Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: Εκείνος πού πιστεύει στόν Κύριο φοβάται τήν κόλαση· όποιος φοβάται τήν κόλαση εγκρατεύεται από τά πάθη· αυτός πού εγκρατεύεται από τά πάθη υπομένει τίς θλίψεις· αυτός πού υπομένει τίς θλίψεις θά αποκτήσει τήν ελπίδα στόν Θεό· η ελπίδα στόν Θεό χωρίζει τόν νού από κάθε εμπαθή προσκόλληση στά γήινα· καί όταν χωριστεί από αυτήν ο νούς, θά αποκτήσει τήν αγάπη πρός τόν Θεό.
Όπως η θύμηση τής φωτιάς δέν θερμαίνει τό σώμα, έτσι η πίστη χωρίς τήν αγάπη δέν προξενεί στήν ψυχή τόν φωτισμό τής γνώσεως.
Όπως τό φώς τού ηλίου ελκύει τά υγιή μάτια, έτσι καί η γνώση τού Θεού ελκύει μέ φυσικό τρόπο τόν καθαρό νού μέσω τής αγάπης.
Εκείνος πού αγαπά τόν Θεό, δέν μπορεί νά μήν αγαπήσει καί κάθε άνθρωπο όπως τόν εαυτό του, άν καί τόν δυσαρεστούν τά πάθη εκείνων πού δέν έχουν ακόμη καθαρθεί. Γι αυτό καί όταν βλέπει τή μετάνοια καί τή διόρθωσή τους, νιώθει αμέτρητη καί ανείπωτη χαρά.
Εκείνος πού βλέπει έστω καί ίχνος μίσους στήν καρδιά του πρός τόν οποιονδήποτε άνθρωπο γιά οποιοδήποτε σφάλμα, είναι εντελώς ξένος τής αγάπης πρός τόν Θεό. Γιατί η αγάπη πρός τόν Θεό δέν ανέχεται καθόλου τό μίσος πρός τόν άνθρωπο.
«Όποιος μέ αγαπά», λέει ο Κύριος, «θά τηρήσει τίς εντολές μου. Καί αυτή είναι η δική μου εντολή, νά αγαπάτε ο ένας τόν άλλο» (Ιω. 14:23, 15:12). Εκείνος λοιπόν πού δέν αγαπά τόν συνάνθρωπο, δέν τηρεί τήν εντολή· καί αυτός πού δέν τηρεί τήν εντολή, ούτε τόν Κύριο μπορεί νά αγαπά.
Ο Θεός, επειδή είναι εκ φύσεως αγαθός καί απαθής, αγαπά όλους εξίσου ως δημιουργήματά του· τόν ενάρετο όμως τόν δοξάζει, ως οικείο του καί κατά τήν προαίρεση.
Η αγάπη πρός τόν Θεό πείθει τόν κάτοχό της νά καταφρονεί κάθε πρόσκαιρη ηδονή καί κάθε κόπο καί λύπη. Άς σέ πείσουν γι αυτό όλοι οι άγιοι, οι οποίοι τόσα έπαθαν γιά τόν Χριστό μέ χαρά.