοιπόν, ως σύγχρονη κατακλείδα όλων των προγενέστερων Πατέρων, στην ομιλία του Περί Γυμναστικής ξεκινά από την αφετηρία του «ενός υλο-πνευματικού όντος», που είναι ο άνθρωπος. Όταν το σώμα πάσχει, όλος ο άνθρωπος πάσχει.[10] Κι επειδή πολλοί παράγοντες επιβουλεύονται την υγεία της ψυχής και του σώματος, «ο άνθρωπος οφείλει να προνοήση υπέρ της ενισχύσεως αμφοτέρων». Διότι το σώμα που έχει ευεξία υπηρετεί την ψυχή πρόθυμα και ακούραστα, η δε ψυχή όταν σωφρονεί και υγιαίνει, χειρίζεται και τις δυνάμεις του σώματος με σωφροσύνη.
Έτσι, ο Άγιος δέχεται τη «σύμμετρο σωματική γυμνασία ως αναγκαία άσκησιν», όχι μόνο λόγω του στενού συνδέσμου μεταξύ ψυχής και σώματος, αλλά και «διότι η μεν άκρα της ψυχής ανάπτυξις δια τους υπερβάλλοντας πόνους φθείρει το σώμα, η δε άκρα του σώματος ανάπτυξις δια την αδιάλειπτον άσκησιν φθείρει την ψυχήν (κατά τον Αριστοτέλη)».[11] Έπειτα προχωρεί βαθύτερα και εξηγεί γιατί η υπερβολική σωματική άσκηση «διττώς την ψυχήν διαφθείρει»: διαφθείρει διπλά την ψυχή, έμμεσα μεν με την επερχόμενη ασθένεια, άμεσα δε με την υπερβολική δύναμη του σώματος. Διότι η υπερβολική δύναμη του σώματος, το καθιστά ανυπότακτο, θρασύ και απειθές προς τα προστάγματα της ψυχής. Του παρέχει δε το θράσος να επαναστατεί κατά του πνεύματος.
Άρα, αν θα θέλαμε να απομονώσουμε έναν ουσιαστικό ορισμό, θα λέγαμε ότι ο σκοπός της γυμναστικής, κατά τον Άγιο Νεκτάριο, είναι «η ενίσχυσις των σωματικών δυνάμεων προς πρόθυμον ικανοποίησιν των απαιτήσεων του πνεύματος.»[12]
Θεωρεί, λοιπόν, «οιωνό άριστο» τη σύσταση του εν λόγω Γυμναστικού Συλλόγου και στόχος τέτοιων συλλόγων είναι η σωματική γυμνασία και η πνευματική ανάπτυξη, οι δύο πόλοι γύρω από τους οποίους στρέφεται η τελεία μόρφωση και η τελεία αγωγή.[13] Γι’ αυτό, καλεί την Πολιτεία και την κοινωνία να στηρίξει το Γυμναστικό αυτό Σύλλογο, προκειμένου να εκπληρώσει ανεμπόδιστα το σκοπό τον οποίο προτίθεται.
Αργότερα, ως Διευθυντής της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής (1894-1908), ο σοφός Παιδαγωγός φρόντιζε ιδιαίτερα για τη βελτίωση της διατροφής και την άθληση των ιεροσπουδαστών.[14] Λέγεται, μάλιστα, ότι καθιέρωσε το ποδόσφαιρο,[15] ύστερα από παράκληση των σπουδαστών να τους επιτραπεί.
Ο Καθηγητής του ΤΕΦΑΑ του Παν/μίου Αθηνών, Διαμαντής Γεωργούλιας, στην παραπάνω ομιλία του Αγίου, βλέπει μια δημοκρατική και ηθική θεώρηση της αγωγής, εξαιτίας των όρων «ελεύθερου» και «ευηγμένου» πολίτη, που χρησιμοποιεί ο Άγιος. Η θεώρηση αυτή οδηγεί τον Καθηγητή Γεωργούλια σε μια «ολική ανάπτυξη της φύσης του Ανθρώπου, όπως αυτά διδαχθήκανε από τους Αρχαίους Έλληνες Φιλοσόφους και τους Πατέρες της Εκκλησίας».
