Άγιος Μάξιμος ο Καυσοκαλυβίτης: Μας εδιηγούντο οι Γεροντάδες μας ότι ο άγιος Μάξιμος ο Καυσοκαλυβίτης ησκείτο στη Μεγίστη Λαύρα. Παρακαλούσε συνεχώς την Παναγία να του δώσει την «καρδιακή προσευχή».
Να τον φωτίσει, δηλαδή, να προσεύχεται με την καρδιακή, τη νοερά προσευχήν.
Η Παναγία εισήκουσε τις προσευχές του και του έδωσε την εντολή να πάει στην κορυφή του Αθωνος, λέγοντάς του συγχρόνως:
«Ελα κι εκεί θα σου αποκαλύψω το αιτούμενον»!
Ο πατήρ Μάξιμος μια και δυο πήρε το μπαστουνάκι του και ξεκίνησε. Βάδιζε, βάδιζε ώρες ολόκληρες, έξι, επτά, οκτώ, 10 ώρες!
Με το ένα χέρι κρατούσε το ραβδάκι και με το άλλο τραβούσε το κομποσχοίνι του.
Κάποτε έφθασε στην κορυφή. Γονάτισε αμέσως κι άρχισε να προσεύχεται θερμά στην Παναγία μας.
Εμεινε γονατιστός, προσευχόμενος τρία μερόνυκτα!
Κάποια στιγμήν ο Γέροντας αισθάνθηκε μίαν άρρητη ευωδία και συγχρόνως είδε άπλετο φως να τον κατακλύζει! Τον περιέλουσε το άκτιστο φως…
Μέσα σ’ αυτές τις συγκλονιστικές συνθήκες εμφανίσθηκε η Παναγία!
Ο πατήρ Μάξιμος εκάλυψε με τις παλάμες το πρόσωπό του λέγοντας: «Υπεραγία Θεοτόκε, δεν είμαι άξιος να δω το υπεράγιο Πρόσωπό Σου».
Η Παρθένος τού μίλησε για λίγο. Ο άγιος του Θεού ένιωσε την καρδιά του να σκιρτά από αγαλλίασιν.
Εκείνη, βλέποντας την ταπείνωσή του, του έδωσε το χάρισμα της νοεράς προσευχής κι εξαφανίσθηκε μέσα στη λάμψη στην οποία και είχεν εμφανισθεί!
Η Παναγία -εκτός από τη νοερά προσευχή- του έδωσε και άλλη μίαν ιδιαίτερη χάρη, να ίπταται!
Μάλιστα, γι’ αυτό τον ονομάζουν το «πτηνόν του Άθω»!
Συγκεκριμένα, στους Χαιρετισμούς των Αγιορειτών Αγίων διαβάζουμε: «Χαίροις, Μάξιμε πάτερ, αετέ υψιβάμον»!