Η Αρετή και η Καλοκαγαθία, όπως συνάγεται, είναι οι βασικές αρχές στις οποίες στοχεύει η σωματική παιδεία. Φυσικά, δεν παραλείπει να τονίσει τον πνευματικό σκοπό της γυμναστικής, ο οποίος, κατά τον Άγ. Νεκτάριο, είναι «να αναδείξει ουχί αθλητάς των γυμναστικών αγώνων, αλλ’ άνδρας τελείως μεμορφωμένους, ικανούς προς πάσαν επιχείρησιν, γνωστόν δε ότι η άσκησις προθυμοτέρους προς τους αγώνας καθιστά δια την έξιν και φιλοπονωτέρους δια την προς τους πόνους οικείωσιν». Ο Καθηγητής αναφέρεται, επίσης, στο ρόλο των Γυμναστικών Συλλόγων και την ενίσχυσή τους από τους άρχοντες και την κοινωνία. Επισημαίνει δε ότι ο Άγιος επανέφερε το ζητούμενο και χαρακτηρίζει τις θέσεις του ως «Φάρο και Φωτεινό Κέντρο μετά από πολλούς αιώνες λήθης και παραγκωνισμού της σύμμετρης σωματικής παιδείας του ανθρώπου». Δικαίως προτείνει να αξιοποιηθεί η παραπάνω παιδαγωγική θεωρία από την εκπαίδευση.[16]
O Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος Βλάχος με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004 είχε ανασύρει το λόγο του Αγ. Νεκταρίου Περί Γυμναστικής και σχολίασε θετικά το γεγονός ότι σε μια εποχή που υπήρχε ευφορία για τη δημιουργία Γυμναστικών Συλλόγων, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρώπη, εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων που αναβίωσαν στην Αθήνα το 1896, ο Άγιος αναγνώριζε την αναγκαιότητα της σωματικής αθλήσεως, αρκεί να γίνεται σύμμετρα και παράλληλα με την άσκηση της ψυχής.[17]
Ο Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου, αναλύοντας τον Περί Γυμναστικής λόγο, εντοπίζει και επιμένει στα σημεία που αιτιολογούν την ανάγκη αρμονικής ανάπτυξης των δυνάμεων της ψυχής και του σώματος, στη μεσότητα ως χαρακτηριστικό της σωφροσύνης, στη φθορά που προξενεί στην ψυχή η υπερβολική άσκηση του σώματος, στην πνευματική, δηλαδή, διάσταση της γυμναστικής, που έχουμε προαναφέρει. Τέλος, τονίζει το σκοπό των Συλλόγων, που κατά τον Άγ. Νεκτάριο είναι η φιλία, η αδελφοποίηση, η απομάκρυνση από την αντιζηλία, η ευγενής άμιλλα, η φιλοτιμία, η απομάκρυνση από την αργία, τη χαυνότητα, την αμέλεια και κάθε κακία για να προετοιμάσουν άνδρες ισχυρούς για την υπεράσπιση της πατρίδας.[18]
Όμως, ο ανωτέρω συγγραφέας παίρνει αφορμή να προχωρήσει πολύ περισσότερο και να εξηγήσει στα επόμενα και σε άλλα παρεμφερή κείμενά του πως οι αθλητές που ακολουθούν την ορθόδοξη θεραπευτική μέθοδο δε χρειάζεται να καταφύγουν σε γκουρού, όπως κάνουν αρκετοί, για «νοερά προπόνηση». Η ορθόδοξη θεολογία, αναφέρει, έχει μια ολόκληρη θεολογία για την εξισορρόπηση των ψυχικών και σωματικών δυνάμεων, ώστε η ψυχή να διευθύνει το σώμα και η Χάρη του Θεού να διευθύνει την ψυχή. Έτσι, ολόκληρος ο άνθρωπος κυβερνάται σωστά.[19]
Ακόμη, τονίζει ότι, όπως αποδεικνύουν και οι Παραολυμπιακοί Αγώνες, το «νους υγιής εν σώματι υγιεί» δεν είναι απόλυτο. Εξάλλου, το παραπάνω απόφθεγμα προέρχεται από τον Ιουβενάλιο, λατίνο ποιητή (1ο-2ο αι. μ. Χ.) και το πλήρες χωρίο είναι: «orandum est ut sit mens sana in corpore sano”, δηλαδή, «είναι ευκταίο να υπάρχει υγιής νους σε υγιές σώμα».[20] Εάν απολυτοποιούσαμε το «νους υγιής εν σώματι υγιεί», η άθληση θα ήταν αυτοσκοπός και θα οδηγούμασταν σε σωματολατρεία.
[irp posts=”311308″ name=”Λαϊκό προσκύνημα στο Λαύριο: Αγρυπνία στον Αγιο Νεκτάριο- ΄΄Νεκτάριε παμμάκαρ ευλόγα τα παιδιά σου΄΄”]
Έτσι, παίρνουμε κι εμείς αφορμή να εμβαθύνουμε και να θυμηθούμε ότι «τα ασθενή του κόσμου εξελέξατο ο Θεός, ίνα καταισχύνη τα ισχυρά» (Α΄ Προς Κορ. α΄ 27), όπως απέδειξαν τόσοι Άγιοι, αλλά και εξακολουθούν να αποδεικνύουν τόσοι σύγχρονοί μας, παρότι είναι αδύναμοι και ασθενείς σωματικά.[21] Το σώμα μας το σεβόμαστε ως «ναό του Αγίου Πνεύματος», το οποίο λάβαμε από το Θεό (Α΄ Προς Κορ. στ΄ 19), σύμφωνα με τη διδασκαλία του Απ. Παύλου. Όμως, ο ίδιος τονίζει ότι «η σωματική γυμνασία προς ολίγον εστίν ωφέλιμος, η δε ευσέβεια προς πάντα», γιατί υπόσχεται αγαθά και ανταμοιβές για την παρούσα και για τη μέλλουσα ζωή (Προς Τιμ. Α΄ δ΄ 8).
Άλλωστε, η Εκκλησία πάντοτε συνδύαζε και παραλλήλιζε το σωματικό με τον πνευματικό αγώνα, τον αγώνα της ευσεβούς ζωής. Για παράδειγμα, στο χώρο του αθλητισμού τα ρεκόρ διατηρούνται με την εγρήγορση.[22] Ομοίως, στην πνευματική ζωή δεν πρέπει να αμελούμε, διότι η Αγία Γραφή ονομάζει την αμαρτία «μυρμηκολέοντα» (Ιώβ δ΄ 11). Δηλαδή, στην αρχή εμφανίζεται ως μυρμήγκι, αλλά αν δεν το αντιμετωπίσουμε εγκαίρως και με τα κατάλληλα πνευματικά μέσα, θεριεύει και γίνεται λιοντάρι.
Γι’ αυτό, ο μαθητής του Αγ. Δημητρίου, ο Άγιος Νέστορας, ο οποίος νίκησε το γίγαντα Λυαίο, έχει οριστεί ως προστάτης των αθλητών.[23]
Οι Άγιοι, που χαρακτηρίζονται αθλητές του πνεύματος και αγωνίζονται στο πνευματικό στάδιο, δεν αισθάνονται ποτέ άδειοι, αφενός μεν, γιατί ο αγώνας τους γίνεται με τη Χάρη του Θεού και όχι με ανθρώπινα μέσα, αφετέρου δε, γιατί ο αγώνας αυτός δεν έχει τέλος και είναι μια διαρκής τελείωση, όπως εύστοχα σχολιάζει ο Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου Ιερόθεος.[24]
Άρα, κατά την ορθόδοξη διδασκαλία, το σώμα συμπορεύεται και εξαγιάζεται μαζί με την ψυχή, αφού και αυτό αποτελεί ένα από τα δύο βασικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου.[25]
Αντιθέτως, πολλοί αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι, όπως ο Πλάτων και όσοι επηρεάστηκαν από αυτόν, ως γνωστόν, θεωρούσαν το σώμα ως δεσμωτήριο της ψυχής, η οποία έπρεπε να αποδεσμευτεί από τη φυλακή της, για να επιστρέψει στον κόσμο των ιδεών.
Και για να επιστρέψουμε στον Άγιο Νεκτάριο, παρατηρούμε ότι ο σοφός Ιεράρχης, λόγω της ευρύτητας του πνεύματός του, αντλεί πάμπολλα παραδείγματα από τους αρχαίους Έλληνες, όπως και άλλους σοφούς άνδρες και παιδαγωγούς. Προφανώς, οι συνθήκες της εποχής του ευνοούσαν την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, όμως τη δέχεται ως προπαιδεία στο Χριστιανισμό, ο οποίος έφερε την ολοκληρωμένη Αλήθεια. Γράφει χαρακτηριστικά, το καλοκαίρι των Ολυμπιακών Αγώνων, στο κείμενό του Περί της Ελληνικής Φιλοσοφίας ως Παιδαγωγού των Ελλήνων προς το Χριστιανισμόν (17-6-1896): «Ο Έλλην ανευρών εν τω Χριστιανισμώ την εικόνα του τελείου και τον μόνον διδάσκαλον τον δυνάμενον να διδάξη αυτόν παν ό,τι επεθύμει να γνωρίση, να μάθη, και ευρών αυτόν ερμηνευτήν των αισθημάτων αυτού, ενεκολπώθη αυτόν και περιέθαλψεν. Ο Χριστιανισμός ως πρώτον δώρον αυτού εδωρήσατο αυτώ νέαν ζωήν. Ο δε Έλλην υπεστήριξεν αυτόν δια των αγώνων και των αιμάτων του… Η ανθρωπότης εζήτει θείαν αποκάλυψιν όπως μάθη την αλήθειαν και βεβαιωθή και πεισθή… Η ανθρωπότης εύρεν ταύτα εν τω Χριστιανισμώ προς ον εποδηγέτει η Ελληνική φιλοσοφία. Αύτη η εμή περί του ζητήματος τούτου ταπεινή γνώμη».[26]
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι:
1) Οι απόψεις του Αγίου Νεκταρίου Περί Γυμναστικής και Περί αληθούς και ψευδούς μορφώσεως γενικότερα, θέτουν τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση και δεν είναι μόνο διαχρονικές. Θα μπορούσαν, επιπλέον, να δώσουν έμμεσα απάντηση σε επίκαιρα ζητήματα, βιοηθικά διλήμματα κυρίως, που αφορούν το σώμα του ανθρώπου, το οποίο δε λειτουργεί μεμονωμένα, αλλά σε στενή συνάρτηση με την ψυχή του.
2) Η άθληση στοχεύει πρωτίστως στη χαλιναγώγηση της ψυχής του ανθρώπου, στη σμίλευση του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς του.
3) Σε μια εποχή που το ανθρώπινο σώμα τείνει να θεοποιηθεί, είναι χρήσιμο να αξιοποιηθεί, ειδικά από τους παιδαγωγούς, η Πατερική διδασκαλία, κατά την οποία η άσκηση χρησιμοποιείται για να μας καταστήσει όχι σωματοκτόνους, αλλά παθοκτόνους. Αυτό θα μπορούσε ιδιαίτερα να εφαρμοστεί μέσα από μια «συνομιλία» μεταξύ Θρησκευτικής και Φυσικής Αγωγής στη σχολική Εκπαίδευση.
4) Η Εκκλησία, μεταξύ των άλλων, προσπαθεί και μέσω του υγιούς αθλητισμού να δώσει νόημα ζωής στους νέους, να τους προσανατολίσει στις «προδιαγραφές» σύμφωνα με τις οποίες δημιουργήθηκε ο άνθρωπος από το Δημιουργό του, ώστε να αντιμετωπιστεί το υπαρξιακό κενό, το οποίο, πολλές φορές, τους οδηγεί σε ακρότητες.
——————————————————————————–
[1] Δημητρακόπουλου Σοφοκλή, Ο Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, Ιστορική Βιογραφία βασισμένη σε αυθεντικές πηγές, Αθήνα 1998, σ. 164
[2] ό.π., σ. 166, υποσημ. 18
[3] Πρωτοπρ. Θεοδώρου Ζήση, Ο Άγιος Νεκτάριος ως Διδάσκαλος, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 121
[4] Γένεσις, α΄, 37
[5] Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Αγ. Βλασίου Ιεροθέου, Μεταξύ δύο αιώνων, Ι.Μ. Γενεθλίου της Θεοτόκου 2000, σ. 152
[6] ό.π. σ. 173
[7] Αγ. Γρηγορίου Νύσσης, ΕΠΕ, τ. 5, σ. 384
[8] ό.π. σ. 199-207
[9] ό.π. σ. 412
[10] Πρωτοπρ. Θεοδώρου Ζήση, Ο Άγιος Νεκτάριος ως Διδάσκαλος, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 141
[11] ό.π. σ. 142
[12] ό.π. σ. 143
[13] ό.π. σ. 146
[14] Δημητρακόπουλου Σοφοκλή, Ο Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, Αθήνα 1998, σ. 194
[15] Σχετικά με το ποδόσφαιρο ως τρόπο έκφρασης, βλ. την ενδιαφέρουσα ανάλυση του Μητρ. Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου στο Ποιότητα Ζωής, Ι.Μ. Γενεθλίου της Θεοτόκου.
[16] Γεωργούλια Διαμαντή, Ομιλία περί Γυμναστικής Αγ. Νεκταρίου, στο Περιοδικό Διάβαση, τεύχος 63, Σεπτ.-Οκτ. 2006, σελ. 24-27.
[17] Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου, Ενιαύσιον 2004, Ι. Μητρ. Ναυπάκτου 2005, σ. 274
[18] ό.π. σ. 268-273
[19] ό.π. σ. 274-276 και Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου, Το σώμα του ανθρώπου, η άσκηση και η άθλησή του, Αποστ. Διακονία, 2002, σ. 95-96
[20] Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου, Το σώμα, η άσκηση και η άθλησή του, Αποστ. Διακονία, 2002, σελ. 103
[21] πρβλ το βιβλίο του Μοναχού Γεωργίου Αλευρά, Πνευματική Ολυμπιάδα, Αθήνα 2004
[22] ό.π. σ. 204
[23] ό.π. σ. 25 κ.ε.
[24] Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθεόυ, Ενιαύσιον 2004, Ιερά Μητρ. Ναυπάκτου 2005, σ. 306
[25] Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου, Το Σώμα, η άσκηση και η άθλησή του, Αποστ. Διακονία 2002, σ. 37
[26] Πρωτοπρ.Θεοδώρου Ζήση, Ο Άγιος Νεκτάριος ως Διδάσκαλος, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 194-195, 203